Οι παλαιοί οικονοµολόγοι µάς διαβεβαίωναν οτι «η Οικονοµία αφορά εξακριβώσιµα γεγονότα, ενώ η Ηθική σχετίζεται µε αξιολογήσεις και υποχρεώσεις». Εµοιαζε έτσι να είναι δυο τελείως ασυσχέτιστες δραστηριότητες η Οικονοµία και η Ηθική πράξη. Βεβαίως, ο ορισµός άφηνε ανοιχτό και το ενδεχόµενο ηθικής «αξιολόγησης» της Οικονοµίας – κι αυτό πράγµατι έγινε. Απ’ τα έξω προς τα µέσα όµως – αναγνωρίζοντας τάχα οτι πρόκειται για δυό ξεχωριστές δράσεις.

Εδώ, αντιθέτως, η πρόθεσή-µας είναι να εντοπίσοµε τα πάµπολλα σηµεία στα οποία η οικονοµική Θεωρία και η οικονοµική Πράξη σ υ ν α ν τ ώ ν τ α ι µε ηθικής κατηγορίας ζητήµατα.

Θα ξεκινήσοµε απ’ τον συνήθη ορισµό της Οικονοµίας ως δραστηριότητας παραγωγής (οπουδήποτε και οποτεδήποτε) και διανοµής εντός Αγοράς αγαθών (µέσων ή υπηρεσιών), δραστηριότητας τελούµενης απο άτοµα (i)αυτόνοµα, (ii) ορθολογικά, (iii) και µεγιστοποιούντα την ωφέλειά τους.

Κι εδώ ακριβώς γεννώνται νοµίζω ορισµένες επιφυλάξεις για την γενική εφαρµοσιµότητα της επιστηµονικής Μεθόδου στον τοµέα των Οικονοµικών.

α) Η υπόθεση εργασίας «η οικονοµική δράση µπορεί να ασκείται οπουδήποτε και οποτεδήποτε» εµπεριέχει την αξιακή προϋπόθεση: «ανεξαρτήτως των συνεπειών στην τοπική κοινωνία απ’ όπου η δράση θα παύσει ενδεχοµένως λειτουργούσα».

β) Η θεµελιώδης σηµασία του τεράστιου σε έκταση τοµέα των υπηρεσιών φροντίδας που µένει εκτός Αγοράς, καθώς και ο γιγαντούµενος ρόλος του πολυειδούς Εθελοντισµού, µπορούν να προκαλέσουν αναλόγως πολύ µεγάλα σφάλµατα στη λήψη αποφάσεων που στηρίζονται σε οικονοµικούς υπολογισµούς επι εσφαλµένου πεδίου.

γ) Είναι κοινός τόπος για τον σύγχρονο στοχασµό η αναγνώριση ο λ ό κ λ η ρ ο υ του Καταλόγου των Ανθρωπικών Αναγκών που ικανοποιούνται µέσω «αγαθών» – καί στην αυτοσυντηρησία, αλλά καί στην αυτοεπιβεβαίωση. Και αναφέροµαι εδώ ειδικότερα στις µεγάλες ανάγκες µας στη γνωσιακή, την ηθική και την αισθητική κατεύθυνση του Είναι. Η ικανοποίηση όµως των Αναγκών αυτής της κατηγορίας είναι εν πολλοίς αξιακού χαρακτήρα. Είναι λοιπόν κατανοητόν γιατί έµειναν απ’ έξω απ’ την τρέχουσα Οικονοµική Θεωρία. δ) Εύλογον είναι να διαπιστώνονται περισσότερες εγγενείς αδυναµίες στην κρατούσα οικονοµική θεωρία, όσο πλησιάζοµε προς τις έµβιες συνιστώσες του ορισµού της – τα οικονοµικώς δρώντα Ατοµα, τον περιώνυµο χιµαιρικό Homo Economicus.

(i) Η θεωρητικώς αναγκαία «αυτονοµία»-του δέν φαίνεται να είναι πρακτικώς εφικτή. Μεγάλο ποσοστό ατόµων σε διάφορες κοινωνικές Οµάδες και ιστορικές συγκυρίες κάνουν επιλογές µε οικονοµικές συνέπειες: υπο τον φόβο ηγετών, υπο την πίεση βλαβερών πλέον παραδόσεων ή και υπο την επιρροή απάνθρωπων διαφηµίσεων.

