«Γιατί οι Ευρωπαίοι δεν αντιμετωπίζουν το αναπόφευκτο; Διότι δεν έχουν δημιουργήσει ακόμα μια μεγάλη δεξαμενή οικονομικής ενίσχυσης των τραπεζών που θα διασφάλιζε ότι ακόμα και μια ελεγχόμενη χρεοκοπία της Ελλάδας δεν θα οδηγούσε μεγαλύτερες οικονομίες όπως η Ισπανία και η Ιταλία σε έλλειψη ρευστότητας».
Οι Times της Νέας Υόρκης εκτιμούν ότι οι Ευρωπαίοι απλώς «προσπαθούν να κερδίσουν χρόνο ακόμα και αν αυτό αυξάνει το κόστος μιας ενδεχόμενης χρεοκοπίας της Ελλάδας». Ο αρθογράφος Στίβεν Ερλανγκερ σημειώνει ότι τα «κακά νέα», δηλαδή η απόκλιση των οικονομικών στοιχείων από τους στόχους που είχαν τεθεί στην Ελλάδα δεν είναι και τόσο «νέα» καθώς ήταν γνωστό ότι η ελληνική οικονομία δεν θα καταφέρει να μειώσει στο ρυθμό που είχε προβλεφθεί το έλλειμμά της.
Όμως με δεδομένη την κωλυσιεργία στη λήψη αποφάσεων οι ευρωπαίοι ηγέτες δεν έχουν άλλη επιλογή από το να παρατείνουν την κεφαλαιακή ενίσχυση των τραπεζών που αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για «να αντιμετωπιστεί με ευθύτητα η πραγματική κατάσταση στην Ελλάδα» αναφέρει η αμερικανική εφημερίδα.
Σύμφωνα με τους New York Times η επιχείρηση θωράκισης του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού συστήματος έναντι των (απρόβλεπτων) κινδύνων που θα προκαλούσε μια «ογκώδης αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους» θα απαιτούσε ποσό ύψους 1 τρισ. δολαρίων (περίπου 750 δισ. ευρώ). Αλλά η πλέον ικανή να χρησιμοποιήσει ένα τόσο μεγάλο όπλο είναι η ΕΚΤ η οποία όμως διστάζει (υπό την πίεση της Γερμανίας) ακόμα και να εγγυηθεί αγορές ομολόγων μέσω του EFSF. «Αυτή η διστακτικότητα της Ευρώπης την κάνει να αρνείται να πράξει το προφανές: να μειώσει την αξία του ελληνικού χρέους στην τρέχουσα τιμή της αγοράς που αποτιμάται στο 40% της ονομαστικής αξίας».
Η εφημερίδα αναπαράγει απόψεις οικονομολόγων που σημειώνουν ότι «το πρόβλημα της Ελλάδας είναι πολύ μικρό για τα μεγέθη της ευρωζώνης» διογκώνεται όμως από «την ανικανότητα των κυβερνώντων να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά το πρόβλημα εδώ και ένα χρόνο».
«Καλώς ή κακώς ήταν η Lehman Brothers που έφερε τις ΗΠΑ μπροστά σε κρίσιμες αποφάσεις. Η Ευρώπη προσπαθεί ακόμα απεγνωσμένα να αποφύγει κάτι ανάλογο» καταλήγουν οι New York Times.