Τα επίπεδα τεστοστερόνης στους άνδρες μειώνονται μετά την απόκτηση ενός παιδιού γεγονός που τους κάνει πιο συναισθηματικούς και περιποιητικούς, κατάλληλους για την ανάληψη του ρόλου του πατέρα.
Τα ευρήματα έρχονται από ειδικούς του Πανεπιστημίου Νορθγουέστερν, στις ΗΠΑ.
Ως γνωστόν, τα υψηλά επίπεδα της συγκεκριμένης ορμόνης ενισχύουν τις σεξουαλικές ορμές των ανδρών, τις παρορμητικές συμπεριφορές αλλά και την ανάγκη για κοινωνική επιβολή..Οι παράγοντες αυτοί μπορεί να θεωρούνται κατάλληλοι για την προσέλκυση του αντίθετου φύλου, ωστόσο θεωρούνται ακατάλληλοι για το μεγάλωμα ενός παιδιού όπου η συνεργασία και των δύο γονιών είναι απαραίτητη.
«Η μελέτη μας δείχνει ότι οι πατέρες είναι βιολογικά ρυθμισμένοι ώστε να συμμετέχουν στο μεγάλωμα των απογόνων τους» αναφέρει χαρακτηριστικά ο ερευνητής Κρίστοφερ Κουζάγουα.
«Βιολογικοί» πατέρες
Όπως περιγράφεται στο σχετικό άρθρο που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση «Proceedings of the National Academy of Sciences», η ομάδα των αμερικανών επιστημόνων μελέτησε συνολικά 600 άνδρες από τις Φιλιππίνες για ένα διάστημα πέντε ετών. Στην αρχή της μελέτης, οι εθελοντές δεν είχαν γίνει ακόμη πατέρες.
Είδαν ότι μετά από την επίσκεψη του πελαργού, τα επίπεδα τεστοστερόνης των νέων πατέρων παρουσίαζαν σημαντική πτώση, τουλάχιστον για ένα σύντομο χρονικό διάστημα.
«Κάτι τέτοιο δεν σημαίνει ότι οι άνδρες με χαμηλότερα επίπεδα τεστοστερόνης έχουν περισσότερες πιθανότητες να γίνουν πατέρες» επισημαίνει ο Λι Γκέτλερ ο οποίος συμμετείχε στην έρευνα. «Αντίθετα, οι άνδρες που στο ξεκίνημα της μελέτης εμφάνιζαν υψηλά επίπεδα τεστοστερόνης συγκέντρωναν τις μεγαλύτερες πιθανότητες να αποκτήσουν έναν απόγονολ Μόλις όμως γίνονταν πατέρες η ανδρική ορμόνη έκανε βουτιά».
Προηγούμενες μελέτες είχαν επίσης δείξει ότι οι πατέρες εμφανίζουν χαμηλότερα επίπεδα τεστοστερόνης συγκριτικά με άνδρες που δεν έχουν παιδιά. Μέχρι τώρα παρόλα αυτά, δεν ήταν ξεκάθαρο αν κάτι τέτοιο σχετιζόταν με την πατρότητα.
«Η πατρότητα και οι υψηλές απαιτήσεις που συνοδεύουν ένα νεογέννητο μωρό οδηγούν σε μια σειρά συναισθηματικών, ψυχολογικών και σωματικών προσαρμογών» εξήγει ο Γκέτλερ. «Η μελέτη μας υπογραμμίζει ότι η «ανδρική» βιολογία μπορεί να τροποποιηθεί σημαντικά ώστε να ανταποκριθεί σε αυτές τις απαιτήσεις».