Φως στους μηχανισμούς που χρησιμοποιεί ο ερπητοϊός HCMV (ανθρώπινος κυτταρομεγαλοϊός) προκειμένου να ξεγελάσει το ανοσοποιητικό σύστημα έριξαν έλληνες ερευνητές από την ομάδα Χημείας Πρωτεϊνών του Ινστιτούτου Ραδιοϊσοτόπων και Ραδιοδιαγνωστικών Προϊόντων του ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος», σε συνεργασία με νοτιοκορεάτες ερευνητές από το Εθνικό Πανεπιστήμιο της Σεούλ.
Σύμφωνα με δημοσίευση των ελλήνων επιστημόνων (Ευστράτιος Στρατίκος, Ειρήνη Ευνουχίδου) και των ασιατών συναδέλφων τους στην επιθεώρηση «Nature Immunology» ο ιός χρησιμοποιεί μόρια που ονομάζονται microRNA για να «χειραγωγήσει» τα κύτταρα που μολύνει, ώστε να σταματήσουν να παράγουν το ένζυμο ERAP1.
Ενζυμο -«κλειδί»
Το συγκεκριμένο ένζυμο παίζει βασικό ρόλο σε μια λειτουργία του κυττάρου που ονομάζεται αντιγονοπαρουσίαση και η οποία του επιτρέπει να «ενημερώσει» το περιβάλλον του ότι είναι μολυσμένο. Χωρίς το ένζυμο ERAP1, το ανοσοποιητικό σύστημα δεν γνωρίζει ποια κύτταρα είναι μολυσμένα από τον ιό και έτσι ο ιός είναι ελεύθερος να επιτύχει χρόνιες μολύνσεις στον ανθρώπινο οργανισμό.
Αυτή η ανακάλυψη ανοίγει νέους δρόμους για το σχεδιασμό εμβολίων κατά του ιού HCMV, καθώς και για την αντιμετώπισή του με νέου τύπου φάρμακα.Το γεγονός αυτό είναι σημαντικό καθώς ο συγκεκριμένος ιός που αποτελεί κοινό στέλεχος της οικογένειας των ερπητοϊών μολύνει το 50% ως 80% των ενηλίκων. Αν και αυτές οι μολύνσεις δεν προκαλούν σοβαρά συμπτώματα στους υγιείς ανθρώπους, μπορεί να αποβούν ακόμα και θανατηφόρες σε ανθρώπους που βρίσκονται σε ανοσοκαταστολή, όπως για παράδειγμα σε ανθρώπους μολυσμένους από τον ιό HIV, σε λήπτες μοσχευμάτων και σε νεογέννητα βρέφη.
Και για άλλες ασθένειες
Το ένζυμο ERAP1 φαίνεται πάντως ότι μπορεί να αποτελέσει «κλειδί» για την αντιμετώπιση πολλών ανθρώπινων ασθενειών. Γενετικές μεταλλάξεις (πολυμορφισμοί) στο γονίδιο που κωδικοποιεί για την παραγωγή του ενζύμου έχουν πρόσφατα συσχετιστεί με την προδιάθεση για την ανάπτυξη διαφορετικών νόσων, συμπεριλαμβανομένων πολλών αυτοάνοσων νοσημάτων, του καρκίνου και της μόλυνσης με τον ιό του AIDS.
Οι μεταλλάξεις αυτές διερευνώνται, ήδη, από την ομάδα του ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος», με επικεφαλής τον κ.
Στρατίκο, ως διαγνωστικοί και προγνωστικοί δείκτες.