Ο πόλεμος έφτανε πια στο τέλος του, μα όχι για όλους: αν και πολέμησαν από πολύ νωρίς, οι Ελληνες δεν έμελε να ζήσουν την ημέρα της λύτρωσης όπως οι άλλοι Ευρωπαίοι. Ενας άλλος, μοναδικός αυτή τη φορά πόλεμος, ετοιμαζόταν στην Ελλάδα: σαν και σήμερα, στις 15 Οκτωβρίου 1944, μόλις τρεις ημέρες μετά την αποχώρηση των κατακτητών από την Αθήνα, ο Βρετανός στρατηγός Σκόμπι αποβιβαζόταν στην Ελλάδα επικεφαλής αγγλικών στρατευμάτων, όπου δεν υπήρχαν πια Γερμανοί να πολεμήσει. Υπήρχαν όμως Ελληνες: ο Εμφύλιος Πόλεμος προετοιμαζόταν.
Από ένα παράξενο παιγνίδι της ιστορίας, πέρασαν ακριβώς πέντε χρόνια από εκείνη τη μέρα μέχρι που, στις 15 Οκτωβρίου, του 1949 πια, ανακοινώθηκε από τη Δημοκρατική Κυβέρνηση το τέλος των επιχειρήσεων του Δημοκρατικού Στρατού.
Αυτά τα πέντε χρόνια, τα χειρότερα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, όχι μόνον είχαν κοστίσει στον τόπο περισσότερους από 50.000 νεκρούς και αμέτρητους σακατεμένους, αλλά τον είχαν διχάσει βαθιά όσο ποτέ.
Τα φοβερά σημάδια εκείνου του πολέμου έμειναν ζωντανά για δεκαετίες και προσδιόρισαν καθοριστικά τη μοίρα αυτού του τόπου.
Τόσα χρόνια, η Ελλάδα, πάσχιζε να τα ξεχάσει.
Σήμερα, πρέπει να τα ξαναθυμηθεί.
Αλλά τι πρέπει να θυμηθεί; Όχι βέβαια το ποιος φταίει – ποιος δεν φταίει. Ούτε το πώς και το γιατί όλων αυτών των τραγικών που έζησε ο τόπος. Αυτά, πρέπει να ξεχαστούν και να θαφτούν βαθιά. Σα να μην υπήρξαν ποτέ.
Εκείνο που πρέπει να θυμηθεί, είναι το πόσο ακριβά πλήρωσε εκείνη τη σύγκρουση.
Πρέπει να θυμηθεί για να καταλάβει ότι το χειρότερο που μπορεί να τη βρει, δεν είναι ούτε η πτώχευση, ούτε η έξοδος από το ευρώ, ούτε τίποτα απ’ όλα αυτά.
Πρέπει να θυμηθεί τι έζησε για να μην αφήσει ούτε χαραμάδα διχασμού να γεννηθεί.
Η μοίρα μας είναι κοινή.
Ο μόνος τρόπος να περάσουμε μέσα από αυτό το βαθύ μαύρο ποτάμι που έχουμε μπροστά μας είναι η ενότητα και η αλληλεγγύη.
Δεξιοί και αριστεροί, κυβερνητικοί και αντικυβερνητικοί, δημόσιοι υπάλληλοι ή ιδιωτικοί, άνεργοι ή επιχειρηματίες, μνημονιακοί ή αντιμνημονιακοί, στα χωριά ή στις πόλεις, έχουμε κοινή μοίρα: τη μοίρα της Ελλάδας. Είναι η μοίρα όλων μας.
Τον τελευταίο καιρό, η διαρκώς αυξανόμενη πίεση των γεγονότων δείχνει να γεννά τάσεις αλληλοκατηγορίας σε διάφορες ομάδες του ίδιου κοινωνικού σώματος.
Δεν είναι απλώς λάθος, είναι μια συνταγή θανάτου.
Σήμερα, όποιος υποδαυλίζει τέτοιες τάσεις και ξυπνά τέτοια αντανακλαστικά, απ’ όποια πλευρά κι αν το κάνει, είναι ο χειρότερος εχθρός της Ελλάδας και των Ελλήνων, αυτής της γενιάς κι όσων έρχονται μετά.
Οι πολιτικές ηγεσίες έκαναν ότι έκαναν και θα κριθούν. Το σύστημα που έχει τεράστια ευθύνη για το γεγονός ότι φτάσαμε ως εδώ που φτάσαμε, θα το κρίνει κάθε πολίτης χωριστά κι όλοι μαζί όπως η δημοκρατία ορίζει, συντεταγμένα στις κάλπες.
Θα είναι το έσχατο έγκλημα αυτή η κρίση του λαού για τις ηγεσίες του να ποτίσει, με οποιονδήποτε τρόπο, και το λαό μέσα του. Να τον διχάσει.
Να τον οδηγήσει σε απώλεια πίστης στη δημοκρατία. Να του υποβάλλει την ιδέα έμπρακτης αμφισβήτησης ή υπέρβασής της.
Κι έτσι, τελικά, πολύ γρήγορα και νομοτελειακά να τον στρέψει σε αλληλοκατηγορίες που, πάνω στο ακανθώδες υπόστρωμα των τόσο δύσκολων καιρών, θα μετεξελιχθούν σε μίσος που θα φέρει τις πιο μαύρες μέρες για τον τόπο.
Οσοι ψέγουν, και δικαίως, το πολιτικό σύστημα, για τη νέα ελληνική τραγωδία, ας το σκεφτούν καλά κι ας το βάλουν βαθιά στο μυαλό τους: αν ο λαός διχαστεί, τότε θα είναι η πιο αδιανόητη τραγωδία που θα έχει φέρει αυτό το σύστημα.
Ας το τιμωρήσουν συντεταγμένα. Κι ας τιμωρήσουν αυτό, όχι τον διπλανό τους.
Οι πολύ δύσκολες μέρες κάνουν πολύ εύφορο το έδαφος του μίσους.
Το πρώτιστο καθήκον όλων μας, είναι να μην το αφήσουμε να ριζώσει. Τα κλαδιά του θα μας πνίξουν κι εμάς και τα παιδιά μας.
Αν έχουμε σήμερα μια ευθύνη πάνω από κάθε άλλη, είναι αυτή.
Εκείνη την παλιά μοίρα της Ελλάδας, να μην την ξαναζήσουμε, όσο δυνατά κι αν έρθει να μας χτυπήσει την πόρτα, με όποιο πρόσωπο ή προσωπείο κι αν εμφανιστεί.