Mια κούκλα. Αυτό είχαμε μπροστά μας στο roof garden του Hilton των Καννών. Μια μινιόν, λυγερή, λαμπερή, υπέροχη κούκλα. Και όμως, η διαφορά με τις χολιγουντιανές συναδέλφους της ήταν ότι αυτή η κούκλα δεν έμοιαζε και ούτε προσπαθούσε να είναι αψεγάδιαστη. Οι μικρές ρυτίδες γύρω από τα μάτια της την έκαναν ακόμη πιο ανθρώπινη, τα ασύμμετρα λακκάκια της κάθε φορά που γελούσε πιο ζεστή, ενώ όλα όσα έβγαιναν από το στόμα της αποκάλυπταν ένα κορίτσι απλό και προσγειωμένο, μια πραγματική ηθοποιό και καλλιτέχνιδα. Ωστόσο, κρίνοντας μόνο από τις ταινίες που έχει καταθέσει μέχρι στιγμής η Ελενα Ανάγια, μπορεί να αποκομίζαμε λάθος εντύπωση: ο Χούλιο Μέντεμ την έχει εκθέσει δύο φορές γυμνή στα μάτια του ηδονοβλεπτικού κοινού («Το σεξ και η Λουσία», «Δωμάτιο στη Ρώμη») και, μεταξύ μας, ποιος έχει όρεξη στις ημέρες μας να διαπεράσει την επιφάνεια ενός σέξι, ζουμερού κοριτσιού για να ανακαλύψει την ουσία; Ποιος την εμπιστεύεται αρκετά ώστε να της δώσει την ευκαιρία να χρησιμοποιήσει την επιφάνεια της ομορφιάς της για να παίξει ένα αλληγορικό παιχνίδι με τον κινηματογραφικό φακό; Ποιος βλέπει σε αυτήν την ηθοποιό που μπορεί να μας πείσει ότι τόσο στους ανθρώπους όσο και στην πραγματική τέχνη, η ρίζα της ομορφιάς κρύβεται βαθιά κάτω από το δέρμα;

Ο Πέδρο Αλμοδόβαρ. Για πρώτη φορά πραγματική πρωταγωνίστρια, η Ανάγια, στο θρίλερ-παραβολή «Το δέρμα που κατοικώ», μεταμορφώνεται σε κάτι παραπάνω από την κεντρική ηρωίδα ενός νεονουάρ εμμονών, εκδίκησης και επιβίωσης. Γίνεται το σύμβολο όσων ο Αλμοδόβαρ προσπαθεί εδώ και χρόνια να πει με τις ταινίες του για την ανθρώπινη ταυτότητα, τη διαφορετικότητα και την επιβίωσή μας σε ένα σώμα που ούτε επιλέξαμε ούτε αποτελεί ολόκληρο τον εαυτό μας. Βασισμένο στο μυθιστόρημα «Tarantula» του Τιερί Ζονκέ και με κινηματογραφικές αναφορές που ξεκινούν από τους εγκλωβισμένους εφιαλτικούς κόσμους του Φριτς Λανγκ και φτάνουν ως τα «Μάτια χωρίς πρόσωπο» του Ζορζ Φρανζύ, «Το δέρμα που κατοικώ» μας μεταφέρει στη ζωή μιας κοπέλας φυλακισμένης στο σπίτι ενός ψυχικά διαταραγμένου πλαστικού χειρουργού (τον υποδύεται ο Αντόνιο Μπαντέρας) ο οποίος επί χρόνια τη μεταμορφώνει σε πιστό αντίγραφο της νεκρής γυναίκας του.

«Σας ευχαριστώ πολύ που σέβεστε το μυστήριο της ταινίας και δεν λέτε πολλά», μας καλωσόρισε χαμογελώντας η Ανάγια, κρατώντας τον καφέ της και τις πρωινές εφημερίδες των Καννών με τις πρώτες, διθυραμβικές, κριτικές για την ταινία. «Οπως σε κάθε ταινία του Πέδρο, υπάρχει μια ανατροπή – όχι εύκολη και σαχλή. Αλλά, κατά κάποιον τρόπο, η πραγματική ταινία κρύβεται κάτω από το δέρμα της υπόθεσης που νομίζαμε ότι παρακολουθούσαμε – δεν συμφωνείτε;».

