Την πρώτη του µετάφραση του την ανέθεσε ο Ευάγγελος Παπανούτσος. Ηταν η µετάφραση του Εγχειριδίου ιστορίας της φιλοσοφίας του Βίντελµπαντ, λίγο µετά τη Μεταπολίτευση. Τις δεκαετίες που ακολούθησαν ο Νίκος Μ. Σκουτερόπουλος µετέφρασε Νίτσε, Σοπενχάουερ, Χάινε, Χούσερλ, σοφιστές και κυνικούς, Επίκουρο, Επίκτητο και πολύ Πλάτωνα, δίνοντας πριν από µερικά χρόνια µια εξαιρετική συνολική µετάφραση της Πολιτείας (Πόλις, 2002).

Συγγραφείς, γερµανούς και αρχαίους, που ο καθένας τους αποτελεί µια ξεχωριστή περίπτωση για τον µεταφραστή, όπως ο ίδιος υποστηρίζει, και τους οποίους δίδασκε ως καθηγητής Φιλοσοφίας και Μετάφρασης στο Πανεπιστήµιο Αθηνών. Οι θεωρίες δεν προφυλάσσουν τον µεταφραστή, διατυπώνονται a posteriori, µας λέει, τονίζοντας ότι «το σηµαντικό είναι κάθε µετάφραση να βασίζεται σε µια συνολική ερµηνεία του µεταφραζόµενου κειµένου ως όλου. Μετάφραση που δεν στηρίζεται σε µια τέτοια ερµηνεία είναι τυφλή».

Για χρόνια θεωρούσε τη µετάφραση της Ιστορίας του Θουκυδίδη πολύ δύσκολο εγχείρηµα και το µετέθετε κάθε φορά για το µέλλον. Οταν το αποφάσισε, αφιέρωσε µία επταετία στον αθηναίο ιστορικό ετοιµάζοντας µια έκδοση φιλολογική µεν – η οποία στηρίζεται σε συστηµατική αποδελτίωση των σηµαντικότερων ερµηνευτικών υποµνηµάτων και της σύγχρονης βιβλιογραφίας για τον Θουκυδίδη – αλλά και χρηστική. Στην εισαγωγή του αναφέρει µε συντοµία όλα όσα είναι απαραίτητα και οι υποσηµειώσεις του γεφυρώνουν λιτά τη χρονική απόσταση που µας χωρίζει από το πρωτότυπο κείµενο. «Το κείµενο πρέπει να µιλάει από µόνο του» υποστηρίζει. Τον έχω απέναντί µου και σκέφτοµαι ότι η όψη του θυµίζει αόριστα τον Ντοστογέφσκι. Καθώς επιµένει µε ακλόνητη σχολαστικότητα σε συγκεκριµένες διατυπώσεις, απορώ πού κρύβεται το πάθος που αποτελεί εφόδιο ενός καλού µεταφραστή. Τον ρωτώ ευθέως. ∆εν θέλει να µιλήσει για τον εαυτό του, «εµείς δεν είµαστε σηµαντικοί, περνάµε από τη ζωή και φεύγουµε», λέει και, διευκρινίζοντας ότι δεν είναι µηδενιστής, προσθέτει: «Για εµάς πρέπει να µιλάει η δουλειά µας».

Χαµηλών τόνων και προσεκτικός σε όσα λέει, ξαφνικά αλλάζει, επεξηγεί µια φράση του µε ένα ανέκδοτο – off the record – και αφήνει τους συσχετισµούς του ιστορικού παρελθόντος µε το παρόν να προκύψουν καθαροί από τις χυµώδεις αφηγήσεις επεισοδίων της ξυγγραφής.

Πώς ήταν να ζείτε επτά χρόνια παρέα µε τον Θουκυδίδη, ήταν µεγάλη δέσµευση; τον ρωτώ. «Μου έκανε κέφι» απαντά χαµογελώντας µε απροσδόκητη σπιρτάδα, και αρχίζει – επιτέλους – να αχνοφέγγει κάποια απάντηση στην απορία µου.

