Την παραίτησή του από τη θέση του επικεφαλής της Citibank Ελλάδος υπέβαλε την προηγούμενη εβδομάδα ο κ. Χρήστος Βασιλειάδης μετά από 21 χρόνια παρουσίας σε διοικητικές θέσεις στην τράπεζα.
Ο κ. Βασιλειάδης, ως γενικός διευθυντής του τμήματος consumer από το 2000, συνέδεσε το όνομά του με την ανάπτυξη της τράπεζας στην εγχώρια αγορά και ιδιαίτερα στις εργασίες λιανικής τραπεζικής.
Το 2006 τοποθετήθηκε επικεφαλής του Consumer Group της Μέσης Ανατολής και Αφρικής, ενώ το 2008 ανέβαλε τα ηνία της τράπεζας στην Ελλάδα.

Η διοίκηση της Citigroup, που έκανε δεκτή την παραίτηση του κ. Βασιλειάδη, τοποθέτησε προσωρινά στη θέση του τον κ. Grant Carson, ο οποίος βρίσκεται στη χώρα μας από τον περασμένο Ιούνιο, έχοντας αναλάβει το Consumer Βusiness της τράπεζας.

Από την Citibank αποχώρησε και ο γενικός διευθυντής στις πιστωτικές κάρτες κ. Δ. Μπούμης, ο οποίος ακόμη δεν έχει αντικατασταθεί.
Συρρίκνωση της τράπεζας
Οι αλλαγές αυτές πραγματοποιούνται μετά από μία σειρά κινήσεων συρρίκνωσης του δικτύου και των δραστηριοτήτων της τράπεζας στην Ελλάδα, καθώς κεντρική επιλογή της διοίκησης του ομίλου αποτελεί η εστίαση σε τομείς που υπάρχει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, όπως οι πιστωτικές κάρτες και τα επενδυτικά προϊόντα.
Υπενθυμίζεται ότι τον περασμένο Νοέμβριο η τράπεζα έκλεισε τα 31 από τα 72 καταστήματα που λειτουργούσε, ενώ μέσω προγράμματος εθελούσιας εξόδου αποχώρησαν 200 εργαζόμενοι.
Σύμφωνα με πληροφορίες δεν αποκλείεται να υπάρξει περαιτέρω συρρίκνωση του δικτύου τους επόμενους μήνες, λόγω της μειωμένης ζήτησης για τραπεζικά προϊόντα μετά το ξέσπασμα της κρίσης στην εγχώρια αγορά.

Το ορόσημο της Lehman Brothers
Τα προβλήματα για την τράπεζα στην Ελλάδα ξεκίνησαν μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers, καθώς η Citibank είχε διαθέσει στην εγχώρια αγορά επενδυτικά προϊόντα των κεφάλαιο των οποίων ήταν εγγυημένο από την αμερικανική τράπεζα.

Έτσι, πέρα από τα σοβαρά προβλήματα επιβίωσης που δημιούργησε στη μητρική της το ξέσπασμα της πιστωτικής κρίσης στις ΗΠΑ, η τράπεζα υπέστη ένα ισχυρό πλήγμα αξιοπιστίας στην Ελλάδα λόγω της υπόθεσης με τα συγκεκριμένα προγράμματα επένδυσης.

Πελάτες της κινήθηκαν δικαστικά εναντίον της, με τη διαμάχη να λήγει το Μάιο του 2010, όταν η τράπεζα ανακοίνωσε ότι δέχεται να τους αποζημιώσει με το 70% της ονομαστικής αξίας των τίτλων που είχαν αγοράσει από τα καταστήματά της.