Απόλυτα. Ο Πέδρο Αλμοδόβαρ δήλωσε ότι αυτή η ταινία δεν είναι στην ουσία ένα θρίλερ, αλλά μια ταινία επιβίωσης και ανθρώπινου σθένους. Πιστεύετε ότι και εδώ ο Αλμοδόβαρ έφτιαξε μια παραβολή για τη διαφορετικότητα; «Εντελώς. Ο Πέδρο μιλάει σε όλες τις ταινίες του για το σώμα, την εικόνα, το πνεύμα. Εν προκειμένω νομίζω ότι πηγαίνει ένα βήμα πιο πέρα. Αν οι ήρωες των προηγούμενων ταινιών του πάλευαν με την ταυτότητά τους και ήθελαν να αλλάξουν την εικόνα τους, εδώ συμβαίνει το αντίθετο. Ή μήπως όχι; Μήπως ο ρόλος του Αντόνιο, του πλαστικού χειρουργού, είναι ο ρόλος ενός μικρού θεού; Μήπως μέσα από ένα θρίλερ μυστηρίου συνειδητοποιούμε για πρώτη φορά πως δεν είμαστε μόνο ό,τι δείχνουμε, αλλά η πραγματική καρδιά μας χτυπά κάτω από στρώσεις “πακεταρισμένης” επιδερμίδας; Ο Πέδρο είναι ένας από τους πιο διορατικούς, συναισθηματικούς ανθρώπους που γνωρίζω. Πρώτος αυτός κοιτάει μέσα σου. Δεν στέκεται στο περίγραμμά σου. Το διακρίνεις στο βλέμμα του που σε διαπερνά, δεν μπορείς να του κρυφτείς. Ωστόσο δεν το κάνει για να σε ξεσκεπάσει, το κάνει με αγάπη. Θέλει να σε καταλάβει, να επικοινωνήσει, να μπει στον κόσμο σου. Η ταινία για μένα είναι ένας ύμνος στη διαφορετικότητα και ένα γερό μάθημα για να σκεφτούμε όλοι τι σημαίνει να μην μπορείς να συμβιβάσεις την εικόνα σου με το συναίσθημά σου».

Οπότε πιστεύετε ότι η εικόνα μας, το δέρμα μας, δεν έχει καμία απολύτως σημασία στο ποιοι είμαστε; «Δεν είναι τόσο απλό. Το πρόσωπό μας είναι το πρώτο που χρησιμοποιούμε για να βγούμε στον κόσμο, να συστηθούμε, να παρουσιάσουμε τον εαυτό μας και την ταυτότητά μας. Μας χαρακτηρίζει κοινωνικά, από εκεί και πέρα όμως ξεκινά ένας ύπουλος ρατσισμός: λευκός, μαύρος, μαυριδερός, όμορφος, άσχημος, υγιής, καμένος, αρρενωπός, αδερφή, τραβεστί, τέρας. Δέρμα. Χαρτί περιτυλίγματος. Πού βρίσκεται, όμως, η καρδιά; Τι είναι εκείνο που σε κάνει να είσαι αυτό που είσαι, αυτό που νιώθεις, εκείνο με το οποίο κοιμάσαι και ξυπνάς κάθε πρωί; Εκείνο θα έπρεπε να μας δένει ή να μας χωρίζει από τους ανθρώπους, αλλά κανένας από εμάς δεν έχει διάθεση να το ανακαλύψει. Είναι και το μόνο, όμως, που δεν μπορεί κανείς να μας το κλέψει».

