Η δουλειά έγινε τον περασµένο Μάιο. Πήγε τόσο καλά που δεν έγινε αντιληπτή παρά τέσσερις µήνες αργότερα ! Στο µεταξύ, ο «Θησαυρός της Βεγγάζης» έχει κάνει φτερά από τη Λιβύη του πολέµου. Οπως η εισβολή στο Ιράκ και ο πόλεµος στο Αφγανιστάν, φαίνεται ότι η Αραβική Ανοιξη άνοιξε νέους δρόµους και στο διεθνές λαθρεµπόριο αρχαιοτήτων. Πολύτιµα κοµµάτια εκλάπησαν, προφανώς κατά παραγγελία, από τη Λιβύη, αλλά και από την Αίγυπτο, και φυγαδεύθηκαν στο εξωτερικό, την ώρα που ο λαός έκανε επανάσταση στους δρόµους, η αστυνοµία είχε καταρρεύσει και κάποιοι, ιερόσυλοι, ανώνυµοι και ασφαλείς, περίµεναν να παραλάβουν εκατοντάδες προϊόντα αρχαιοκαπηλίας.
Εκλεψαν τον «Θησαυρό της Βεγγάζης». Η είδηση άρχισε να κυκλοφορεί στα κεντρικά γραφεία της UNESCO στο Παρίσι, στις αρχές του Σεπτεµβρίου. Τον συναγερµό σήµανε πρώτη µια Ιταλίδα, η Σερενέλα Ενσόλι, καθηγήτρια Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήµιο της Νάπολι, και επί 20 χρόνια ανασκαφέας στη Λιβύη.
«Οκτώ χιλιάδες αρχαία νοµίσµατα, χρυσά, αργυρά και ορειχάλκινα, τεράστιας αξίας, ανάµεσά τους και ο θησαυρός του ναού της Αρτέµιδος, από την Κυρηναϊκή, εξαφανίστηκαν. Τα έκλεψαν από τα υπόγεια της Εθνικής Τράπεζας Εµπορίου της Βεγγάζης, όπου τα είχε αποθηκεύσει η αρχαιολογική υπηρεσία της Λιβύης το 1961, όταν τους τα επέστρεψε η Ιταλία. Είναι µία από τις µεγαλύτερες κλοπές αρχαίων στην Ιστορία» έγραψε η κυρία Ενσόλι στον Φρανθέσκο Μπανταρίν, γενικό υποδιευθυντή της Unesco για την παγκόσµια πολιτισµική κληρονοµιά.
Από τον Μάιο ο καιρός έφτασε και περίσσεψε για να περάσει τα σύνορα ο κλεµµένος θησαυρός. Και να πάει πού; «Σε εµπόρους έργων τέχνης, σε πλούσιους ιδιώτες συλλέκτες, σε κυκλώµατα διακίνησης όπλων και ναρκωτικών που θέλουν να ξεπλύνουν χρήµα, ακόµη και σε οίκους δηµοπρασιών» λέει στο «Βήµα» ο Κλέµενς Ρέικελ, καθηγητής Μεσοποταµιακής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήµιο του Τορόντο, µε ανασκαφικό έργο στο Ιράκ. Οπως παλαιότερα ο Λίβανος, το Αφγανιστάν και το Ιράκ, έτσι και η Λιβύη του εµφυλίου πολέµου έχει γίνει ιδανικός τόπος για τους αρχαιοκαπήλους: η Κυρηναϊκή, η ανατολική παραθαλάσσια περιοχή, διαθέτει µερικούς από τους πιο αξιόλογους ελληνιστικούς και ρωµαϊκούς θησαυρούς στη λεκάνη της Mεσογείου.
Τα ίδια και στην εξεγερµένη Αίγυπτο. Ακόµη πιο τολµηροί διαρρήκτες µπήκαν στο µουσείο του Καΐρου τον περασµένο Ιανουάριο. Την ώρα που οι διαδηλωτές συγκρούονταν µε την αστυνοµία στην πλατεία Ταχρίρ και έβαζαν φωτιά στα γραφεία του κόµµατος του Μουµπάρακ, αυτοί κατέβηκαν µε σχοινιά από τη γυάλινη οροφή του Αιγυπτιακού Μουσείου στην αίθουσα που τους ενδιέφερε.
Η σηµαντικότερη από τις αρχαιότητες που έκλεψαν είναι ένα ασβεστολιθικό άγαλµα του Ακενατόν, του «αιρετικού» φαραώ που προσπάθησε να καθιερώσει τον µονοθεϊσµό στην Αίγυπτο τον 14ο αιώνα π.Χ.
Φτερά έκανε και ένα επίχρυσο ξύλινο άγαλµα του Τουταγχαµών, γιου του Ακενατόν, που δείχνει µια θεότητα να µεταφέρει στα χέρια τον νεαρό βασιλιά της 18ης ∆υναστείας.
