Η Τελευταία Ευκαιρία

Διαβάζοντας το «Αφήγημα της Κρίσης» του Παύλου Παπαδόπουλου στο Βήμα της Κυριακής θυμήθηκα το γνωστό πείραμα με τον βάτραχο και την κατσαρόλα (όταν ρίξουμε τον βάτραχο μέσα σε καυτό νερό, τότε θα πηδήξει έξω, ενώ όταν τον ρίξουμε μέσα σε κρύο νερό αλλά ανάψουμε το μάτι τότε ο βάτραχος θα βράσει). Το συγκεκριμένο ρεπορτάζ δεν μας είπε κάτι που δεν γνωρίζαμε (ή τουλάχιστον που δεν υποπτευόμασταν ήδη) – για τα κίνητρα και τις ικανότητες των ηγετών μας, για τις χαμένες ευκαιρίες, για τις ευθύνες μας ως ψηφοφόροι και πελάτες του συστήματος. Εάν όμως πριν από μερικά χρόνια κάποιος μας παρουσιάζε το μέλλον με τον ξεκάθαρο και λιτό τρόπο αυτού του ρεπορτάζ, είναι σίγουρο ότι θα αντιδρούσαμε διαφορετικά.

Διαβάζοντας το «Αφήγημα της Κρίσης» του Παύλου Παπαδόπουλου στο Βήμα της Κυριακής θυμήθηκα το γνωστό πείραμα με τον βάτραχο και την κατσαρόλα (όταν ρίξουμε τον βάτραχο μέσα σε καυτό νερό, τότε θα πηδήξει έξω, ενώ όταν τον ρίξουμε μέσα σε κρύο νερό αλλά ανάψουμε το μάτι τότε ο βάτραχος θα βράσει). Το συγκεκριμένο ρεπορτάζ δεν μας είπε κάτι που δεν γνωρίζαμε (ή τουλάχιστον που δεν υποπτευόμασταν ήδη) – για τα κίνητρα και τις ικανότητες των ηγετών μας, για τις χαμένες ευκαιρίες, για τις ευθύνες μας ως ψηφοφόροι και πελάτες του συστήματος. Εάν όμως πριν από μερικά χρόνια κάποιος μας παρουσιάζε το μέλλον με τον ξεκάθαρο και λιτό τρόπο αυτού του ρεπορτάζ, είναι σίγουρο ότι θα αντιδρούσαμε διαφορετικά. Μετά όμως από δύο και πλέον χρόνια καθημερινής σαπουνόπερας με στοιχεία αρχαίας τραγωδίας, είτε έχουμε αναπτύξει αντοχές, είτε έχουμε κουραστεί και έχουμε παραλύσει τελείως. Το νερό ήδη βράζει αλλά, σαν τον βάτραχο του πειράματος, δεν ξέρουμε πως να πηδήξουμε έξω από την κατσαρόλα.

Το Κυριακάτικο δείπνο Μέρκελ-Σαρκοζί θυμίζει συμβούλια του 19ου (αλλά και του 20ου) αιώνα στα οποία οι Μεγάλες Δυνάμεις αποφάσιζαν για τις τύχες των Ελλήνων – τις περισσότερες φορές ερήμην τους, εκτός από τις λίγες εκείνες φορές που υπήρχε ένας Καποδίστριας ή ένας Βενιζέλος για να εκπροσωπήσει το εθνικό συμφέρον με γνώση του πώς λαμβάνονται οι αποφάσεις και του πώς η Ελλάδα μπορεί να συγκεράσει τα δικά της συμφέροντα με αυτά των ισχυρών.

Εάν η απουσία της Ελλάδας από εκείνα τα σημαντικά συμβούλια οφειλόταν στην έλλειψη δομών του νεοσύστατου κράτους, αυτή τη φορά τη συνολική ευθύνη για την παραχώρηση της εθνικής κυριαρχίας την έχουμε εμείς. Σταδιακά και μεθοδικά τα τελευταία επτά χρόνια, μόνοι μας απεμπολήσαμε τα κεκτημένα της μεταπολίτευσης και ειδικά της οκταετίας 1996-2004 που μας είχαν θέσει συμμετόχους στα κέντρα λήψης των αποφάσεων. Ξανά και ξανά (2001, 2004, 2007, 2009) τόσο οι πολιτικοί, όσο και οι πολίτες, επιλέξαμε τον δρόμο της «ήπιας» (βλέπε: μη) προσαρμογής, είτε επρόκειτο για το ασφαλιστικό, είτε για το χρέος. Το πλέον τραγικό είναι ότι ακόμα και την ύστατη αυτή στιγμή μοιάζει πιο λογικό να εμπιστευτούμε τις τύχες μας στα χέρια των ξένων ηγετών (οι οποίοι ενδιαφέρονται κυρίως και προφανώς για τα δικά τους συμφέροντα αλλά ίσως έχουν και κάποια τελευταία συναισθήματα Ευρωπαϊκής αλληλεγγύης), απ’ότι στα χέρια των δικών μας ηγετών. Μοιάζουν περισσότερες οι πιθανότητες να βρεθεί μια ρεαλιστική και βιώσιμη λύση από τους τεχνοκράτες των Βρυξελλών, απ’οτι από ένα σύστημα διακυβέρνησης το οποίο είναι εντελώς αποδιαρθρωμένο.