{{{ moto }}}

Ποια η γνώμη σας, τότε, για την πλαστική χειρουργική; «Δεν έχω μία συγκεκριμένη γνώμη για τις πλαστικές. Εχω καταλήξει ότι εξαρτάται. Για αυτήν την ταινία είδα πολλά ντοκυμαντέρ με ανθρώπους εντελώς παραμορφωμένους από αυτοκινητικά ατυχήματα, γυναίκες με καμένο πρόσωπο από βιτριόλι για λόγους εκδίκησης, μωρά που γεννήθηκαν χωρίς πρόσωπο. Εκεί η πλαστική χειρουργική μπορεί να σου δώσει ζωή. Χρειάζεσαι το δέρμα, χρειάζεσαι την “πρώτη χειραψία σου” με τον κόσμο. Η αισθητική πλαστική χειρουργική είναι επίσης ένα σύνθετο ζήτημα. Αν κάποια δυσμορφία σε κάνει τόσο δυστυχισμένο που νιώθεις ότι δεν μπορείς να ζήσεις τη ζωή σου ελεύθερα, είμαι υπέρ. Ας κάνει ο καθένας ό,τι θέλει για να νιώσει καλύτερα. Αλλά δεν μπορώ να βλέπω και αυτές τις παραφωνίες γύρω μου – γυναίκες και άνδρες να μεταμορφώνονται σε τέρατα, επειδή δεν μπορούν να ανεχτούν τον εαυτό τους. Η δική μου άποψη είναι ότι πρέπει να δείχνουμε λίγη υπομονή. Χρειάζεται αρκετό προσωπικό “σκάψιμο” ώστε να βρεις τους λόγους για τους οποίους αγαπάς τον εαυτό σου και καμία πλαστική δεν μπορεί να σε φέρει σε αυτό το στάδιο».

Βρίσκεστε, όμως, σε έναν χώρο όπου ο ανταγωνισμός είναι αδυσώπητος, η εξωτερική ομορφιά αποτελεί προϋπόθεση και ειδικά οι γυναίκες απαγορεύεται να γερνάνε… «Είναι αλήθεια. Αλλά επίσης είναι και προσωπική επιλογή. Αν επιθυμείς καριέρα στα “σιλικονάτα” επίπεδα του Χόλιγουντ, ναι, πρέπει να παίξεις όλο αυτό το παιχνίδι και να το κάνεις χωρίς να παραπονιέσαι και χαμογελαστή. Αν δεν σε ενδιαφέρει αυτή η ποζάτη ύπαρξη και έχεις γίνει ηθοποιός για να εκφράσεις άλλα πράγματα, τότε δεν μπορώ να καταλάβω γιατί υποκύπτεις κι εσύ στην πίεση της πλαστικής χειρουργικής. Πώς είναι δυνατόν να βλέπω οσκαρικές ηθοποιούς να πειράζουν το πρόσωπό τους, το κύριο εργαλείο τους, το βασικό εκφραστικό τους μέσο, για να καλύψουν μερικές ρυτίδες, να αποκτήσουν πιο αισθησιακά μήλα, να κρύψουν μερικά χρόνια; Δεν φοβούνται ότι δεν θα μπορούν πια να παίξουν; Είναι ο φόβος της αισθητικής απόρριψης μεγαλύτερος; Ειλικρινά, δεν έχω τις απαντήσεις».

Για να επιστρέψουμε στην ταινία, δεν είναι η πρώτη φορά που συνεργάζεστε με τον Αλμοδόβαρ. Είχατε έναν μικρό ρόλο και στο «Μίλα της».«Πολύ μικρό ρόλο. Εναν μικροσκοπικό – στα όρια του να μη με αναγνωρίσει ο πατέρας μου στην πρεμιέρα – ρόλο. Θυμάστε τον έναν ήρωα να ομολογεί κάποια στιγμή ότι φοβάται τα φίδια; Και μετά που είχαμε μια σκηνή στη ζούγκλα με μια γυναίκα να τρέχει; Αυτή ήμουν εγώ. Και μετά εμφανιζόμουν στη σκηνή του γάμου, όπου η ταυρομάχος ηρωίδα με τον σύντροφό της χαζεύουν στο ταξίδι τους στην επαρχία. Ημουν η κατάξανθη νύφη. Ο Αλμοδόβαρ με έντυσε νύφη για λίγα δευτερόλεπτα. Αυτό συνήθιζα να λέω σε παρέες και να γελάμε. Πίστευα ότι η σχέση μου με αυτόν τον μεγάλο καλλιτέχνη θα έμενε εκεί. Πάλι, όμως, το διηγούμουν με καμάρι. Το έχω ξαναπεί και το λέω συνεχώς: Θα έπαιζα οτιδήποτε για χάρη του. Ενα αντικείμενο. Ενα λαμπατέρ».