(ii) Η υπόθεση της «ορθολογικότητας» των Παικτών δέν ορίζεται εύκολα. ∆ιοτι, πράγµατι, δέν είναι σαφές πώς µπορούµε να διαχειρισθούµε µε «λογικήν» συνέπειαν δεδοµένα τα οποία είναι ήδη επηρεασµένα απ’ τις ενδεχόµενες «εκτός ξηράς λογικής» διαθέσεις µας.

(iii) Τέλος, φθάνοµε στην γνωστή ανάγκη της οικονοµικής θεωρίας να διαχειρίζεται το αντικείµενό-της συναρτήσει µιάς απλής παραµέτρου «κέρδους».

Στην πραγµατικότητα όµως, είναι ποικιλότατες και συχνά α ν τ ι φ α τ ι κ έ ς οι ανθρώπινες ανάγκες που περιµένουν την ικανοποίησή τους – άρα είναι ποικίλες και οι υπάρχουσες κατηγορίες «κέρδους». Πολλές απ’ αυτές είναι ευχερώς µεταφράσιµες σε κοινή µονάδα: Είναι το χρήµα.

Η Οικονοµική καµώνεται πως τάχα µία µόνον είναι η µεταβλητή «Ωφέλειας» του επιλέγοντος Ατόµου, το Χρήµα, το οποίο και τείνει να µεγιστοποιεί. Φαίνεται όµως οτι στην πραγµατική ζωή, κι όχι στη γυάλα της θεωρίας, ορισµένες Ανάγκες-µου ενδέχεται να οξύνονται εξαιτίας αυτής της µονοδιάστασης «µεγιστοποίησης» της χρηµατικής Ωφέλειας:

– Υγεία: Πιθανότατα, το είδος της ζωής που επιλέγω για να πετύχω τις «µέγιστες» χρηµατικές απολαβές, αλλα κι η εµµονή-µου να επιλέγω τα «φθηνότερα» αγαθά διαβίωσης, υπονοµεύουν µεσοπροθέσµως την υγεία-µου, προκαλώντας δαπάνες (µειωµένης αποδοτικότητάς-µου, δυσπρόβλεπτης περίθαλψης) που ∆ΕΝ είχαν ληφθεί υπόψη στο προσοµοίωµα «µεγιστοποίησης Ωφέλειας» στο οποίο στηρίχθηκα αρχικώς ως homo economicus.

– Καλλιέργεια (γνωσιακή και αισθητική): Εξαιτίας των προσπαθειών-µου για την µεγιστοποίηση των χρηµατικών απολαβών-µου, µπορεί να έχω επιλέξει τέτοιαν επαγγελµατική ένταση ώστε να χάνω πρόσθετες ικανοποιήσεις των αναγκών-µου για Αυτοεπιβεβαίωση του Είναι ως προς τον Κόσµο µέσω της Γνώσης, και για Αυτοσυνειδησιακότητα µέσω της Τέχνης. Αυτές οι στερήσεις δέν είχαν ληφθεί υπόψη στο περι «µέγιστης Ωφέλειας» µονοδιάστατο προσοµοίωµα της Θεωρίας. – Συµπάθεια προς τον Συνάνθρωπο: Η αγαπητική Σχέση µε το Σύ είναι η θ ε µ ε λ ι ω δ έ σ τ ε ρ η υποστασιακή Ανάγκη µου. Καί για σπουδαίους λόγους Αλληλεγγύης, αλλα και κυρίως διοτι το Εγώ-µου δοµήθηκε και συντηρείται µε υλικά του Σύ.

Οι συνέπειες αυτές πάνω σε µένα τον ίδιο δέν είχαν ληφθεί υπόψη κατα τις αρχικές επιλογές τού Homo Economicus! Ετούτην την απλή αλλα σπουδαίαν πραγµατικότητα η θεωρία οφείλει να την παραδεχθεί και να διορθώσει το αρχικό προσοµοίωµα, διευρύνοντας τον ορισµό της σύνθετης «Ωφέλειας».

Αυτές λοιπόν είναι οι εκτεταµένες επιφυλάξεις που διατυπώνονται για την εφαρµοσιµότητα της µονοδιάστατης Οικονοµικής Θεωρίας.

Κι όµως, αυτή η θεωρία εφαρµόζεται διεθνώς – δι’ ό και µάλλον στραβά αρµενίζοµε…

Ο κ. Θεοδόσης Π. Τάσιος είναι ομότιμος καθηγητής του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