«Υπάρχει καθόλου νερό;» ρωτάει ο Πολ Τζιαμάτι, και το πρώτο πράγμα που αντιλαμβάνομαι από τη φωνή του είναι ότι, όπως και στις ταινίες του, ο αμερικανός ηθοποιός μιλάει ψιθυριστά, σχεδόν συνωμοτικά, λες και κάτι τον απασχολεί. Καταλαβαίνω επίσης ότι (και πάλι όπως στις ταινίες του) ο Τζιαμάτι ανήκει στους ανθρώπους που ιδρώνουν εύκολα και συνηθίζουν να «σπάζουν» ή να αρχίζουν τις προτάσεις τους με κάτι ακαθόριστους, μακρόσυρτους ήχους, οι οποίοι θυμίζουν άλλοτε λαχάνιασμα, άλλοτε ανακούφιση και άλλοτε δυσφορία. «Ααα…». «Μμμ…». «Ουφ…». «Ουάου…».

Σύντομα αντιλαμβάνομαι ότι ενώ ο Τζιαμάτι έχει μια έμφυτη ντροπαλότητα και βγάζει ήχους προτού μιλήσει δεν κάνει καμία προσπάθεια για να κρύψει πράγματα που νιώθει μέσα του. Οταν αρκετά αργότερα αναφέρθηκε στον πουριτανισμό του αμερικανικού τρόπου ζωής, ήξερε καλά τι έλεγε. Είναι παράξενη φάτσα, στρογγυλή και κατακόκκινη, γουρλώνει υπερβολικά τα μάτια του και με το συχνό σμίξιμο των φρυδιών συχνά περνά μια έκφραση καχυποψίας. Αν το θελήσει, μπορεί να γίνει ευχάριστος και διασκεδαστικός, αλλά μονίμως θα είναι στρεσαρισμένος, λες και δεν κάθεται καλά στην καρέκλα ή πρέπει να κοπιάσει για να νιώσει λίγο άνετα.

Καθόμαστε στο Movie Star Lounge του ξενοδοχείου Excelsior στο Λίντο της Βενετίας και ακόμη και το ντύσιμό του δείχνει ασφυκτικό. Το κατάλευκο πουκάμισο σε συνδυασμό με το καφέ κοστούμι του μοιάζουν με στολή. Ο ηθοποιός έχει τα κιλά του, αλλά δείχνει ακόμη πιο παχύς εξαιτίας του στενού κοστουμιού, την ώρα που στη Βενετία τα τζιτζίκια κάνουν πάρτι και η αφόρητη υγρασία είναι ο χειρότερος εχθρός όλων.

{{{ moto }}}

Η κουβέντα σύντομα στρέφεται προς την τελευταία του ταινία, «Αι Ειδοί του Μαρτίου», τέταρτη σκηνοθετική δουλειά του Τζορτζ Κλούνεϊ, στην οποία ο Πολ Τζιαμάτι μαζί με τον Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν παίζουν πάνω-κάτω τους ίδιους ρόλους, μικρούς αλλά χαρακτηριστικούς, δίπλα στον Τζορτζ Κλούνεϊ και στον Ράιαν Γκόσλινγκ που πρωταγωνιστούν. Ο Τζιαμάτι και ο Χόφμαν, δύο από τους πιο χαρακτηριστικούς καρατερίστες του σύγχρονου αμερικανικού κινηματογράφου (παρά τα μικρά ξεπετάγματά τους σε πρωταγωνιστικούς ρόλους), υποδύονται τους αρχισυμβούλους αντίπαλων πολιτικών σε μια προεκλογική εκστρατεία που στόχο έχει τη μεγάλη καρέκλα στον Λευκό Οίκο.