Οταν σας πήρε, λοιπόν, και σας πρότεινε τον πρωταγωνιστικό ρόλο για «Το δέρμα που κατοικώ» ήταν έκπληξη για εσάς; «Εκπληξη; Ηταν σοκ! Οταν σε παίρνει τηλέφωνο η El Deseo, η εταιρεία παραγωγής των αδελφών Αλμοδόβαρ, είναι ένα σοκ. Σου προτείνουν οτιδήποτε, δέχεσαι χωρίς να ακούσεις καλά καλά τι θέλουν και μετά πετάς στα σύννεφα. Δέχτηκα αυτό το τηλεφώνημα όταν περπατούσα στον δρόμο – βρισκόμουν για κάποια δουλειά στο Βερολίνο. Μόλις συνειδητοποίησα τι είχε συμβεί, άρχισα να ουρλιάζω μέσα στην κίνηση, λέγοντας κάτι ακατάληπτα ισπανικά. Ο κόσμος νόμιζε ότι τρελάθηκα».

Ποια ήταν η πρώτη αντίδρασή σας όταν διαβάσατε το σενάριο; Γνωρίζατε μήπως το μυθιστόρημα του Ζονκέ; «Οχι, δεν είχα διαβάσει το βιβλίο και ο Πέδρο μού απαγόρευσε να το διαβάσω προτού ολοκληρωθούν τα γυρίσματα. Ηθελε την προδιάθεσή μου απέναντι στον χαρακτήρα άσπιλη. Οταν παρέλαβα το σενάριο, ο Πέδρο είχε γράψει κάτι χειρόγραφα στην πρώτη σελίδα: “Είναι ένα αγρίμι που καραδοκεί…”. Αυτή ήταν η πρώτη οδηγία του. Ξεκίνησα να διαβάζω και άρχισα να συνειδητοποιώ γιατί το έγραψε. Η ιστορία με είχε απορροφήσει, ήμουν εντυπωσιασμένη. Και κάπου στη μέση, όταν περνάμε κάτω από το δέρμα… νομίζω ότι ράγισε η καρδιά μου. Το ερωτεύτηκα αυτό το σενάριο και το ομολογώ με πόνο ψυχής. Δεν θα μπορέσω να αποτινάξω αυτήν την ηρωίδα από πάνω μου, ποτέ».

Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση για να της δώσετε ζωή; Είναι ένας ρόλος ιδιαίτερα σύνθετος. «Εξαιρετικά σύνθετος. Η μεγαλύτερη αγωνία μου ήταν να καταλάβω τι μπορεί να αισθανόταν και πώς λειτουργούσε το μυαλό της. Το κουράγιο και την υπομονή της. Είχε δίκιο ο Πέδρο: είναι ένα αγρίμι. Εχετε δει τη στάση των άγριων ζώων προτού επιτεθούν; Μένουν εντελώς ακίνητα. Περιμένουν καρτερικά το δευτερόλεπτο της ευκαιρίας τους. Πώς το δείχνεις αυτό μέσα από έναν χαρακτήρα; Αυτή ήταν η πρόκληση».

Πώς σας βοήθησε ο Αλμοδόβαρ; Τι σας συμβούλεψε; Σας έδωσε κάποια βοηθήματα, κάποιες άλλες ταινίες να μελετήσετε; «Είχα ήδη δει και αγαπούσα πολύ “Τα μάτια χωρίς πρόσωπο” του Ζορζ Φρανζύ. Ο Πέδρο επέμενε να δω επίσης ξανά το “Double Indemnity” του Μπίλι Γουάιλντερ και το “Αγγελικό πρόσωπο” του Οτο Πρέμινγκερ. Επίσης, και αυτό είναι μία συγκλονιστική σύμπτωση, μου έδωσε να μελετήσω κάποια βιβλία τέχνης της Λουίζ Μπουρζουά. Τα έχασα για λίγο. Θυμάμαι να του λέω “μπορώ να φέρω τα δικά μου”. Η Μπουρζουά ήταν η αγαπημένη καλλιτέχνις της μητέρας μου. Την εποχή που γυρίζαμε την ταινία, η μητέρα μου ήταν πολύ άρρωστη – δύο απαίσια χρόνια χημειοθεραπείας. Θεωρούσα ότι την κουβαλούσα στο γύρισμα. Με το που έγινε καλά, την πήγα σε μια έκθεση της Μπουρζουά. Πού να τα ήξερε, όμως, όλα αυτά ο Πέδρο; Μου έπαιζε η ζωή ένα παράξενο καρμικό παιχνίδι;».

