«Ταμπού η περιουσία της Εκκλησίας της Ελλάδας» τιτλοφορείται σημερινό ολοσέλιδο άρθρο της Le Monde η οποία σημειώνει ότι «ο νέος αντιλαϊκός φόρος στα ακίνητα δεν άγγιξε την εκκλησιαστική περιουσία».
Στο κείμενο επισημαίνεται ότι από το φόρο εξαιρούνται οι χώροι λατρείας και τα μοναστήρια και όχι τα ακίνητα που εκμεταλλεύεται εμπορικά η Εκκλησία. Όμως «τα όρια μεταξύ εμπορικής εκμετάλλευσης και φιλανθρωπικής δράσης είναι πολλές φορές ασαφή και τα οικονομικά στοιχεία της Εκκλησία παραμένουν άδηλα».
Το ζήτημα, σημειώνει η εφημερίδα, παραμένει ταμπού για την κεντρική διοίκηση και την εκάστοτε κυβέρνηση που δεν θέλουν να θίξουν τα προνόμια της Εκκλησίας προσδοκώντας πολιτικό όφελος. Την ίδια στιγμή η Εκκλησία εκφράζει πολιτικές θέσεις ενώ «δεν δίστασε να καταδικάσει με περσινή της ανακοίνωση την τρόικα ως ξένη δύναμη κατοχής». Η εφημερίδα θυμίζει στους αναγνώστες της ότι ο προηγούμενος υπουργός Οικονομικών Γ. Παπακωνσταντίνου προσπάθησε να μειώσει τη συμμετοχή του κράτους στην ετήσια δαπάνη (220 εκατ. ευρώ) για την πληρωμή κληρικών όμως ο σημερινός υπουργός Ευ. Βενιζέλος «δεν διακατέχεται από ανάλογες παρορμήσεις».
Δεχόμενη διαρκώς επικρίσεις η Εκκλησία «βγήκε στην αντεπίθεση παρουσιάζοντας στις 16 Σεπτεμβρίου στοιχεία που δείχνουν ότι κατέβαλε φόρο περιουσίας ύψους 2,5 εκατ. ευρώ για το 2010» με τον αρχιεπίσκοπο Αθηνών Ιερώνυμο να επαναλαμβάνει ότι «ο πλούτος της Εκκλησίας είναι μύθος».
Όμως, προσθέτει η Monde, εκτός από την περιουσία που διαχειρίζεται η κεντρική διοίκηση υπάρχει ένα τεράστιο κομμάτι της περιουσίας που παραμένει άδηλο και ανήκει σε μοναστήρια, επισκοπές ή ακόμα σε άλλα πατριαρχεία (Κωνσταντινούπολης, Ιεροσολύμων και Αλεξανδρείας), τα οποία απολαμβάνουν καθεστώς διευρυμένης αυτονομίας. Η εφημερίδα σημειώνει ότι η Εκκλησία κατέχει το 1,5% της Εθνικής Τράπεζας και ο εκπρόσωπός της Θεόκλητος έλαβε αμοιβή 24.000 ευρώ για τη συμμετοχή σε συμβούλια το 2008.
«Η Εκκλησία προσπαθεί να αποκομίσει πλέον οφέλη από την περιουσία της για να ενισχύσει το φιλανθρωπικό της έργο. Παράδειγμα είναι η Μονή Πεντέλης στην Αττική η οποία προσδοκά οφέλη ύψους ενός δισ. ευρώ από την προσέλκυση επενδυτή που θα εγκαταστήσει φωτοβολταϊκά σε ακαλλιέργητες ορεινές εκτάσεις», προσθέτει ο αρθογράφος.