«Η οικονοµική κατάσταση επιδεινώνεται, τα δηµοσιονοµικά προβλήµατα διογκώνονται και το πρόβληµα του χρέους στην ευρωζώνη επιδρά µε τη σειρά του στην τραπεζική αγορά. Καλούµαστε να δώσουµε άµεσες απαντήσεις σε όλα αυτά και να αντιµετωπίσουµε µε δραστικές αποφάσεις το ζήτηµα της βιωσιµότητας της ανάπτυξης και της ανεργίας». Αυτές ήταν οι πρώτες λέξεις του προσκλητηρίου που απέστειλε ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου Χέρµαν βαν Ροµπάι προς τους 27 ευρωπαίους ηγέτες για τη σηµερινή Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ. Στις λίγες αυτές γραµµές συνοψίζονται µε τον καλύτερο ίσως τρόπο τα πολλά και σύνθετα προβλήµατα που αντιµετωπίζει και καλείται να επιλύσει η ευρωζώνη για να εξασφαλίσει το µέλλον της ενιαίας αγοράς και του κοινού ευρωπαϊκού νοµίσµατος.
Ωστόσο το επιστέγασµα όλων αυτών είναι ότι τα προβλήµατα αυτά έχουν διαφορετική δυναµική για κάθε χώρα και επηρεάζουν µε τρόπο άνισο κάθε οικονοµία. Συνεπώς κάθε ευρωπαϊκή ηγεσία έχει διαφορετικές προτεραιότητες, διαφοροποιηµένες προτάσεις και τελικά ξεχωριστά συµφέροντα να υπερασπιστεί. Οπως έχει δείξει η ως σήµερα αντιµετώπιση της κρίσης χρέους στην ευρωζώνη, το ευρωπαϊκό πρόβληµα είναι ένα σταυρόλεξο για πολύ δυνατούς λύτες. Αρκεί κανείς να εστιάσει στις προτάσεις που έχουν ως σήµερα κατατεθεί για την ενίσχυση του Ευρωπαϊκού Ταµείου Χρηµατοοικονοµικής Σταθερότητας (EFSF) για να αντιληφθεί το µέγεθος της απόκλισης µεταξύ των εταίρων.
Οι χώρες της ευρωζώνης δεν έχουν µόνο αντικρουόµενες απόψεις ως προς την αντιµετώπιση της κρίσης, αλλά και διαφορετικά χαρακτηριστικά ή, πιο σωστά, «διαφορετικά µοντέλα ανάπτυξης». Βέβαια οι χώρες του Νότου έχουν και πολλά κοινά: προγράµµατα δηµοσιονοµικής προσαρµογής, υψηλά χρέη, αρνητικούς ή έστω οριακούς ρυθµούς ανάπτυξης και ελλειµµατικούς προϋπολογισµούς. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Γαλλία, µία από τις χώρες που κατατάσσονται στο υψηλότερο επίπεδο πιστοληπτικής αξιολόγησης, δεν έχει παρουσιάσει ποτέ πλεόνασµα τις τελευταίες τρεις δεκαετίες.
Το 2010 ακόµη και η Γερµανία έκλεισε τον προϋπολογισµό µε έλλειµµα 3,3% του ΑΕΠ, ενώ στην Ισπανία και στην Πορτογαλία το έλλειµµα κινήθηκε στο 9% και στην Ιρλανδία εκτινάχθηκε λόγω της διάσωσης των τραπεζών στο 32%.
Από την άλλη πλευρά, δηλωτικό της απόκλισης των ευρωπαϊκών οικονοµιών και συγκεκριµένα του χάσµατος µεταξύ Βορρά και Νότου είναι ότι µόνο η Γερµανία, η ∆ανία και η Ολλανδία κατάφεραν τα τελευταία χρόνια να παρουσιάσουν εµπορικά πλεονάσµατα. Πλεόνασµα κατέγραψε και η Ιρλανδία, ωστόσο αυτό οφείλεται στη διάρθρωση της οικονοµίας: αποτελεί έδρα πολυεθνικών που εξάγουν αγαθά και υπηρεσίες στο εξωτερικό. Το στοιχείο αυτό δείχνει ότι ο πλούτος του Βορρά δεν είναι τίποτε άλλο παρά η άλλη πλευρά του ίδιου νοµίσµατος, δηλαδή η λογική συνέπεια των ελλειµµάτων του Νότου.
Λόγω όµως της αλληλεξάρτησης των οικονοµιών της ευρωζώνης αποτελεί πλέον κοινή παραδοχή αναλυτών και κοινοτικών αξιωµατούχων ότι οι ρυθµοί ανάπτυξης θα επιβραδυνθούν επικίνδυνα. Ο επίτροπος Οικονοµικών και Νοµισµατικών Υποθέσεων Ολι Ρεν επιβεβαίωσε προσφάτως ότι ο µέσος ρυθµός ανάπτυξης στην ευρωζώνη µειώθηκε στο 0,2% το τρίµηνο Ιουλίου – Σεπτεµβρίου, προβλέποντας ότι το τελευταίο τρίµηνο του έτους θα υποχωρήσει ακόµη περισσότερο, στο 0,1%.