«Νομίζω ότι με έναν πολύ διεστραμμένο τρόπο ο μακιαβελικός ήρωας που παίζω σε αυτήν την ταινία έχει πλάκα, γιατί ο τύπος γουστάρει πραγματικά αυτό που κάνει, βυθισμένος στις συνωμοσίες και στα χτυπήματα κάτω από τη μέση» λέει ο Τζιαμάτι. «Θα πρέπει η αδρεναλίνη σου να χτυπάει κόκκινο όταν βρίσκεσαι σε θέση να ορίζεις το μέλλον μιας χώρας χωρίς να σε βλέπουν. Ή να χάσεις τα πάντα από το παραμικρό λάθος. Δεν θα μπορούσα ποτέ να λειτουργήσω κατ’ αυτόν τον τρόπο και για μένα η μόνη μέθοδος για να υποδυθείς σωστά έναν τέτοιο άνθρωπο είναι να το διασκεδάσεις».

Το νερό του έρχεται. Από την υπέρτατη ευγένειά του, ο Τζιαμάτι σηκώνεται αμυδρά από το κάθισμα και άθελά του υποκλίνεται την ώρα που ευχαριστεί την υπεύθυνη. Ξανακάθεται και πίνει μια γουλιά συνεχίζοντας από εκεί που είχε σταματήσει. «Οσο διασκεδαστικός βέβαια είναι ο μακιαβελικός κόσμος της πολιτικής και του παρασκηνίου της άλλο τόσο κρούει τον κώδωνα του κινδύνου όταν ξέρεις τι σόι άνθρωποι είναι τελικά αυτοί που καθοδηγούν μια χώρα παίζοντας τόσο επικίνδυνα παιχνίδια. Και, πιστέψτε με, στην Αμερική έτσι ακριβώς συμβαίνει αυτήν την εποχή».

Ξαφνικά ο Τζιαμάτι μεταπηδά στην ηθική διάσταση της ταινίας του Κλούνεϊ και μιλάει για τη μάστιγα του «επικίνδυνου πουριτανισμού» που βρίσκεται βαθιά μέσα στα σωθικά και στα θεμέλια της Αμερικής. «Ο πουριτανισμός, που ποτέ δεν σταμάτησε να είναι κομμάτι της αμερικανικής κουλτούρας, σήμερα έχει ξεσαλώσει τελείως» λέει ο ηθοποιός. «Αν το καλοσκεφτούμε, από πού νομίζετε ότι θα δούμε να ξεκινά η Ιστορία αυτής της χώρας; Από ένα μάτσο πουριτανούς που σκότωναν Ινδιάνους και έκαιγαν μάγισσες!».

Χωρίς όλα αυτά να σημαίνουν βέβαια ότι δεν του άρεσε που βρέθηκε για λίγο στο απρόσιτο (και δυσνόητο) σύμπαν της πολιτικής. Ακόμη περισσότερο όμως του άρεσε που αυτήν τη φορά ο ήρωάς του στην ταινία «Αι Ειδοί του Μαρτίου», κατά κάποιον τρόπο, βγαίνει στο τέλος κερδισμένος. «Να κάτι καινούργιο για μένα και μπορώ να πω ανανεωτικό!» συνεχίζει χαμογελώντας ο 43χρονος Τζιαμάτι. «Δεν υποδύομαι συχνά τύπους που παίρνουν στο τέλος το κορίτσι, ή νικούν…».

Ακούγοντάς τον, θυμάμαι τον αστυνομικό επιθεωρητή στον «Μάγο Αϊζενχάιμ», που θαύμαζε αλλά και ζήλευε τον ευφυή Εντουαρντ Νόρτον, θυμάμαι τον κομπλεξικό σκιτσογράφο Χάρβεϊ Πέκαρ, τον οποίο υποδύθηκε στο «American Splendor», και βέβαια θυμάμαι τον ήρωά του στο «Πλαγίως» του Αλεξάντερ Πέιν, όπου ο Τζιαμάτι ήταν ο έξυπνος ασχημούλης που μονίμως βρισκόταν δεύτερος δίπλα στον άδειο αλλά ομορφάντρα Τόμας Χέιντεν Τσερτς. Θυμάμαι και τις τόσο γνωστές ταινίες στις οποίες ο Τζιαμάτι ήταν μέσα, αλλά ουδείς το θυμάται: «The Truman Show», «Η διάσωση του στρατιώτη Ράιαν», «Οριακές διαπραγματεύσεις», «Ο πλανήτης των πιθήκων» (του Τιμ Μπάρτον).