– Τι σας παρακίνησε να ασχοληθείτε με τη μετάφραση της «Ιστορίας» του Θουκυδίδη;

«Θα πρέπει να γυρίσουµε πολλά χρόνια πίσω. Ο Θουκυδίδης µε εντυπωσίασε και µε συγκίνησε ως φοιτητή της Φιλοσοφικής στην Αθήνα στα µέσα της δεκαετίας του ‘50. Ισως αυτό να οφεί λεται και στην πολύ ζωντανή διδασκαλία του καθηγητή Ιωάννου Σταµατάκου, που σχεδόν πάντοτε περιλάµβανε στα µαθήµατά του και θεµατικές ενότητες από την “Ιστορίαν” του Θουκυδίδη. Τότε έπεσε ο σπόρος που έµελλε να βλαστήσει πολύ αργότερα».

– Αφιερωθήκατε στον Θουκυδίδη έπειτα από μια πολύχρονη πορεία στη μετάφραση φιλοσοφικών κειμένων. Το ιστορικό κείμενο απαιτεί μεγαλύτερη εμπειρία, αυξημένη ευαισθησία και προσοχή από τον μεταφραστή;

«Η µετάφραση κάθε κειµένου τέτοιων αξιώσεων προϋποθέτει ασφαλώς και τα στοιχεία που αναφέρατε. ∆εν νοµίζω όµως ότι οι προϋποθέσεις αυτές διαφοροποιούνται όταν αφορούν ειδικά τη µετάφραση ενός ιστορικού κειµένου».

– Σε ποιο κοινό απευθύνεται η νέα μετάφραση;

«Απευθύνεται στον µέσο αναγνώστη, στον οποίο θα συνιστούσα, προτού αρχίσει το διάβασµα της θουκυδίδειας ξυγγραφής, να αφιερώσει µερικά λεπτά στην ανάγνωση της πολύ σύντοµης – είναι περίπου 20 σελίδες – Εισαγωγής, όπου δίνεται το ιστορικό και το θεµατολογικό πλαίσιο του έργου».

– Η «Ιστορία» του Θουκυδίδη αποτελεί λόγω της σημασίας της υποχρεωτικό ανάγνωσμα στην εκπαίδευση. Πώς η ανάγνωση του κειμένου ενός ιστορικού που δεν θεωρείται ούτε τόσο απολαυστικός όσο ο Ηρόδοτος ούτε τόσο εύκολος όσο ο Ξενοφώντας μπορεί από τον καταναγκαστικό χαρακτήρα να περάσει στον ελεύθερο;

«Θίγετε ένα πολύ σοβαρό ζήτηµα. Προσωπικά πιστεύω ότι το στιβαρό κείµενο του Θουκυδίδη µπορεί να προκαλέσει το ενδιαφέρον νέων ανθρώπων περισσότερο από όσο το έργο του Ηροδότου ή η “Κύρου Ανάβασις” του Ξενοφώντα. Ωστόσο απαραίτητη προϋπόθεση για αυτό είναι η ύπαρξη δασκάλων οι οποίοι, πέρα από τις αυτάρκεις γνώσεις τους στο αντικείµενο, θα έχουν την ικανότητα να συγκινούν τους µαθητές µε το κείµενο που διδάσκουν – και κάτι τέτοιο είναι πάρα πολύ δύσκολο».

– Θα επιχειρούσατε να περιγράψετε την «Ιστορία» ως μυθιστόρημα με έντονη πολεμική δράση, δυνατούς χαρακτήρες και υψηλές ιδέες; Θα μπορούσε να διαβαστεί ως μυθιστόρημα;

«∆εν νοµίζω ότι θα το επιχειρούσα ποτέ αυτό ούτε και ότι η “Ιστορία” θα µπορούσε να διαβαστεί ως µυθιστόρηµα. Οσα γράφει ο Θουκυδίδης δεν έχουν βγει από την κάπνα του κεφαλιού ενός ανθρώπου, όπως θα έλεγε ο Νίτσε, αλλά είναι το αντιφέγγισµα µιας αιµάτινης πραγµατικότητας µέσα σε µια µεγάλη ψυχή».