Ωστόσο ακόμα και την ύστατη αυτή ώρα, υπάρχει ακόμα λίγος χρόνος για μια τελευταία προσπάθεια επιβίωσης. Απ’ότι φαίνεται, οι ηγέτες της ΕΕ και της Ευρωζώνης κάνουν (επιτέλους) αυτό που πρέπει για τη διάσωση του ευρώ και – μακροπρόθεσμα – της ΕΕ. Για να είμαστε και εμείς μέρος αυτής της προσπάθειας – της λύσης – πρέπει να μπορέσουμε να μεταδώσουμε πειστικά – ως κυβέρνηση, ως πολιτικό σύστημα αλλά το κυριότερο ως λαός – το μήνυμα ότι όντως θέλουμε να σωθούμε. Διότι η εικόνα που αποκομίζει ένας εξωτερικός παρατηρητής της Ελλάδας είναι η εικόνα μιας χώρας που κάνει ότι μπορεί για να αυτοκαταστραφεί όσο το δυνατόν συντομότερα (κατάρρευση δημόσιων συγκοινωνιών και υπηρεσιών, συστήματος υγείας, αποκομιδής σκουπιδιών, ακυρώσεις πτήσεων). Ας μην γελιόμαστε πλέον – η χώρα καταρρέει, αλλά τα μέσα διάσωσης θα βρεθούν μόνο αν συλλογικά και ατομικά απαντήσουμε θετικά στην ερώτηση «θέλετε να σωθείτε»;

Και κάτι τελευταίο: ακόμα και οι πιο πιστοί θιασώτες του θεσμισμού και της μεταρρύθμισης του πολιτικού συστήματος εκ των έσω – μέσα δηλαδή από τις προβλεπόμενες από το Σύνταγμα διαδικασίες – (στους οποίους παρεμπιπτόντως ανήκει και ο γράφων) αναγνωρίζουν ότι εν τέλει το πολιτικό σύστημα είναι ένα οικοδόμημα, μία κατασκευή. Η νομιμοποίηση της εκάστοτε εξουσίας πηγάζει από παράγοντες σχεδόν μεταφυσικούς. Για τους πιο ρομαντικούς, από μία άγραφη αλλά κοινώς αποδεκτή συμφωνία μεταξύ πολιτών και συστήματος. Για τους πιο κυνικούς, από την ισχύ των όπλων της κρατικής εξουσίας. Είμαστε ωστόσο σε μία περίοδο που και οι δύο αυτοί παράγοντες φαίνονται αδύναμοι: το «κοινωνικό συμβόλαιο» έχει διαρραγεί, ενώ ταυτόχρονα το ίδιο το κράτος είναι ανίκανο να προστατέψει (μέσω της επιβολής της τάξης) τους πολίτες και τους εργαζόμενους στην καθημερινότητα τους, από τις μετακινήσεις και την περίθαλψη μέχρι την εκγληματικότητα. Επομένως η ίδια η ύπαρξη της έννομης τάξης είναι εκ των πραγμάτων ευάλωτη σε παράγοντες που αναπόφευκτα, αργά ή γρήγορα, θα προσπαθήσουν να καλύψουν το διαφαινόμενο κενό εξουσίας.

Είναι αλήθεια ότι προς το παρόν δεν έχουν εμφανιστεί τέτοιοι εξωθεσμικοί «μνηστήρες» της εξουσίας και μπορεί η προειδοποίηση αυτή να ακούγεται υπερβολικά μελοδραματική. Ωστόσο, τα πρώτα θύματα μιας χρεοκοπίας ή μιας εξόδου από το ευρώ θα είναι η λογική σκέψη και η ανοχή του (οποιουδήποτε) Άλλου. Σε μία περίοδο που κατ’εξοχήν χρειαζόμαστε έναν νέο διαφωτισμό, η απώλεια της λογικής και της ανοχής – του πραγματικού δια-λόγου για την αναζήτηση των βέλτιστων λύσεων – θα ήταν ότι χειρότερο μπορεί να συμβεί. Επομένως, καλό θα ήταν να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε άμεσα το πώς μπορεί να υπάρξει μετάβαση σε ένα καινούργιο πολιτικό σύστημα – η οποία μετάβαση να είναι όχι μόνο ειρηνική και αναίμακτη, αλλά και να υπηρετεί τις αρχές της δημοκρατίας και του διαφωτισμού. Στα πλαίσια μιας έμμεσης, αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, το βασικό καθήκον των πολιτών είναι να επιλέγουν και να ελέγχουν το πολιτικό προσωπικό που αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση της χώρας – είτε μέσω των εκλογών, είτε (δεδομένου ότι όποτε και αν πραγματοποιηθούν αυτές θα είναι ίσως πολύ αργά) μέσω αυτογνωσίας και συναίνεσης.


Ο Ρωμανός Γεροδήμος είναι επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Bournemouth και ιδρυτής του Τομέα Ελληνικής Πολιτικής Επιστήμης της Βρετανικής Εταιρίας Πολιτικών Σπουδών (Political Studies Association).

Email: rgerodimos@bournemouth.ac.uk

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.