Και φτάνουμε στο σήμερα, που πλέον ανήκετε στις μούσες του. Πώς σας κάνει να αισθάνεστε αυτό; «Είναι σουρεαλιστικό. Ολες οι μεγάλες κυρίες που έχουν παίξει σε ταινίες του Αλμοδόβαρ υπήρξαν πρότυπά μου. Ευτυχώς που στην Ισπανία η κοινότητα των ηθοποιών είναι αρκετά προσγειωμένη και γήινη και με τα χρόνια πολλές από αυτές έγιναν φίλες μου. Διότι, πιστέψτε με, χρειάστηκα τη βοήθειά τους. Σε στιγμές που λύγιζα, τις έπαιρνα τηλέφωνο. Και όλες είχαν ακριβώς την ίδια συμβουλή να μου πουν: “Να υπακούς στον Πέδρο απόλυτα. Οταν σου λέει ‘πήδα’ να το κάνεις, χωρίς δίχτυ”. Και το έκανα. Επίσης, μου είπαν να εξαφανίζομαι όταν τον πιάνουν οι στραβές του. Ολοι με προειδοποιούσαν για αυτήν τη διαβόητη “θυμωμένη πλευρά” του Αλμοδόβαρ που εμφανίζεται όταν κάτι πηγαίνει στραβά στο γύρισμα. Δεν την είδα ποτέ. Σε μένα φερόταν σαν να είχε στα χέρια του ένα γατάκι. Δεν ήμουν εγώ αυτή που το ενέπνεε, αλλά ο ρόλος. Ο Πέδρο ζούσε το δράμα και την αδικία της ηρωίδας. Ηξερε ότι πρόκειται για μια ιστορία βαθιάς κακοποίησης και ότι πρέπει να μου φέρεται σαν κάτι το εύθραυστο. Εμενε “εντός ρόλου” και εκείνος μαζί μου».

Και από μόνη σας, όμως, είστε αρκετά θαρραλέα ηθοποιός. Στις ταινίες του Χούλιο Μέντεμ αποκαλύπτετε το γυμνό κορμί σας. Βάζετε όρια στο τι θα κάνατε για μια ταινία; «Φυσικά και έχω όρια. Από πολύ μικρή, διότι ξεκίνησα 18 χρόνων, βάζω όρια. Στη δεύτερη δουλειά μου το ένστικτό μου μου είπε από την πρώτη ημέρα ότι ο συγκεκριμένος σκηνοθέτης ήθελε απλώς να με εκμεταλλευτεί. Πήρα τηλέφωνο τον ατζέντη μου και του ζήτησα να μου στείλει το αεροπορικό μου εισιτήριο για να γυρίσω πίσω. “Αν αρνηθείς να συνεργαστείς με αυτόν τον σκηνοθέτη, μπορεί να τελειώσει η καριέρα σου προτού ακόμη αρχίσει” μου είπε. Δεν με πείραζε καθόλου. Γύρισα σπίτι μου. Και η καριέρα μου δεν τελείωσε. Αντίθετα, ο Χούλιο έγραψε δύο υπέροχους ρόλους. Φυσικά ήταν τρομερά δύσκολοι και εννοείται ότι η γύμνια σε αφήνει εντελώς εκτεθειμένο. Θεωρώ ότι ο ηθοποιός είναι ούτως ή άλλως εκτεθειμένος, ακόμη και όταν παίζει φορώντας ζιβάγκο: μπορεί να ερμηνεύεις κάποιον πολύ διαφορετικό από σένα, αλλά είναι τα δικά σου μάτια που κλαίνε, οι δικοί σου ήχοι χαράς, τα δικά σου συναισθήματα φέρνεις στην επιφάνεια για να χτίσεις τον χαρακτήρα και να εξωτερικεύσεις τι αισθάνεται. Οπότε, φανταστείτε να πρέπει όλα αυτά να τα κάνεις γυμνή. Εκεί, όμως, εμπιστεύεσαι τον σκηνοθέτη σου».