Για να χρησιμοποιήσω τα δικά του λεγόμενα, στην προσωπική του ζωή ο Πολ Τζιαμάτι δεν παρακολουθεί την πολιτική «με τον ζήλο που θα όφειλα. Οπως συμβαίνει με πολλούς συμπατριώτες μου, το ενδιαφέρον που δείχνω είναι κυρίως επιδερμικό, έχει να κάνει μάλλον με τους μηχανισμούς της πολιτικής και το δράμα που εξελίσσεται στα πρόσωπα των πολιτικών και που βλακωδώς βρίσκω πιο ενδιαφέρον απ’ ό,τι τα ίδια τα θέματα της πολιτικής. Η πολιτική είναι υποκριτική, μια performance, και ως ηθοποιό με εξιτάρει κάθε performance – είτε είναι καλή είτε όχι. Ορισμένες φορές νομίζω ότι θα πρέπει να έχεις και κάποια παθολογία για να ασχοληθείς επαγγελματικά με την πολιτική. Αυτό που θα όφειλα να κάνω όμως είναι να ακολουθώ τα θέματα με περισσότερο ζήλο».

Ενα μέρος της χαράς που δίνει στον Πολ Τζιαμάτι το επάγγελμά του είναι η αποπλάνηση. «Η υποκριτική είναι ένα παιχνίδι απατεώνων, ένα τσίρκο, ένας θίασος τσαρλατάνων» λέει. «Δεν αντιμετώπισα ποτέ την υποκριτική ως αξιοπρεπές επάγγελμα και νομίζω ότι για αυτόν ακριβώς τον λόγο μού αρέσει. Ποτέ δεν πίστεψα ότι παίζοντας έναν ρόλο σώζω την ανθρωπότητα. Αντιθέτως, είμαι βέβαιος ότι κοροϊδεύω την ανθρωπότητα. Βγάζω λεφτά εξαπατώντας τον κόσμο, παίζοντας κάτι που δεν είμαι. Και αυτό έχει πλάκα. Εχει πλάκα να μπορείς να συμπεριφέρεσαι απρεπώς επειδή είσαι ηθοποιός!» λέει χαχανίζοντας με ένα εντελώς παιδικό βλέμμα, σαν να χαίρεται που τα έχει καταφέρει τόσο καλά.

Σήμερα, βέβαια, ο Πολ Εντουαρντ Βάλενταϊν Τζιαμάτι, όπως είναι το πλήρες όνομά του, έχει την πολυτέλεια να τα λέει όλα αυτά χαμογελώντας. Αν τον ρωτούσαμε πριν από 10-15 χρόνια για τη δουλειά του, ίσως να μην ακουγόταν και τόσο ευχάριστος. Το παραδέχεται άλλωστε και ο ίδιος. «Η απόρριψη στο επάγγελμά μου με είχε τσακίσει και οι αντιδράσεις μου ήταν ενός οργισμένου ανθρώπου» λέει, εξαιρώντας το γεγονός ότι ήταν όλως παραδόξως ο μόνος ηθοποιός του «Πλαγίως» που δεν προτάθηκε για Οσκαρ, ενώ θα έπρεπε. «Αυτό δεν με ενόχλησε, γιατί για εμένα το γεγονός και μόνο ότι βρισκόμουν μέσα σε αυτήν την ταινία ήταν ένα βραβείο. Και το γεγονός ότι ο κόσμος πραγματικά αγάπησε αυτήν την ταινία ήταν ένα ακόμη βραβείο».

