Ο Ζαν Μπελιβό, ένας ψηλός, αδύνατος άνδρας, περπατά στις όχθες της λίμνης Οντάριο με μεγάλα βήματα σπρώχνοντας ένα καροτσάκι διακοσμημένο με την καναδική σημαία, όπου μεταφέρει τον υπνόσακό του και λιγοστά ρούχα.
Βρίσκεται πλέον στο Κίνγκστον, έναν από τους τελευταίους σταθμούς της πορείας του πριν από την Οτάβα και το Μόντρεαλ, όπου αναμένεται να φτάσει στις 16 Οκτωβρίου έχοντας ολοκληρώσει το επίτευγμά του.
Ο γκριζομάλλης Καναδός περπατά τόσο γρήγορα που οι δημοσιογράφοι αγκομαχούν να τον προφτάσουν.
Ξέρει όμως να σταματάει για να τσιμπήσει κάτι χωρίς να βιάζεται, να αφηγηθεί κάποια από τις περιπέτειές του ή να συζητήσει με αγνώστους. Η γοητεία του ταξιδιού του είναι η μαγεία του άγνωστου: δεν ξέρει πού θα μπορέσει να κοιμηθεί το βράδυ, δεν εξαρτάται από κανέναν, δεν έχει παρά ελάχιστα χρήματα. Και αυτό διαρκεί εδώ και 11 χρόνια.
Στο Μόντρεαλ ο Μπελιβό θα ξαναβρεί τη σύντροφό του, τη Λις, που τον στήριξε καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού του και δημιούργησε το δικτυακό τόπο του, www.walk.org. Τον ενθάρρυνε μάλιστα να εντάξει το εγχείρημά του στις εκδηλώσεις της Unesco για το μέλλον των παιδιών του κόσμου και τον τερματισμό της βίας.
Ο Μπελιβό έφυγε από το Μόντρεαλ στις 18 Αυγούστου 2000, την ημέρα που έκλεισε τα 45 χρόνια του, λίγο καιρό μετά τη χρεοκοπία της μικρής επιχείρησης που διατηρούσε. Για να «σβήσει» την απογοήτευσή του αποφάσισε τότε να κάνει τρέχοντας το γύρο του κόσμου. Έφτασε μάλιστα τρέχοντας μέχρι την Ατλάντα των ΗΠΑ, όπου όμως έκρινε ότι ήταν σκόπιμο να κόψει ρυθμό και να περπατήσει καλύπτοντας περισσότερα από 75.000 χιλιόμετρα διασχίζοντας 64 χώρες.
Σ’ αυτά τα 11 χρόνια, πέρασε από ερήμους και βουνά. Ερωτεύτηκε στο Μεξικό, φόρεσε τουρμπάνι στο Σουδάν, έφαγε έντομα στην Αφρική, σκύλο στην Κορέα και φίδια στην Κίνα – για εννέα ημέρες – ενώ στις Φιλιππίνες τον φρουρούσαν στρατιώτες, παρ’ όλο που δηλώνει ειρηνιστής.
Αρρώστησε σοβαρά μόνο μία φορά και νοσηλεύτηκε στην Αλγερία. Μόλις μία φορά δέχτηκε επίθεση, από δύο νεαρούς μεθυσμένους στη Νότιο Αφρική. Στην Αντίς Αμπέμπα τον συνέλαβαν, χωρίς μέχρι και σήμερα να μάθει το λόγο, και τον άφησαν ελεύθερο την επόμενη ημέρα.
Αρκετές φορές κοιμήθηκε κάτω από γέφυρες, σε ξενώνες αστέγων ή ακόμη και σε φυλακές. Συχνά όμως άγνωστοι άνθρωποι τον προσκαλούσαν και τον φιλοξενούσαν στο σπίτι τους και σήμερα αισθάνεται υποχρεωμένος από τη συμπάθεια που του έδειξαν οι περισσότεροι απ’ όσους γνώρισε στην πορεία του.
Το ταξίδι του στοίχιζε περίπου 4.000 δολάρια κάθε χρόνο, χρήματα που ο Μπελιβό εξασφάλιζε χάρη στη σύντροφό του, αφού δεν απέκτησε ποτέ κάποιον χορηγό. Σήμερα, δεν έχει χρήματα αλλά αισθάνεται πλούσιος. «Έφυγα άδειος αλλά επέστρεψα με πνευματικά εφόδια» είπε χαρακτηριστικά. Σκοπεύει να γράψει ένα βιβλίο, να δώσει διαλέξεις και να προωθήσει «την αρμονία μεταξύ των ανθρώπων και την αλληλοκατανόηση».
Σε προσωπικό επίπεδο, είναι μια ιστορία αγάπης με αίσιο τέλος. «Είμαι η Πηνελόπη του και είναι ο Οδυσσέας μου», είπε η Λις η οποία πήγαινε να συναντήσει το σύντροφό της για μία εβδομάδα το χρόνο, κάθε Χριστούγεννα, όπου κι αν βρισκόταν αυτός στον κόσμο.