Το κινητό του Βασίλη Παπαγεωργίου χτυπούσε ασταμάτητα τα ξημερώματα της Πέμπτης. Ήταν μόλις λίγο μετά τις 7.00 το πρωί στη Βοστόνη, όπου βρίσκεται τον τελευταίο καιρό, γράφοντας μελέτη για τον αμερικανό ποιητή Τζον Άσμπερι. Στην Ελλάδα όμως ήταν περασμένες 2.00 το μεσημέρι και τα βραβεία Νομπέλ Λογοτεχνίας για το 2011 είχαν ήδη ανακοινωθεί. Ο θεσσαλονικιός συγκριτολόγος, συγγραφέας και μεταφραστής, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Βέξιε στη Σουηδία, είναι ο μεταφραστής στα ελληνικά του εφετινού νομπελίστα, του σουηδού ποιητή Τούμας Τρανστρέμερ, επόμενο λοιπόν ήταν Έλληνες και ξένοι δημοσιογράφοι να τον αναζητούν επίμονα.
«Αισθάνομαι το πιο φυσικό συναίσθημα μεγάλης χαράς», είπε μιλώντας στο «Βήμα» ο Βασίλης Παπαγεωργίου. «Δεν μου προκαλεί καμιά έκπληξη η βράβευση. Το όνομα του Τούμας Τρανστρέμερ ακούγεται στις υποψηφιότητες για τα βραβεία Νομπέλ εδώ και 20 χρόνια και τα τελευταία 10 χρόνια θεωρείται από τους ισχυρότερους υποψηφίους».
Κάθε χρονιά που περνούσε χωρίς να του απονεμηθεί το βραβείο, οι φίλοι του 80χρονου ποιητή φοβόντουσαν ότι θα πεθάνει χωρίς να λάβει το Νομπέλ, μόνο και μόνο επειδή είναι Σουηδός, για να μη δοθεί η εντύπωση ότι η Σουηδική Ακαδημία μεροληπτεί υπέρ του.
«Γράφτηκε στον σουηδικό Τύπο», μας μεταφέρει ο Βασίλης Παπαγεωργίου, «ότι ο Τούμας ειδοποιήθηκε ότι έλαβε το Νομπέλ σήμερα στις 12.50 μ.μ. τοπική ώρα». Οι δημοσιογράφοι που κατακλύζουν τη γειτονιά και καταλαμβάνουν τα σκαλιά του σπιτιού του Τρανστρέμερ κάθε χρόνο, αλλά και οι φίλοι του, πρέπει να είχαν απογοητευτεί ότι και εφέτος το Νομπέλ θα τον προσπερνούσε, μιας και, σύμφωνα με την παράδοση, οι βραβευθέντες ειδοποιούνται το αργότερο ως τις 12.30 το μεσημέρι, μισή ώρα πριν από την επίσημη ανακοίνωση των βραβείων.
Στη χώρα του ο Τούμας Τρανστρέμερ είναι εξαιρετικά αγαπητός. «Θα τον χαρακτήριζα τον Ελύτη της Σουηδίας», λέει ο Βασίλης Παπαγεωργίου. Περισσότερα από 29.000 αντίτυπα πούλησε η συλλογή του «Η πένθιμη γόνδολα» όταν πρωτοκυκλοφόρησε στη Σουηδία το 1996. Τα άπαντα του ποιητή, που εκδόθηκαν οκτώ χρόνια αργότερα, έχουν κάνει επανειλημμένες επανεκδόσεις.
«Χαρακτηριστικές είναι οι λυρικές μεταφορές του, που καταρρίπτουν τον μύθο ότι η μεταφορά, ως σχήμα λόγου στην ποίηση, έχει πεθάνει», μας εξηγεί ο κ. Παπαγεωργίου. Η ποίησή του,
«μακριά από μοντέρνους και μεταμοντέρνους καταναγκασμούς, είναι αυθόρμητη. Η φωνή του, αβίαστη, πιστεύει στη γλώσσα διευρύνοντάς την». Ο ίδιος πρωτοδιάβασε ποίηση του Τούμας Τρανστρέμερ όταν πήγε στη Σουηδία, στη δεκαετία του 1980. Γοητευμένος από τη γραφή του, αρχίζει στα τέλη της ίδιας δεκαετίας να μεταφράζει ποιήματά του στα ελληνικά. Στη δεκαετία του 1990 καταπιάνεται συστηματικά με τη μετάφραση του Τρανστρέμερ και από τότε χρονολογείται η γνωριμία του με τον ποιητή, η οποία σταδιακά εξελίχθηκε σε φιλία.
«Είναι εξαιρετικά καλόκαρδος και απλός, το αντίθετο από το στερεότυπο του απόκοσμου, απόμακρου, αλλοπρόσαλλου καλλιτέχνη που ίσως έχουμε για τους ποιητές», μας λέει ο μεταφραστής.
Μετά το εγκεφαλικό του το 1990, σχεδόν παράλυτος, ο Τρανστρέμερ περπατά με τρομερή δυσκολία και μετακινείται με αναπηρικό καροτσάκι. Δεν λέει παρά ελάχιστες λέξεις και επικοινωνεί με τους άλλους με τη βοήθεια της Μόνικας, της συζύγου του με την οποία είναι μαζί περισσότερο από μισόν αιώνα.
