Σε λίγες εβδοµάδες συµπληρώνονται δέκα χρόνια από την ηµέρα που ο Τζορτζ Χάρισον µας άφησε, νικηµένος από τον καρκίνο. Το ενδιαφέρον στοιχείο µε τον πρώην Μπιτλ είναι ότι χρειάζεται να ψάξεις γύρω από το πρόσωπό του για να ανακαλύψεις πόσο πολυπράγµων ήταν – εκτός από εξαιρετικός µουσικός, που ακόµη και αυτή, η βασική του ιδιότητα, παραµένει καλυµµένη πίσω από τη δυσθεώρητη φήµη του συγκροτήµατός του. ∆εν ήταν διόλου τυχαίο το παρατσούκλι «ο σιωπηλός Μπιτλ». Αθόρυβα ,από τις πρώτες ακόµη ηµέρες των Μπιτλς, πάλεψε άνισα δίπλα στο φυσικό ταλέντο των Τζον Λένον – Πολ Μακ Κάρτνεϊ να εδραιωθεί ως δηµιουργός, αρκούµενος αρχικά στην τελειοποίησή του ως κιθαρίστα, στη συνέχεια γράφοντας λίγα αλλά εµβληµατικά τραγούδια, όπως το αριστούργηµα του συγκροτήµατος «Something», ενώ µετά τη διάλυση των Μπιτλς έχτισε µια ζηλευτή σόλο καριέρα, κατά την οποία εξελίχθηκε ως δηµιουργός. Αλλά δεν παρέµεινε σε αυτήν. Ο Χάρισον δεν πίστεψε ποτέ ότι από µόνη της η µουσική τον ολοκλήρωνε ως προσωπικότητα.
Ανάµεσα στα πολλά ενδιαφέροντα που παρουσιάζει το νέο ντοκυµαντέρ του ο Μάρτιν Σκορσέζε µε θέµα τον Τζορτζ Χάρισον – τίτλος «George Harrison: Living In A Material World» – είναι ότι στις τρεισήµισι ώρες που διαρκεί, ο Χάρισον εµφανίζεται τις περισσότερες φορές στον επιβλητικό κήπο του σπιτιού του, του Friar Farm, 40 χλµ. έξω από το Λονδίνο. Η κηπουρική ήταν πάντα η ενασχόληση που τον έβαζε στην πραγµατική ζωή και κυρίως έθετε σε ενέργεια τον ψυχικό κόσµο του. Σε πρόσφατη συνέντευξή στο «Newsweek» ο Σκορσέζε είπε, χαριτολογώντας, ότι παρά τα όσα κοινά έχει µε τον Χάρισον, το «κουκούλι» του δεύτερου ήταν η εξοχή και οι κήποι του, ενώ του ίδιου ήταν το περιβάλλον της Νέας Υόρκης. Σε κάποια από τις δηλώσεις της δεύτερης συζύγου του «Σκαθαριού», της Ολίβια Χάρισον, που περιλαµβάνονται στο ντοκυµαντέρ, αναφέρει ότι, όταν τον ρωτούσαν πώς θα του άρεσε να τον θυµούνται, εκείνος απαντούσε «δεν µε ενδιαφέρει αν θα µε θυµούνται», για να προσθέσει η ίδια: «Πραγµατικά πιστεύω ότι το εννοούσε. Οχι µε σαρκαστικό τρόπο, αλλά σαν να έλεγε “γιατί θα πρέπει να µε θυµούνται; Ποιος ο λόγος;”». Αυτά τα στοιχεία του χαρακτήρα του ήταν που κέντρισαν τον αµερικανό σκηνοθέτη όταν η Ολίβια του ζήτησε να κάνει ένα ντοκυµαντέρ για τον Τζορτζ: «Μου έδωσε ένα γράµµα που είχε στείλει ο Χάρισον στη µητέρα του όταν ήταν 20 ετών και κάτι, όπου της εξηγούσε ότι είχε πλέoν αντιληφθεί πως στη ζωή ενός ανθρώπου υπάρχουν πιο σηµαντικά πράγµατα από τα πλούτη και τη φήµη. Αυτός λοιπόν ήταν ένας άνθρωπος τον οποίο εγώ ήθελα να γνωρίσω καλύτερα».
