Το όνοµά µου είναι Εφη Γεωργίου. Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1980 αλλά οι γονείς µου µετακόµισαν στον Βόλο και έπειτα στον Αγιο Βλάσιο Πηλίου, όπου µεγάλωσα. Οι γονείς µου δεν έχουν καµία σχέση µε το Πήλιο. Η µητέρα µου κατάγεται από χωριό της Καρδίτσας και ο πατέρας µου από χωριό της Θεσπρωτίας. Ο λόγος που εγκαταστάθηκαν στο Πήλιο ήταν η δουλειά τους. Ο πατέρας µου είναι δηµόσιος υπάλληλος και η µητέρα µου νοσοκόµα.
Οι γονείς µου γνωρίστηκαν αργά στη ζωή και έτσι έχουµε µεγάλη διαφορά ηλικίας. Με τις οικογένειές τους δεν έχουν ιδιαίτερες σχέσεις, τόσο λόγω της αντικειµενικής χιλιοµετρικής απόστασης αλλά ίσως και λόγω των διαφορετικών τρόπων σκέψης. Ετσι και οι δικές µου σχέσεις µε τους συγγενείς είναι χαλαρές, γεγονός που βρίσκω απελευθερωτικό… Μου άρεσε πολύ η ζωή του χωριού όπου µεγάλωσα. Νοµίζω ότι είναι µεγάλο πλεονέκτηµα να µεγαλώνει κανείς κοντά στη φύση, όπου τα παιδιά παίζουν πιο ελεύθερα. Λένε ότι οι µικρές κοινωνίες σε «πνίγουν» µε την κακεντρέχειά τους. Κακεντρέχεια όµως µπορεί να αντιµετωπίσεις και στην πολυκατοικία της µεγαλούπολης. Σχολείο πήγα στο τοπικό διθέσιο δηµοτικό του χωριού. Ηµασταν λίγο παραπάνω από 30 παιδιά µε δύο δασκάλους. Με λύπη έµαθα προσφάτως ότι το σχολείο αυτό θα κλείσει. Υστερα από ένα σύντοµο πέρασµα σε γυµνάσιο διπλανού χωριού κατέληξα σε λύκειο του Βόλου. Το επίπεδο των µαθητών ήταν πολύ υψηλότερο από εκείνο του χωριού. Για να αντεπεξέλθω στράφηκα στο φροντιστήριο. Στη ∆ανία, όπου ζω σήµερα, δεν υπάρχει καν ως θεσµός το φροντιστήριο. Πέρασα τις Πανελλαδικές – τις οποίες θα τις χαρακτήριζα ως «σπάσιµο νεύρων» – και βρέθηκα να σπουδάζω στη Θεσσαλονίκη, ∆ηµοσιογραφία και ΜΜΕ, περισσότερο από τύχη και λιγότερο από πραγµατική επιλογή. Παρ’ όλο που µου αρέσει να γράφω, η σχολή δεν µε ενέπνευσε ιδιαίτερα. Κατά τα άλλα, στη Θεσσαλονίκη πέρασα ωραία φοιτητικά χρόνια, έκανα γνωριµίες που, κάποιες, κρατούν ως σήµερα.