«Γράφει με πολύ μεγάλη δυσκολία με το αριστερό χέρι, επιμένει όμως, όταν χαρίζει βιβλία του στους φίλους του, να κάνει ιδιόχειρες αφιερώσεις, που τις γράφει με συγκινητική υπομονή».Οι φίλοι του τον αγαπούν επειδή είναι απλός, επειδή μιλάει για πράγματα καθημερινά χωρίς την πόζα του ποιητή.
«Αυτή η αντίστιξη μεταξύ του απλού και του μεγαλειώδους σε κάνει να τον αγαπάς και ως άνθρωπο και όχι μόνο ως ποιητή που είναι σπουδαίος», λέει ο κ. Παπαγεωργίου, για τον Τούμας Τρανστρέμερ, ο οποίος είναι επίσης εξαιρετικός πιανίστας, παίζει πιάνο καθημερινά με το αριστερό χέρι και
«πολλοί γνωστοί συνθέτες έχουν γράψει έργα για αριστερό χέρι αφιερωμένα στον Τούμας».Πολύ δημοφιλής στη Σουηδία, ο Τρανστρέμερ είναι «από αυτές τις σπάνιες περιπτώσεις ποιητών που ξεχώρισαν από την πρώτη συλλογή τους, που η αξία τους αναγνωρίστηκε αμέσως και καθιερώθηκαν γρήγορα. Από νωρίς μια ομάδα ποιητών εκτός Σουηδίας, οι οποίοι γνώριζαν και αγαπούσαν το έργο του, ανέλαβαν να το μεταφέρουν σε άλλες γλώσσες». Τα ελληνικά είναι μία από αυτές, χάρη στην προσπάθεια του Βασίλη Παπαγεωργίου.
Αντιμετώπισε δυσκολίες στην απόδοση της ποίησης του Τρανστρέμερ στα ελληνικά; τον ρωτάμε.
«Όχι ιδιαίτερες», μας απαντά. Του θυμίζει τον Καβάφη, τον οποίο έχει μεταφράσει στα σουηδικά.
«Η ουσία στην ποίησή του δεν βρίσκεται στη γλώσσα ως ύλη αλλά στο τι η γλώσσα αποκαλύπτει» λέει και συμπληρώνει:
«Αυτό που λέει ο Τούμας, αυτό εννοεί. Μόνο μία φορά χρειάστηκε να του ζητήσω διευκρινίσεις για το νόημα μιας φράσης του». Ποια είναι η πρόκληση για τον μεταφραστή;
«Να καταφέρει να αποδώσει τη φωτεινότητα του λυρισμού, το λυρικό βάθος της ποίησής του».Όσο για την εκδοτική τύχη του σουηδού ποιητή στην Ελλάδα, «Υπήρξαν αρκετοί έλληνες εκδότες οι οποίοι κατά καιρούς αρνήθηκαν την έκδοση ποιημάτων του επειδή δεν τον γνώριζαν», αποκαλύπτει ο έλληνας μεταφραστής του, ο οποίος εκφράζει την ικανοποίησή του για την κυκλοφορία στα ελληνικά της συλλογής «Η πένθιμη γόνδολα» (Νεφέλη, 2000) και την έκδοση των απάντων του Τρανστρέμερ, «Τα ποιήματα» (Printa, 2004).
«Παρά τις δυσκολίες μετακίνησης, ο Τούμας δέχτηκε με προθυμία την πρόσκληση να έρθει στην Ελλάδα», λέει ο Βασίλης Παπαγεωργίου. Το 2000 ήρθαν μαζί στην Αθήνα για την παρουσίαση της «Πένθιμης γόνδολας» στο Σουηδικό Ινστιτούτο και είχαν την ευκαιρία να κάνουν εκδρομές και να επισκεφθούν τον ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο.
«Του αρέσει πολύ να ταξιδεύει αλλά και να απομονώνεται στο εξοχικό των παππούδων του στο σουηδικό αρχιπέλαγος. Του αρέσει επίσης να γνωρίζει ανθρώπους. Έχει έρθει δυο φορές στο Πανεπιστήμιο του Βέξιε για να μιλήσει στους φοιτητές, μάλιστα την περασμένη άνοιξη συμμετείχε σε εκδήλωση με τον Θανάση Βαλτινό, τον Δημήτρη Νόλλα και την Κλαίρη Μιτσοτάκη». Ποιο είναι το πιο ακριβό στοιχείο της ποίησης του Τρανστρέμερ για τον Βασίλη Παπαγεωργίου; Η φιλοσοφική του πρόταση στη σύγχρονη σκέψη, και εννοεί τη στάση κατάφασης στη ζωή. «Ο Τούμας έχει συνείδηση της τραγικότητας του κόσμου. Γνωρίζει ότι ο άνθρωπος στέκεται χωρίς υπόβαθρο κάτω από τα πόδια του, όμως αυτό το άπειρο -που τρομάζει τον Μπέκετ- εκείνον δεν τον τρομάζει. Αφήνει τον αρνητισμό και διαλέγει την κατάφαση στη ζωή, η οποία δημιουργεί λυρική ευφορία, κρατώντας αποστάσεις από τόσο από το δράμα όσο και από το μελόδραμα».