– Ποια είναι τα πιο ελκυστικά τμήματα της αφήγησης απ’ όπου θα μπορούσε να ξεκινήσει τη γνωριμία του με τον Θουκυδίδη ο νέος αναγνώστης;

«Θα ξεχώριζα την περιγραφή του λοιµού, της µεγάλης επιδηµίας από µια αταύτιστη ως σήµερα νόσο που αποδεκάτισε τον πληθυσµό της Αθήνας ήδη στην αρχή του πολέµου και από την οποία προσβλήθηκε αλλά τελικά επέζησε και ο ίδιος ο Θουκυδίδης (Β 47, 1-54, 5). Τα “Κερκυραϊκά”, τον εµφύλιο πόλεµο στην Κέρκυρα (Γ 69, 1-85, 1) και ειδικότερα σε αυτή την ενότητα από το 80, 1 και µετά, όπου περιγράφονται οι φρικιαστικές ωµότητες που ακολούθησαν, οι ηθικές συνέπειές τους, και γίνεται η εντυπωσιακή “µεταξίωση των αξιών”. Ο διάλογος των Αθηναίων µε τους Μηλίους (Ε 84, 1-112). Η αναχώρηση του εκστρατευτικού σώµατος για τη Σικελία (Ζ 30, 1-32, 2). Και, φυσικά, η δηµηγορία του ∆ιοδότου στο Γ 42, 1-48, 1, ένα από τα σηµαντικότερα κλειδιά, κατά τη γνώµη µου, για την κατανόηση της ξυγγραφής. Είναι πολύ πιθανό, όπως έχει υποστηριχθεί και από σοβαρούς ερευνητές, ότι ο ∆ιόδοτος είναι persona του Θουκυδίδη και εκφράζει τις βαθύτερες σκέψεις του για την ανθρώπινη φύση».

– Η ιστορική αφήγηση του Θουκυδίδη εστιάζει στα πολεμικά γεγονότα και στις πολιτικές πράξεις, παραμερίζοντας (εκτός εξαιρέσεων) την αφήγηση του καθημερινού βίου και της ζωής των μαζών. Σε μια εποχή όπου η κοινωνική ιστορία ενδιαφέρει περισσότερο, μήπως η «Ιστορία» του Θουκυδίδη είναι ξεπερασμένη ως αφήγηση;

«Από την ιστορική αφήγηση του Θουκυδίδη, τις δηµηγορίες που ο ιστορικός διαπλέκει σε αυτήν, την ευαισθησία του να συλλαµβάνει δραµατικές λεπτοµέρειες των γεγονότων κ.ά., η κοινωνική κατάσταση µε τις διαστρωµατώσεις και τις δυναµικές της προβάλλεται ανάγλυφα µέσα στο έργο του. Η ξυγγραφή είναι ειδικά για την κοινωνική ιστορία ανεξάντλητη πηγή πολύτιµης γνώσης».

– Οπως μαρτυρεί η αδιάλειπτη διδασκαλία της σε σχολές Ιστορίας και Πολιτικών Επιστημών, η «Ιστορία» του Θουκυδίδη λειτουργούσε ως τώρα ως ερμηνευτικό εργαλείο για τη δική μας πραγματικότητα. Σε έναν κόσμο όμως ο οποίος δεν είναι πλέον διπολικός (Αθήνα – Σπάρτη, ΗΠΑ – Ρωσία κτλ.) αλλά πολυκεντρισμένος, μπορεί να επιτελεί τον ίδιο ρόλο;

«Οσο πολυκεντρισµένος και αν εµφανίζεται, ο σηµερινός κόσµος δεν παύει να είναι διπολικός. Οι δύο ευδιάκριτοι πόλοι του είναι από τη µια η ∆ύση, δηλαδή βασικά η ∆υτική Ευρώπη και οι ΗΠΑ, και από την άλλη η Ανατολή, σε κάποια εκδοχή της, όπως Κίνα και Ρωσία ή έστω µόνη της η Κίνα. Ετσι, δεν είναι τυχαίο ότι τις τελευταίες δεκαετίες η διδασκαλία του Θουκυδίδη αποτελεί µέρος του προγράµµατος σπουδών και της αµερικανικής Στρατιωτικής Ακαδηµίας του Γουέστ Πόιντ, αδιάλειπτα και εκεί».