Γερµανικά οικονοµικά ινστιτούτα προβλέπουν ότι τους τρεις τελευταίους µήνες του 2011 και τους τρεις πρώτους του 2012 το ΑΕΠ θα αναπτυχθεί µε οριακό ποσοστό. Η κατ’ εξοχήν εξαγωγική οικονοµία της Γερµανίας γνωρίζει ότι οι εξαγωγές θα επιβραδυνθούν την επόµενη χρονιά, καθώς οι περισσότεροι από τους εταίρους της (και βασικοί αγοραστές των γερµανικών προϊόντων) θα γνωρίσουν αρνητικούς ή οριακά θετικούς ρυθµούς ανάπτυξης.
Και πώς θα µπορούσε να γίνει διαφορετικά τη στιγµή που η Ελλάδα, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία εφαρµόζουν τη σκληρότερη εκδοχή λιτότητας ακολουθούµενες από την Ισπανία, την Ιταλία, τη Γαλλία και τη Βρετανία, που υιοθετούν επίσης συνταγές δηµοσιονοµικής εξυγίανσης; Η συρρίκνωση του δηµόσιου τοµέα µέσω ιδιωτικοποιήσεων και η µείωση του εισοδήµατος των φορολογουµένων µέσω αύξησης φόρων και περικοπής µισθών αποτελούν κεντρικούς πυλώνες της οικονοµικής πολιτικής στις χώρες του µνηµονίου, αλλά και σε αυτές που εφαρµόζουν πανοµοιότυπα µέτρα µε τη λογική του µιθριδατισµού.
Εκτός όµως από τις οικονοµικές αποκλίσεις της ευρωζώνης, οι οποίες βασίζονται άλλωστε σε ιστορικά και εθνογραφικά στοιχεία, αυτό που προκαλεί πραγµατικά έκπληξη είναι η εθελοτυφλία της πολιτικής και οικονοµικής ηγεσίας. Σε µία από τις τελευταίες οµιλίες του µε την ιδιότητα του προέδρου της ΕΚΤ ο Ζαν-Κλοντ Τρισέ επέµεινε ότι «η λιτότητα είναι η µόνη λύση για την Ελλάδα». Στο ίδιο ακριβώς πνεύµα κινούνται και οι παραινέσεις των µεγαλύτερων οικονοµικών ινστιτούτων της Γερµανίας που επισηµαίνουν στην Ανγκελα Μέρκελ ότι «κάθε άλλη πολιτική θα έστελνε λάθος µήνυµα».
Βέβαια η γερµανίδα καγκελάριος και η συντριπτική πλειονότητα των ευρωπαίων ηγετών δεν χρειάζονται συµβουλές. Ακολουθούν µε θρησκευτική ευλάβεια τον «ενάρετο δρόµο» της δηµοσιονοµικής προσαρµογής κάνοντας ότι δεν βλέπουν τις συνέπειές της στους φορολογουµένους, τα συµφέροντα των οποίων υποτίθεται ότι υπερασπίζονται.
Το πρόβλημα της ανεργίας αποκτά εκρηκτικές διαστάσεις στην ευρωζώνη, αλλά και εκτός «συνόρων» του ευρώ. Ο μέσος ευρωπαϊκός όρος διαμορφώνεται στο 10% με αυξητικές τάσεις, ενώ Ισπανία, Ιρλανδία, Πορτογαλία και Ελλάδα παρουσιάζουν τον υψηλότερο αριθμό καταγεγραμμένων ανέργων. uni03A9στόσο και στη Βρετανία ο αριθμός των απολύσεων αυξάνεται ραγδαία με ρυθμό 40%, ενώ η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας ακολουθεί αντίστροφη πορεία. Η ανεργία αυξάνεται διαρκώς αγγίζοντας το 8%, το οποίο μπορεί να μην είναι «εντυπωσιακό» για τα ελληνικά μέτρα αλλά θυμίζει στους Βρετανούς την εποχή Θάτσερ.
Στην Ισπανία η ανεργία επανέκαμψε μετά τις διακοπές του καλοκαιριού σημειώνοντας αύξηση σε ετήσια βάση 5,2% τον Σεπτέμβριο. Ο συνολικός αριθμός των ανέργων ανέρχεται πλέον σε 4,3 εκατομμύρια, ενώ είναι ενδεικτικό ότι τον Σεπτέμβριο εγγράφονταν στα μητρώα ως και 10.000 άνεργοι ημερησίως.
Στην Ιρλανδία, που εμφανίζεται ως ο καλύτερος από τους ευρωπαίους μαθητές του ΔΝΤ, δεν είναι μόνο η πορεία των δημοσιονομικών που φαίνεται να παρεκκλίνει από τους στόχους του μνημονίου. Σύμφωνα με τα τελευταία στατιστικά στοιχεία, ο αριθμός των ανέργων διατηρείται μεν στο 14% αλλά οι μακροχρόνια άνεργοι αυξάνονται δραματικά σε σχέση με το σύνολο φθάνοντας στο 42%.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