Ο κ. Καστανίδης έχει τη χαρά του ανθρώπου που αγόρασε καινούργιο ρούχο και αναμένει την περίσταση για να το φορέσει. Δικό του είναι το νομοσχέδιο για τα δημοψηφίσματα, σύμφωνα με το οποίο οι πολίτες κρίνουν κοινωνικά και εθνικά ζητήματα και δεσμεύουν την κυβέρνηση υπό την προϋπόθεση της υψηλής συμμετοχής – να πάνε δηλαδή στις κάλπες οι μισοί από τους εγγεγραμμένους στους εκλογικούς καταλόγους. Είναι κρίμα αλήθεια που δεν υπήρξε τέτοιος νόμος στο παρελθόν για να κριθούν κορυφαία ζητήματα νεοελληνικού προβληματισμού, όπως η αποποινικοποίηση της μοιχείας, η νομιμοποίηση των εκτρώσεων, η αποκατάσταση του μακεδονικού χαλβά και όσα επιτρέπεται να κριθούν άμεσα από τον λαό. Στην παρούσα συγκυρία βέβαια είναι ελαφρώς κοροϊδιλίκι να κληθούν οι πολίτες να καταθέσουν άποψη για τα πάντα εκτός από τα φλέγοντα. Ο κ. Καστανίδης δεν διευκολύνει την κατάσταση, δίνοντας δείγματα ερωτήσεων που θα ήθελε να απαντηθούν. Δεν λέει τι είναι αυτό που θέλει να μάθει και δεν το έχει ήδη μάθει από τα συνθήματα στις πορείες, από τα ψηφίσματα των συνδικάτων και από τα αποτελέσματα των σφυγμομετρήσεων.
Θα επιμείνουμε σε ορισμένες παραμέτρους. Τυχόν δημοψήφισμα διεξάγεται κατόπιν εορτής, αφορά δηλαδή, σύμφωνα με το άρθρο 44 του Συντάγματος, «ψηφισμένα νομοσχέδια που ρυθμίζουν σοβαρό κοινωνικό ζήτημα εκτός από τα δημοσιονομικά». Επιπλέον τίθεται και το ζήτημα της συμμετοχής. Πέρσι στις δημοτικές εκλογές η αποχή ανήλθε στο 54%. Σε τι ποσοστό μπορεί να ευελπιστεί ο υπουργός Εσωτερικών από ένα δημοψήφισμα όπου καμία ερώτηση δεν θα είναι νευραλγική; Ισχυρίζεται ότι θα πει «κάθε πολίτης τι θέλει και με βάση αυτό να γεννηθούν συγκεκριμένα συμπεράσματα». Μα δεν θα πει ούτε τι θέλει ούτε θα γίνει κουβεντούλα για όσα τον αφορούν. Θα απαντήσει με «ναι», «όχι», «λευκό» σε άνευρες διατυπώσεις που θα εξυπηρετούν την επικοινωνιακή πολιτική της κυβέρνησης. Υπάρχει πιο παραδοσιακός τρόπος για να ζητηθεί η άποψη του λαού. Σε όσους λένε ότι τυχόν εκλογές θα καταστρέψουν τη χώρα μπορούμε να απαντήσουμε ότι ένα δημοψήφισμα σίγουρα δεν τη σώζει.