«Αυτά τα έργα είναι τόσο γνωστά, καταλογογραφηµένα και φωτογραφηµένα που αποκλείεται να διακινηθούν ποτέ στην ανοιχτή αγορά χωρίς να τα διεκδικήσει αµέσως η Αίγυπτος. Μπορεί όµως να ενδιαφέρουν έναν ντίλερ που έχει έτοιµο πελάτη, ίσως κάποιον συλλέκτη που έχει παραγγείλει ακριβώς αυτό που θέλει.
Σε αυτή την περίπτωση, µπορεί να περάσουν και 70 χρόνια προτού µάθουµε πού βρίσκονται» λέει ο καθηγητής Ρέικελ.
Συνήθως, το διάστηµα που µεσολαβεί για να εµφανιστούν πάλι τα κλεµµένα είναι πέντε ως 10 χρόνια. Μετά τη λεηλασία του µουσείου της Βαγδάτης, το 2003, 3.000 αντικείµενα τα επέστρεψαν οικειοθελώς ντόπιοι, πολλά σπασµένα, µέσα σε πλαστικές σακούλες. Αλλα 900 κατασχέθηκαν σε εφόδους και στα σύνορα – ανάµεσά τους 10 από τα 42 πιο πολύτιµα.
∆εν είναι τυχαίο που το αρχαιότερο γνωστό γλυπτό στον κόσµο, η Μάσκα της Γάρκα ή «Μόνα Λίζα των Σουµερίων», το κεφάλι µιας γυναίκας ηλικίας 5.000 ετών, βρέθηκε θαµµένο σε ένα χωράφι, ευτυχώς άθικτο.
Ηδη το 2006 το ακέφαλο άγαλµα ενός σουµέριου βασιλιά προσφέρθηκε προς πώληση σε έναν ντίλερ στη Νέα Υόρκη. Εναν χρόνο αργότερα µια ενεπίγραφη πινακίδα από πηλό, ηλικίας 4.000 ετών, βγήκε σε δηµοπρασία στο ελβετικό website του eBay.
«Η διακίνηση γίνεται συνήθως µέσω Λιβάνου προς την Ευρώπη, όπου είναι το κέντρο της µαύρης αγοράς» λέει στο «Βήµα» ο Μακ Γκουάιρ Γκίµπσον, καθηγητής Αρχαιολογίας και διευθυντής του Ινστιτούτου Ανατολικών Σπουδών στο Πανεπιστήµιο του Σικάγου.
«Αυτές οι κλοπές από τις εξεγερθείσες αραβικές χώρες δεν είναι καθόλου τυχαίες – οι ντίλερ του εξωτερικού ξέρουν ακριβώς τι θέλει η αγορά. Αυτή τη στιγµή υπάρχει ζήτησηγια αρχαία νοµίσµατα, σουµερικά αγάλµατα,κυλίνδρους και σφηνοειδείς πινακίδες» εξηγεί και τονίζει: «Οι µεγάλοι πελάτες δεν είναι µόνον από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, αλλά και από την Ιαπωνία, τη Ρωσία και τελευταία και από τα κράτη του Κόλπου. Βαθύπλουτοι αγοραστές από τα Εµιράτα έχουν αρχίσει να δηµιουργούν µεγάλες συλλογές από κλεµµένες αρχαιότητες».
«∆εν µπόρεσα να µάθω πολλές πληροφορίες για τη λεηλασία στη Βεγγάζη. Αλλά οι πιο γνωστές αρχαιότητες της Λιβύης είναι της κλασικής εποχής και θα έχουν µεγάλο ενδιαφέρον για συλλέκτες ελληνικών και ρωµαϊκών αρχαίων. Ελπίζω οι Λίβυοι να τα είχαν καταλογογραφήσει µε φωτογραφίες, επειδή θα είναι πολύ δύσκολο να τα διεκδικήσουν χωρίς καλές εικόνες» µας λέει ο κ. Γκίµπσον.
Στην περίπτωση του Ιράκ οι πελάτες είναι ακόµη περισσότεροι, επειδή υπάρχει ευρύ φάσµα περιόδων που ενδιαφέρουν τους ιερόσυλους συλλέκτες: σουµερική, βαβυλωνιακή, ασσυριακή, περσική, ελληνιστική και ισλαµική.
Ο «Θησαυρός της Βεγγάζης» έμεινε κρυμμένος στα υπόγεια μιας τράπεζας από το 1961 όταν η Ιταλία, πρώην αποικιοκρατική δύναμη στη Λιβύη, τον επέστρεψε. Το γεγονός ότι τα νομίσματα είναι καταλογογραφημένα και φωτογραφημένα από παλιά δίνει ελπίδες ότι μπορεί να εντοπιστούν.
Στα ηλεκτρονικά αρχεία της Ιντερπόλ έχουν καταχωριστεί περισσότερα από 30.000 κλεμμένα αρχαία αντικείμενα. Περισσότερα από έξι δισ. δολάρια εκτιμά το FBI ότι αποφέρει διεθνώς η παράνομη διακίνηση αρχαιοτήτων.
Το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης, το Μουσείο Γκετί του Λος Αντζελες, το Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστώνης και το Μουσείο Μίχο της Ιαπωνίας υπήρξαν επί χρόνια αποδέκτες αρχαιοτήτων, αδιαφορώντας για την προέλευσή τους.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