Και πώς κερδίζεται αυτή η εμπιστοσύνη; Ακόμη και αν δεν τον ακολουθούσε η φήμη του, πιστεύετε ότι ο Αλμοδόβαρ θα σας κέρδιζε; «Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία. Δεν έχετε παρατηρήσει ότι όλοι οι ηθοποιοί του, γυναίκες και άνδρες, λάμπουν στις ταινίες του; Τους βγάζει τον καλύτερο εαυτό τους. Λένε ότι είναι ο σκηνοθέτης των γυναικών, αλλά εγώ δεν το πιστεύω. Δεν είδατε τι έκανε στον Αντόνιο; Θεωρώ ότι η ερμηνεία του είναι για Οσκαρ. Ο Πέδρο αγαπά τους ανθρώπους. Αγαπά τους ηθοποιούς του. Σκύβει από πάνω σου και σου ψιθυρίζει. Γνώριζε τι να μου πει και πότε. Ξέρετε, αρχικά, όταν χτίζεις έναν ρόλο, είναι σαν να στέκεσαι μπροστά σε έναν λευκό καμβά. Δεν ξέρεις από που να ξεκινήσεις, ποια θα είναι η πρώτη πινελιά, πώς θα αξιοποιήσεις το εμβαδόν, τι θα τονίσεις. Είναι πολύ τρομακτικό. Ο Πέδρο ερχόταν με μία λέξη, μία φράση και ξεκλείδωνε το δικό μου συναίσθημα. Δεν ξέρω πώς το έκανε αυτό, αλλά, όπως προανέφερα, διαπερνά την επιφάνειά σου αυτός ο άνθρωπος. Και για μένα αυτό σημαίνει μεγάλος σκηνοθέτης».

Πώς ήταν η σχέση σας με τους άλλους ηθοποιούς – τη Μαρίζα Περέδες, τον Αντόνιο Μπαντέρας; «Αρχικά ήμουν σαν κεραυνοβολημένο παιδάκι. Η Μαρίζα είναι η ηρωίδα μου. Ο Αντόνιο είναι σουπερστάρ. Αυτό το συναίσθημα κράτησε για δύο λεπτά. Μετά με τον Αντόνιο παίζαμε σφαλιάρες. Ηταν ο μεγάλος μου αδελφός. Στο τέλος των γυρισμάτων, του το είπα και συμφώνησε: οι μεγάλες ταινίες δημιουργούν και μεγάλους δεσμούς. Οπως δεν θα μπορέσουμε ποτέ να αποχωριστούμε τους ήρωες που ερμηνεύσαμε, έτσι δεν θα χωρίσουμε και εμείς ποτέ. Θα είμαστε φίλοι για πάντα».

Ονειρεύεστε και εσείς καριέρα στο Χόλιγουντ; «Εχω περάσει από το Χόλιγουντ. Επαιξα στο “Van Helsing”, μια ταινία που αγάπησε πολύ ο κόσμος, δεν ξέρω για ποιον λόγο. Εντάξει, πλάκα είχε, πετούσαμε κιόλας, αλλά εγώ δεν έγινα ηθοποιός για την πλάκα. Ούτε είμαι σίγουρη ότι θέλω να ζήσω σε αυτόν τον πλαστικό κόσμο με τα ψεύτικα σπίτια και χαμόγελα. Το Χόλιγουντ σου δίνει τη δυνατότητα να πάρεις μέρος σε μεγάλες ταινίες και αυτό κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν το ονειρεύεται. Αλλά έχω τους όρους μου, όσο και αν σας ακούγεται αλαζονικό. Και ξέρετε κάτι; Λέω να αφήσω τη ζωή να κυλήσει. Φέρνει εκπλήξεις από μόνη της. Είμαι εδώ και σας μιλάω ως πρωταγωνίστρια του Αλμοδόβαρ. Ακόμη δεν το έχω πιστέψει καλά καλά η ίδια. Γι’ αυτό ούτε που τολμώ να ονειρευτώ κάτι ακόμη μεγαλύτερο. Θα ήμουν αχάριστη». l

Η ταινία «Το δέρμα που κατοικώ» προβάλλεται στους κινηματογράφους από Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2011.

* Αυτή η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜagazino στις 16 Οκτωβρίου 2011.