***
Στα φοιτητικά µου χρόνια ξεκίνησα να δουλεύω εθελοντικά, ή στη «µαύρη», σε µουσεία, καφενεία, ινστιτούτα αισθητικής και εταιρείες παραγωγής ταινιών. Τελείωσα τις σπουδές µου το 2004 και προσπάθησα να βρω δουλειά στο αντικείµενο των σπουδών µου, στη δηµοσιογραφία, αλλά γρήγορα διεπίστωσα ότι οι σχέσεις εργασίας στον χώρο έµοιαζαν µε ζούγκλα. Ακούω συχνά να λένε ότι αυτή τη στιγµή οι νέοι στην Ελλάδα βρίσκονται σε αδιέξοδο. Εγώ και άλλοι φίλοι µου το ζούσαµε το αδιέξοδο από τις αρχές του 2000. Ακόµη και για να βρεις δουλειά στη «µαύρη» σε καφετέρια χρειαζόσουν γνωστό. Τότε είναι που ένιωσα την πρώτη µου µεγάλη απογοήτευση. Οι αιτήσεις µου για µεταπτυχιακά εντός Ελλάδος, τα οποία θεωρούσα ευκαιρία να ασχοληθώ µε κάτι που πραγµατικά µε ενδιέφερε, δεν ευοδώθηκαν. Οπότε δεν µου έµεινε άλλη διέξοδος παρά να στραφώ στο εξωτερικό. ∆εν θέλω να γενικεύω. Μιλώ αυστηρά για τις δικές µου εµπειρίες. Ισως αν είχα επιµείνει περισσότερο να είχα καταφέρει να βρω κάτι αξιόλογο και στην Ελλάδα…
***
Εψαξα αρκετά για να βρω υποτροφία. Κυρίως στις βόρειες χώρες, επειδή στη φαντασίωσή µου ήταν πιο οργανωµένες. Υστερα από µήνες κατάφερα να βρω µια υποτροφία στο Πανεπιστήµιο «Ροσκίλντε» της Κοπεγχάγης. Το φθινόπωρο του 2006 βρέθηκα στην πόλη όπου ζω ως σήµερα, για να κάνω µεταπτυχιακό στις Μειονοτικές Σπουδές και στην Επικοινωνία. Το ξεκίνηµα ήταν κουραστικό. Το Πανεπιστήµιο βρισκόταν µακριά από την Κοπεγχάγη και έπρεπε κάθε ηµέρα να παίρνω το τρένο για να πηγαινοέρχοµαι. Στην αρχή δεν µπορούσα να βρω παρέα. Οι παρέες των ∆ανών είναι κάπως κλειστές. Οι ∆ανοί συνήθως βρίσκουν τους φίλους τους από το ∆ηµοτικό και σπανίως κάνουν καινούργιους φίλους καθώς περνάει ο χρόνος. Επίσης, όταν εγκαταστάθηκα στην Κοπεγχάγη, µου συνέβη κάτι που µε αναστάτωσε πολύ. Η Κοπεγχάγη έχει µεγάλο στεγαστικό πρόβληµα και δύσκολα βρίσκεις σπίτι. Βρήκα σπίτι, ύστερα από πολύ ψάξιµο, και έδωσα 1.800 ευρώ προκαταβολή. Οταν µπήκα όµως βρήκα άλλους ενοίκους µέσα στο σπίτι. Ο φερόµενος ως ιδιοκτήτης του σπιτιού ήταν ένας απατεώνας και είχε νοικιάσει το σπίτι σε πέντε διαφορετικούς ανθρώπους!
***
Κατά τα άλλα το περιβάλλον στο Πανεπιστήµιο ήταν άριστο. Παράλληλα µε τις σπουδές άρχισα να εργάζοµαι. Η ∆ανία µού προσέφερε ευκαιρίες εργασίας στον τοµέα της αναπτυξιακής βοήθειας: εργάστηκα σε ιδρύµατα και εταιρείες που διαχειρίζονται αναπτυξιακά προγράµµατα και σε ΜΚΟ. Αυτό που µου άρεσε ιδιαίτερα στη ∆ανία ήταν η έλλειψη ιεραρχίας στις κοινωνικές και επαγγελµατικές σχέσεις. Στο αφεντικό, στην καθηγήτρια ή στον γηραιότερο όλοι απευθύνονται στον ενικό και µε το µικρό του όνοµα. Εννοείται ότι ισχύει και το αντίστροφο, και πως όλες οι γνώµες και οι θέσεις είναι σεβαστές. Μου άρεσαν η ουσιαστική ισότητα ανδρών και γυναικών και το κοινωνικό κράτος – που παρ’ όλη τη σοβαρή κρίση που περνάει, προσφέρει τις περισσότερες παροχές στους ντόπιους αλλά και στους «ξένους». Στη ∆ανία έκανα φίλους από µέρη του κόσµου που δεν φανταζόµουν ποτέ. Σήµερα ζω µε τον έλληνα φίλο µου στην Κοπεγχάγη και οι επιρροές στην καθηµερινότητά µας είναι εµφανείς. Ξεκινώντας από την κουζίνα, όπου εκτός των ελληνικών µαγειρεύουµε ινδικά, δανέζικα, αραβικά φαγητά και γλυκά που δοκιµάσαµε σε σπίτια φίλων. Γιορτάζουµε το σουηδικό και φινλανδικό µεσοκαλόκαιρο και τραγουδάµε κάτω από το ντους δανέζικη ποπ. Ταυτόχρονα ξεχνάµε τις ελληνικές ονοµαστικές γιορτές. Μερικές φορές πιάνω τον εαυτό µου να κάνει λάθη στα ελληνικά και αυτό δεν µου αρέσει…
