Η λύση, όπως ακούω, είναι η φυγή των νέων (ή των πάντων εδώ που τα λέμε) στο εξωτερικό. Χμ…. Μπορεί. Διαβάστε όμως και την ιστορία μιας φίλης μου για το τι μπορεί να σημαίνει «πηγαίνω στο εξωτερικό».
Ανιψιά της φίλης μου σπουδάζει στο Ρότερνταμ της Ολλανδίας.
Προσπαθεί να σπουδάσει στο Ρότερνταμ της Ολλανδίας.
Προσπαθεί γιατί δεν έχει που να μείνει.
Γιατί όταν πριν από μια εβδομάδα πήγε να νοικιάσει διαμέρισμα με την προοπτική να μοιραστεί τα έξοδα με δυο συμφοιτήτριές της, ο ιδιοκτήτης πάγωσε ακούγοντας τον τόπο από τον οποίο κατάγεται. «Ελληνίδα; Ποτέ!»
Οι άλλες δυο κοπέλες, οι συμφοιτήτριες, είναι η μια από το Χονγκ Κονγκ και η άλλη από την Λιθουανία. Την Λιθουανία, στον Θεό σας! Στην χώρα της ελεύθερης μαστούρας το πρόβλημα δεν το’ χει η Λιθουανή αλλά η Ελληνίδα.
Η ιστορία δεν σταματά εκεί. Στο ίδιο πανεπιστήμιο, του Ρότερνταμ, όπου προσπαθεί να σπουδάσει η ανιψιά της φίλης μου εργάζεται και ένας έλληνας καθηγητής. Οικονομολόγος παρακαλώ. Ξέρετε πως τον αποκαλούν πειράζοντάς τον οι συνάδελφοί του; «Φτωχοέλληνα!». Και κακαρίζουν οι μαθητές.
Ενδεχομένως αυτό το διπλό παράδειγμα να είναι κάπως ακραίο αν και σύμφωνα με τα λεγόμενα της φίλης μου είναι απολύτως αληθινό. Και όπως προσέξατε αφορά δυο τύπους Ελλήνων. Πρώτον, αυτόν που πάει να αρχίσει έξω (και βρίσκει πόρτα) και δεύτερον αυτόν που ήδη εργάζεται έξω και τον πειράζουν.
Ας έχουν λοιπόν στο πίσω μέρος του μυαλού τους όσοι θέλουν να την κοπανήσουν ότι δυστυχώς το πρόβλημα της «ελληνικής ρετσινιάς» δεν το αντιμετωπίζουμε μόνον από τους ξένους που έρχονται στην Ελλάδα αλλά το αντιμετωπίζουν και οι Ελληνες που ευελπιστούν να ακολουθήσουν καριέρα μακριά από αυτήν.