Ο πόλεµος δείχνει την αγριότητα της ανθρώπινης φύσης


Πώς συμβάλλει η «Ιστορία» του Θουκυδίδη στην οικοδόμηση της δικής μας εθνικής ταυτότητας;

«Η συμβολή της θουκυδίδειας ξυγγραφής στην οικοδόμηση της εθνικής μας ταυτότητας είναι ιδιαίτερα χρήσιμη σήμερα από την άποψη της επισήμανσης αρνητικών πλευρών της εθνικής ιδιοσυστασίας μας» απαντά ο Ν. Μ. Σκουτερόπουλος, «όπως, για παράδειγμα, είναι η ευκολία με την οποία αναπτύσσονται εμφύλιες έριδες, οι εθνικοί διχασμοί και τα μίση, επίσης ο ατομισμός».

– Στη διάρκεια της μετάφρασης, από το καλοκαίρι του 2004, την εποχή της προολυμπιακής ευφορίας και της εθνικής αυτοπεποίθησης, ως την εποχή της κρίσης και της εθνικής ταπείνωσης, επηρέασαν τα γεγονότα της τρέχουσας ελληνικής συγκυρίας την ερμηνεία του κειμένου του Θουκυδίδη ή τον τόνο της μετάφρασης;

«Οχι, και ούτε νομίζω ότι θα μπορούσαν. Τα προσωπικά συναισθήματά μας, η πίκρα, η οργή για ό,τι βιώνουμε αυτόν τον καιρό της κρίσης και της εθνικής ταπείνωσης, όπως σωστά το λέτε, πιστεύω πως τις ώρες μιας τέτοιας προσπάθειας κάπως πρέπει να παραμερίζονται».

– Λεξιλογικές επιλογές όπως η λέξη «πρόσφυγες» (Β 52,2) προκαλούν όμως την εντύπωση ότι εισάγουν εμπειρίες της σύγχρονης πραγματικότητας στο αρχαίο κείμενο λειτουργώντας ως γέφυρες με το παρόν.

«Χρησιμοποίησα αυτή τη λέξη αποκλειστικά επειδή αποδίδει ακριβέστερα την κατάσταση του πληθυσμού της υπαίθρου ο οποίος είχε συγκεντρωθεί μέσα στην πόλη».

– Η ήττα της Αθήνας της «δημοκρατικής επανάστασης», της υλικής προόδου και της οικονομίας του εμπορίου από τη Σπάρτη, σε ένα κείμενο που φιλοδοξούσε ότι θα παρέμενε διαχρονικό εφόσον η ανθρώπινη φύση παραμένει ίδια, έχει προγνωστική αξία για την εποχή μας; Για την ήττα της δημοκρατίας και της καπιταλιστικής ελεύθερης αγοράς;

«Η προγνωστική αξία της Ιστορίας έγκειται στην πεποίθηση του Θουκυδίδη πως όταν δύο πανίσχυρες δυνάμεις στέκονται αντιμέτωπες η μία απέναντι στην άλλη και γίνεται φανερό ότι ο χρόνος εργάζεται υπέρ της μιας από αυτές, η αντίπαλη δύναμη αναγκαστικά πρέπει να επιτεθεί. Διότι όρος απαραίτητος για την επιβίωσή της είναι η συντριβή της άλλης. Ετσι στον Πελοποννησιακό Πόλεμο η Σπάρτη αναγκαστικά επιτέθηκε στην Αθήνα όταν διέγνωσε ότι με την υπεροχή των Αθηναίων στη θάλασσα η ίδια αργά ή γρήγορα θα υπέκυπτε.

Σε καμία περίπτωση ο Θουκυδίδης δεν κάνει προβλέψεις για το ποια πλευρά θα είναι νομοτελειακά η νικήτρια: η “προοδευτική”, η “συντηρητική” ή δεν ξέρω ποια άλλη. Εξάλλου τονίζει τον καθοριστικό ρόλο που ανά πάσα στιγμή μπορεί να παίξει ο παράγοντας της τύχης, όπως συνέβη με τον λοιμό το 430 π.Χ. στην Αθήνα. Και συγχρόνως προειδοποιεί ότι, αν φθάσουν τα πράγματα στην τελική σύγκρουση και στον πόλεμο, θα συμβούν οι ίδιες αγριότητες με την ίδια ωμότητα, γιατί η φύση του ανθρώπου παραμένει πάντα απαράλλαχτα η ίδια».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