Αισθάνοµαι πως βιάστηκα, ψάχνοντας για ίχνη πολιτικής στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη, να προσπεράσω το επιβλητικό Aξιον εστί, για να περάσω στη µάλλον αναρχική Μαρία Νεφέλη και στον πολλαπλώς απρόβλεπτο Μικρό Ναυτίλο , όπου, σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις, η ποιητική γλώσσα προσγειώνεται, όπως θα δούµε την άλλη Κυριακή, στην πολιτική κυριολεξία. Αναπληρώνοντας εξ υστέρου κάπως το κενό, θα επιµείνω σήµερα στην Ωδή ι , τη µελωδικότερη των «Παθών». Προηγούνται όµως δύο περιφερεικά στοιχεία, που διαφωτίζουν, λοξά έστω, την πολιτική τύχη του Αξιον εστί. Το ένα είναι βιογραφικό· το άλλο κατά κάποιον τρόπο βιβλιογραφικό. Το πρώτο αναφέρεται στο νεανικό ενδιαφέρον του ποιητή για τον επαναστατικό µαρξισµό, στην εκδοχή του τροτσκισµού. Μετέφρασε µάλιστα ο νεαρός Ελύτης και άρθρα του Τρότσκι για φοιτητική εφηµερίδα, προοιωνίζοντας έτσι την παραβατική απόκλιση της ποίησής του, ενµέρει και της ζωής του. ∆εν θα επιµείνω.

Η βιβλιογραφική εξάλλου παράµετρος σχετίζεται µε την πρώτη, µερική εµφάνιση του Αξιον εστί. Σίγουρα δεν είναι τυχαία η προδηµοσίευση αποσπασµάτων στην «Επιθεώρηση Τέχνης» (1958), υποδηλώνοντας αµοιβαία ιδεολογική συµπάθεια. Η οποία επικυρώθηκε και πήρε απρόβλεπτες, καλλιτεχνικές και πολιτικές, διαστάσεις (στο εσωτερικό και στο εξωτερικό), όταν (1964) µελοποίησε το θεµελιακό αυτό έργο µε αστείρευτη έµπνευση ο Μίκης Θεοδωράκης, καθιστώντας το έµβληµα αντιστασιακό στα επερχόµενα χρόνια της χούντας. Κάτω από τις συνθήκες αυτές το Αξιον εστί σφραγίστηκε, οριστικά πλέον, ως ποιητικό έργο πολιτικής αυτογνωσίας και εγρήγορσης.

Προχωρώ τώρα στο παράδειγµα που υποσχέθηκα, αντιγράφοντας την πρώτη και την τελευταία στροφή της Ωδής ι’, προκειµένου να οριστεί µε κάποια ακρίβεια και δικαιοσύνη ο τρόπος έκφρασης στη συγκεκριµένη περίπτωση. Ο οποίος, προς όφελος µάλλον της ποίησης, παρακάµπτει τη συγχρονική κυριολεξία, προκρίνοντας τη µέθοδο της διαχρονικής αλληγορίας.

Η πρώτη, ιδρυτική στροφή αποφαίνεται: Της αγάπης αίµατα µε πορφύρωσαν / Και χαρές ανείδωτες µε σκιάσανε / Οξειδώθηκα µες στη νοτιά των ανθρώπων / Μακρινή Μητέρα, Ρόδο µου αµάραντο. Η τελευταία απολογίζει τα πάθη µιας µακράς δοκιµασίας: Της πατρίδας µου πάλι οµοιώθηκα / Μες στις πέτρες άνθισα και µεγάλωσα / Των φονιάδων το αίµα µε φως ξεπληρώνω / Μακρινή Μητέρα, Ρόδο µου αµάραντο . ∆εν είµαι βέβαιος για το πόσο και πώς προσλαµβάνεται η νοηµατική ροή της προκείµενης Ωδής, ειδικότερα στις δύο ακραίες στροφές της. Το κλειδί της πάντως εντοπίζεται στον επαναλαµβανόµενο πέντε φορές στίχο, που ακούγεται ως προσφώνηση και συνάµα ως επιφώνηση του ποιητή: Μακρινή Μητέρα, Ρόδο µου αµάραντο. Μετέωρο ωστόσο παραµένει µέχρι τέλους ένα διπλό ερώτηµα: α) ο αφηγηµατικός κορµός της Ωδής, µοιρασµένος σε πέντε στροφές, ανήκει εξ ολοκλήρου στη Μακρινή Μητέρα ή, εν µέρει τουλάχιστον, και στον υπονοούµενο ποιητή; β) τι συµβολίζει η Μακρινή Μητέρα, που εξισώνεται από τον ποιητή µε Ρόδο αµάραντο; Προτείνω, ως λύση της διπλής αυτής απορίας, τη συνειρµική παραποµπή του Ελύτη στον Σολωµό των Ελεύθερων Πολιορκηµένων , ειδικότερα στο απόσπασµα 1 από το τρίτο Σχεδίασµα. Παραθέτω την αρχή και το τέλος του. Η αρχή: Μητέρα µεγαλόψυχη, στον πόνο και στη δόξα, / Κι αν στο κρυφό µυστήριο ζουν πάντα τα παιδιά σου, / Με λογισµό και µ’ όνειρο, τι χάρ’ έχουν τα µάτια, / Τα µάτια τούτα να σ’ ιδούν µες στο πανέρµο δάσος. Το τέλος: Αλλά, Θεά, δεν ηµπορώ ν’ ακούσω τη φωνή σου, / Κι ευθύς εγώ τ’ Ελληνικού κόσµου να τη χαρίσω; / ∆όξα ’χ’ η µαύρη πέτρα του και το ξερό χορτάρι.

Πέρα από την αµοιβαία συµφωνία της συµβολικής µορφής, τον συνειρµό της Μακρινής Μητέρας του Ελύτη µε τη Μητέρα µεγαλόψυχη του Σολωµού τον ενισχύει πιστεύω και το επόµενο δίστιχο της Ωδής: Της πατρίδας µου πάλι οµοιώθηκα / µες στις πέτρες άνθισα και µεγάλωσα.

Αν έχω δίκιο, έτσι εξηγείται και η συναίρεση των δύο φωνών στην Ωδή του Ελύτη: της Μακρινής Μητέρας αφενός· του ποιητή αφετέρου. Και το κυριότερο: η έκφραση της πατρίδας µου πάλι οµοιώθηκα αποκαλύπτει τη βαθύτερη ρίζα τόσο της σολωµικής Μητέρας ( µεγαλόκαρδης στον πόνο και στη δόξα ) όσο και της ελυτικής Μητέρας ( οξειδωµένης µες στη νοτιά των ανθρώπων ).

Ενώνοντας τις δύο λέξεις της Ωδής, θα µιλούσα για µακρινή πατρίδα. Που ο Σεφέρης την είπε καηµό της Ρωµιοσύνης. Με ό,τι ιδεολογικό και πολιτικό βάρος µπορεί να έχει ο ένας και ο άλλος όρος στις µαύρες µέρες µας. Συνεχίζεται.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