Ομάδα ερευνητών από τη Μ.Βρετανία ξεκινά αυτή την εβδομάδα το ταξίδι για τον μεγαλύτερο παγετώνα της Δυτικής Ανταρκτικής στο υπέδαφος του οποίου υπάρχει μια μεγάλη λίμνη. Οι ερευνητές θα προσπαθήσουν να τρυπήσουν τον παγετώνα και να την προσεγγίσουν.

Η λίμνη Έλσγουορθ βρίσκεται σε βάθος τριών χιλιομέτρων και οι επιστήμονες ευελπιστούν ότι θα καταφέρουν να φτάσουν σε αυτή και να βρουν στοιχεία που θα τους βοηθήσουν να κατανοήσουν τις κλιματικές αλλαγές στον πλανήτη.

Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει και η πιθανότητα να εντοπιστούν κάποιες μορφές ζωής που κατάφεραν να επιβιώσουν σε αυτό το απομονωμένο και παγωμένο περιβάλλον.

Η αποστολή

Την ερευνητική ομάδα αποτελούν επιστήμονες βρετανικών πανεπιστημίων και χρηματοδοτείται από το Συμβούλιο Ερευνών για το Φυσικό Περιβάλλον της Μ.Βρετανίας. Οι ερευνητές αναμένεται να φτάσουν σε λίγες μέρες σε μια περιοχή του μεγαλύτερου παγετώνα της Δυτικής Ανταρκτικής κάτω από την οποία βρίσκεται η λίμνη Έλσγουορθ.
Οι ερευνητές έχουν ήδη κάνει τις απαραίτητες προεργασίες στο σημείο της γεώτρησης και επιστρέφουν εκεί μεταφέροντας ειδικά σχεδιασμένο για την συγκεκριμένη αποστολή εξοπλισμό που έχει συνολικό βάρος 70 τόνους. Με αυτόν θα προσπαθήσουν να τρυπήσουν τον παγετώνα και να προσεγγίσουν τη λίμνη που βρίσκεται σε βάθος τριών χιλιομέτρων.

Η λίμνη

Σύμφωνα με τους ειδικούς η λίμνη Έλσγουορθ «θάφτηκε» πολλές φορές κάτω από τους πάγους. Η τελευταία φορά που έγινε αυτό υπολογίζεται ότι ήταν πριν από τουλάχιστον 125 χιλιάδες έτη, ίσως όμως και πολύ πιο πριν, πιθανώς πριν από ένα εκατομμύριο έτη.

Η λίμνη έχει μήκος δέκα χλμ και πλάτος 2-3 χλμ , έκταση παρόμοια με εκείνη της μεγαλύτερης λίμνης της Αγγλίας. Το νερό της λίμνης δεν πάγωσε και διατηρήθηκε σε υγρή κατάσταση εξαιτίας γεωθερμικής θερμότητας που προέρχεται από το εσωτερικό της Γης. Η χαρτογράφηση της έγινε με ειδικά ραντάρ αλλά και σεισμολογικές μεθόδους οι οποίες έδειξαν ότι ο πυθμένας της είναι μαλακός.

Η διείσδυση

Οι ερευνητές θα προσπαθήσουν να διεισδύσουν στο παχύ στρώμα πάγου χρησιμοποιώντας ένα πελώριο σωλήνα ο οποίος σε πλήρη έκταση έχει μήκος 3.2 χλμ και στη βάση του οποίου είναι τοποθετημένο ένα σύστημα παροχής βραστού νερού.

Στην πραγματικότητα οι ερευνητές δεν θα τρυπούν τον πάγο αλλά θα τον λιώνουν και θα τον φιλτράρουν για να διεισδύσουν στο εσωτερικό του. Οι ερευνητές υπολογίζουν ότι θα χρειαστούν ενενήντα χιλιάδες λίτρα νερού για να καταφέρουν να φτάσουν στην λίμνη.

Όταν το καταφέρουν θα συλλέξουν δείγματα νερού και ιζημάτων, η μελέτη και ανάλυση των οποίων θα τους αποκαλύψει σημαντικά κλιματικά στοιχεία που θα βοηθήσουν στο να γίνουν ακριβέστερες προβλέψεις για τις κλιματικές μεταβολές στον πλανήτη στο κοντινό και απώτερο μέλλον.

«Παγωμένη» ζωή, εξωγήινη ζωή

Εξαιρετικά σημαντική βέβαια θα είναι και η ενδεχόμενη ανακάλυψη κάποιων μορφών ζωής οι οποίες έχουν ίσως καταφέρει να επιβιώσουν σε αυτό το περιβάλλον. Η ανακάλυψη μορφών ζωής θα άνοιγε νέα πεδία γνώσης τόσο για τη ζωή στην Γη αλλά και για την εξέλιξή της σε εξωγήινους κόσμους όπου επικρατούν ακραίες συνθήκες που θεωρητικά δεν ευνοούν την ανάπτυξη ζωής.

Μια τέτοια ανακάλυψη επίσης θα δημιουργούσε προσδοκίες για την ύπαρξη ζωής σε ανάλογες περιοχές του ηλιακού μας συστήματος όπως στους δορυφόρους του Δία και του Κρόνου (Ευρώπη, Εγκέλαδο) κάτω από την παγωμένη επιφάνεια των οποίων πιθανολογείται η ύπαρξη ωκεανών.

«Οποιαδήποτε μορφή ζωής ανακαλύψουμε στην λίμνη θα είναι μορφή ζωής την οποία δεν γνωρίζουμε. Πιθανολογούμε ότι θα υπάρχουν στην λίμνη κάποιοι ιοί, ορισμένα βακτήρια, κάποιοι μονοκύτταροι οργανισμοί ίσως και μύκητες. Αν πάλι δεν εντοπιστεί κανένα ίχνος ζωής θα είναι επίσης ιδιαίτερα ενδιαφέρον αφού θα μπορούμε να καθορίσουμε ποιες είναι οι συνθήκες κάτω από τις οποίες δεν μπορεί να ευδοκιμήσει η ζωή» αναφέρει ο Μάρτιν Σίγκερτ, καθηγητής του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου που είναι επικεφαλής της αποστολής.

Ο κίνδυνος

Στην Ανταρκτική υπολογίζεται ότι υπάρχουν περίπου 390 υπόγειες λίμνες και ορισμένες από αυτές αποτελούν στόχο ερευνητικών αποστολών αλλά ακόμη δεν έχει επιτευχθεί η προσέγγισή τους. Πάντως πολλοί ειδικοί έχουν εκφράσει τις ανησυχίες τους για αυτές τις αποστολές αφού εκτιμούν ότι μετά από τόσο μεγάλο διάστημα απομόνωσης στις υπόγειες λίμνες έχουν δημιουργηθεί αυτόνομα οικοσυστήματα τα οποία ενδέχεται να μολυνθούν και να καταστραφούν όταν έρθουν σε επαφή με εξωτερικούς παράγοντες όπως ο αέρας, ο ήλιος, ο άνθρωπος, μηχανήματα κλπ.