***
Το 2008 άφησα για λίγο τη ∆ανία για να δουλέψω στην Αίγυπτο. Εζησα στο Κάιρο τρεις µήνες και ήταν µια εµπειρία που µε έκανε ακόµη περισσότερο υπέρµαχο των προσπαθειών για κοινωνική ισότητα και µείωση της φτώχειας. Στην Αίγυπτο κατάλαβα ότι δεν είναι η θρησκεία που χωρίζει και κάνει διαφορετικούς τους ανθρώπους αλλά η οικονοµική δύναµη και η εξουσία. Προσωπικά η εξέγερση δεν µε ξάφνιασε. Το µείγµα ένδειας και καταπίεσης από µια απόλυτη εξουσία που διέθετε προκλητικό πλούτο για τους αυλικούς της ήταν εκρηκτικός. Τι αποκόµισα από το ταξίδι; Κατάλαβα ότι οι άνθρωποι σε όλον τον κόσµο έχουν τις ίδιες ελπίδες και όνειρα για το µέλλον, αλλά οι συνθήκες στις οποίες ζουν επηρεάζουν την πορεία της ζωής τους. Επίσης πιστεύω ότι η εθνικότητά µας είναι συµπτωµατική. Κάποιοι γεννιούνται µε διαβατήριο περισσότερο τυχερό από άλλους και σε χώρα που µπορεί να ευδοκιµεί περισσότερο από άλλες…
***
Τελευταία, όταν µε ρωτούν πώς βρίσκω τη ∆ανία, απαντώ ότι µε τη ∆ανία γίναµε φίλοι αλλά δεν ερωτευθήκαµε ποτέ. Εκτιµώ τα θετικά της χώρας, αλλά αναµένω µε ανυποµονησία το επόµενο ταξίδι. Βλέπω µε ανησυχία την άνοδο της ξενοφοβίας στη ∆ανία. Οι µουσουλµάνοι είναι ο απόλυτος αποδιοποµπαίος τράγος, αλλά τον τελευταίο καιρό στο στόχαστρο έχουν µπει και οι Νοτιοευρωπαίοι, ιδιαίτερα οι Ελληνες. Η κρίση του ευρώ έχει δυναµώσει την Ακροδεξιά και το αντιευρωπαϊκό ρεύµα. Η αναστολή της Συνθήκης Σένγκεν, η επιστροφή των ελέγχων στα σύνορα, ήταν περισσότερο µια συµβολική κίνηση, αλλά δεν είναι τυχαίο ότι ήταν πρόταση του ακροδεξιού κόµµατος που µετέχει στον κυβερνητικό συνασπισµό. Η ορολογία του µίσους δεν άλλαξε ούτε µετά την ακροδεξιά τροµοκρατική επίθεση στη γειτονική Νορβηγία. Παρ’ όλο που ανάµεσα στα θύµατα υπήρξε και µια ∆ανή, η ανάλυση των τραγικών γεγονότων έµεινε σε επιφανειακό επίπεδο. Οσο για την Ελλάδα, οι συνθήκες ζωής εκεί µε τροµάζουν. Νοµίζω ότι διαφθαρήκαµε σχεδόν όλοι από τις πελατειακές σχέσεις. Η κοινωνική συνοχή πιστεύω ότι έχει από καιρό καταλυθεί. Ελπίζω σε µια αλλαγή, αλλά δεν ξέρω αν µπορεί να την προσφέρει το ∆ΝΤ. Από την άλλη, µου αρέσει που η Ελλάδα γίνεται πολύχρωµη. Προσφάτως επισκέφθηκα την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη και το διεπίστωσα έντονα. Πιστεύω ότι θα γίνει ακόµη πιο πολύχρωµη και ότι κανένας νόµος δεν µπορεί να σταµατήσει την ανάµειξη των ανθρώπων…
***
Στη στήλη «Grεεκs» οι Ελληνες που ζουν προσωρινά ή μόνιμα σε διάφορες χώρες του κόσμου αφηγούνται τις αληθινές ιστορίες τους και μιλούν για την Ελλάδα του χθες και του σήμερα.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