Σήμερα ο Τζιαμάτι δεν έχει κανένα παράπονο. Τουναντίον, βρίσκεται στο σημείο να διαβάζει σενάρια και να λέει: «ΟK, αυτό θα το κάνω τώρα ή εκείνο θα το κάνω αργότερα». Αλλά σήμερα σκέφτεται επίσης ότι τα παλαιότερα χρόνια, όταν τον εξόργιζε η απόρριψη, ίσως όντως να λειτουργούσε ανόητα. Οπως επίσης σκέφτεται συχνά, ακόμη και σήμερα, ότι ίσως θα έπρεπε να είχε κάνει κάτι «με μεγαλύτερο νόημα» στη ζωή του από το να βρίσκεται στο τσίρκο. «Προφανώς δεν υπήρχε κάτι άλλο που θα μπορούσα να κάνω» καταλήγει με μελαγχολικό χαμόγελο.

Τον ρωτώ ποια δουλειά θα μπορούσε να έχει για εκείνον μεγαλύτερο νόημα. Αρχίζει να αναφέρει διάφορα επαγγέλματα: δάσκαλος, αστυνομικός, γιατρός. «Είναι επαγγέλματα με τα οποία, αν πραγματικά το θες, μπορείς να προσφέρεις κάτι σε έναν κόσμο που έχει παραπάνω από αρκετούς διεφθαρμένους αστυνομικούς, παραπάνω από αρκετούς κακούς δασκάλους και παραπάνω από αρκετούς λοξούς γιατρούς».

Ακόμη και σήμερα, ο Πολ Τζιαμάτι, που γεννήθηκε στο Νιου Χέιβεν του Κονέκτικατ στις 6 Ιουνίου του 1967, δεν ξέρει πώς ακριβώς αποφάσισε να γίνει ηθοποιός. Η ιστορία που λέει έχει να κάνει με το ότι τον επέλεξαν κάποια στιγμή ως αντικαταστάτη για ένα σχολικό θεατρικό και από εκεί που δεν είχε καμία επαφή με το θέατρο άρχισε σιγά σιγά να του αρέσει. «Αλλά να γίνω ηθοποιός; Δεν το σκέφτηκα ποτέ. Ο,τι έκανα, είτε στο γυμνάσιο είτε στο κολέγιο, γινόταν παράλληλα με τα μαθήματά μου, όχι ως σκοπός ούτε καν ως χόμπι. Ενώ δεν ήξερα τι στο διάβολο θα έκανα στη ζωή μου (σπούδασε αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ), ποτέ δεν μου πέρασε από το μυαλό ότι θα έκανα αυτό! Ηταν απλώς κάτι παράλληλο που κατά περίεργο τρόπο εμφανιζόταν διαρκώς μπροστά μου».

Κάποια στιγμή ο Τζιαμάτι βρέθηκε στο Σιάτλ της Πολιτείας της Ουάσιγκτον – και πάλι χωρίς να ξέρει τι θα κάνει με τη ζωή του. «Σκεφτόμουν δεκάδες πράγματα να κάνω, αλλά και πάλι κάπως βρέθηκα στα θεατρικά, και αν τα συνέχισα ήταν επειδή πραγματικά μου άρεσαν». Τότε, κάποιος ατζέντης τον πλησίασε και του είπε ότι πρέπει να αποκτήσει ατζέντη. «Ναι, ΟΚ» απάντησε ο Τζιαμάτι. «Αν μπορώ τελικά να βγάλω χρήματα από κάτι που αγαπώ τόσο πολύ, ας τα βγάλω από εκεί. Με άλλα λόγια, άρπαξα την ευκαιρία που δεν επιδίωξα ποτέ και με τη βοήθεια της τύχης μπορώ να πω σήμερα ότι τα έχω καταφέρει».

Η ταινία «Αι Ειδοί του Μαρτίου» σε σκηνοθεσία του Τζορτζ Κλούνεϊ προβάλλεται στα σινεμά από Πέμπτη 13 Οκτωβρίου.

* Αυτή η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜagazino στις 25 Σεπτεμβρίου 2011.