Η µουσική του, πάλι, ήταν πάντα διαφορετική από εκείνη των υπόλοιπων Μπιτλς. ∆εν ήταν βασισµένη στην µπλουζ-ροκ δοµή που χαρακτήριζε τους υπόλοιπους της παρέας του. Οι αναζητήσεις του ήταν πολυποίκιλες και πάντα προσπαθούσε να εντάξει νέα στοιχεία και διαφορετικές κουλτούρες. Ηταν, για παράδειγµα, εκείνος που καθιέρωσε τη 12χορδη ηλεκτρική κιθάρα Rickenbacker η οποία αργότερα έγινε σήµα κατατεθέν της αµερικανικής φολκ-ροκ σκηνής και συγκροτηµάτων όπως οι Byrds.
Η γνωριµία του µε τον Ραβί Σανκάρ δεν παρέµεινε στο επίπεδο της ανάγκης του να πειραµατιστεί µε άλλες θρησκείες. Εγινε επίσης αφετηρία για πειραµατισµούς και προσµείξεις ξένων ως τότε τεχνικών στην ποπ µουσική.
Κάτι άλλο που σπανίως αναφέρεται είναι η πορεία του Χάρισον στον χώρο του κινηµατογράφου, από τη θέση του παραγωγού. Η φιλία του µε τους Μόντι Πάιθον είχε αποτέλεσµα µια από τις καλύτερες ταινίες της κολεκτίβας, το «Ενας προφήτης, µα τι προφήτης», ενώ άλλα σηµαντικά φιλµ των οποίων επιµελήθηκε την παραγωγή µέσω της εταιρείας του Handmade Films ήταν η «Μόνα Λίζα» του Νιλ Τζόρνταν και οι «Τυχοδιώκτες της Σανγκάης» µε τη Μαντόνα.
Σταθµός στη ζωή του και αφορµή για να αλλάξει η γενικότερη φιλοσοφία του υπήρξε η δολοφονική επίθεση που δέχθηκε στη φάρµα του το 1999, σχεδόν 20 χρόνια µετά τη δολοφονία του Τζον Λένον: ένας εισβολέας τον µαχαίρωσε απανωτά, ενώ ελαφριά στο κεφάλι χτυπήθηκε και η Ολίβια.
Ο Τζορτζ Χάρολντ Χάρισον, ο νεότερος από τους τέσσερις Μπιτλς, γεννήθηκε τον Φεβρουάριο του 1943. Η μητέρα του ήταν νοικοκυρά και ο πατέρας του οδηγός λεωφορείου. Το ενδιαφέρον του για την κιθάρα δεν άργησε να εμφανιστεί. Η μητέρα του θυμάται ότι έβρισκε ζωγραφιές από κιθάρες σε όλα του τα σχολικά γραπτά, γι’ αυτό και του αγόρασε μια μεταχειρισμένη, δίνοντας τρεις λίρες.
Οταν ο Τζον και ο Πολ του ζήτησαν να συμμετέχει στο πρώτο τους γκρουπ, τους Quarrymen, ο Τζορτζ ήταν μόλις 14 χρόνων. Επίσημα συνδέθηκε με τους υπόλοιπους Μπιτλς σε μια πρωτόλεια σύνθεση του γκρουπ, τους John and the Moondogs. H συνέχεια είναι γνωστή, όπως άλλωστε και η μετέπειτα σόλο καριέρα του. Το πρώτο άλμπουμ του, «All Things Must Pass», που θεωρείται κλασικό, υπήρξε η πρώτη μεγάλη επιτυχία ενός «Σκαθαριού» μετά τη διάλυση των Μπιτλς.
Η πιο γνωστή επιτυχία του τα τελευταία χρόνια ήταν η διασκευή στο τραγούδι του Ρούντι Κλαρκ «Got My Mind Set On You» από το άλμπουμ «Cloud Nine» του 1987.
Αρκετά επιτυχημένη αποδείχτηκε και η δημιουργία του σούπερ γκρουπ των Traveling Wilburys, με τη συνεργασία των Μπομπ Ντίλαν, Τομ Πέτι, Ρόι Ορμπισον και Τζεφ Λιν.
Το ντοκυμαντέρ του Μάρτιν Σκορσέζε «George Harrison: Living In A Material World» προβάλλεται στον κινηματογράφο «Απόλλων»
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