«
Τον Ιανουάριο του 1992 διάβασα στον τότε “Οικονοµικό Ταχυδρόµο” το αναδηµοσιευόµενο από “Το Βήµα” άρθρο σας “Είµαστε έθνος καραγκιόζηδων”.
Το κείµενό σας αυτό, προφητικό τότε, που ενστερνίσθηκα πλήρως, προσχωρώντας στις θέσεις σας για µία ακόµη φορά, το φύλαξα ως κόρην οφθαλµού, αφού κατέστησα κοινωνούς του φίλους, συγγενείς, γνωστούς, και το έχω µάθει πια σχεδόν “απέξω” από τις άπειρες αναγνώσεις του… Σήµερα θεωρώ ότι είναι περισσότερο από ποτέ επίκαιρο, µια και φτάσαµε εδώ που φτάσαµε, όπως φτάσαµε… Θα ήθελα να εκφράσω την παράκληση να το δηµοσιεύσετε και πάλι για να µάθουν οι νέοι ».
Ιδού λοιπόν για µία ακόµη φορά αποσπάσµατα από το άρθρο αυτό:
«Από χρόνια ήθελα να εκφράσω τη µεγάλη απορία µου για την ενθουσιώδη υιοθέτηση και προβολή του µύθου του Καραγκιόζη στην Ελλάδα από πλήθος ανθρώπων της τέχνης και της διανόησης, από παιδαγωγούς και από τα µέσα µαζικής ενηµέρωσης. Ισως κανένας µυθικός ήρωας δεν έχει θαυµασθεί όσο αυτός ο πρωταγωνιστής του Θεάτρου Σκιών. Και όµως αυτός ο κακοµούτσουνος και κακοµοίρης είναι συµπύκνωση των πιο απεχθών ελαττωµάτων που γέννησε η ανθρώπινη ψυχή.
Είναι πρώτα-πρώτα τεµπέλης. Παριστάνει ότι θέλει δήθεν να δουλέψει και γι’ αυτό κατά καιρούς επαγγέλλεται τα πάντα. Στην πραγµατικότητα όµως υποδύεται µια επαγγελµατική ιδιότητα µε µόνιµη πρόθεση να ξεγελάσει τους άλλους για να τα κονοµήσει. Σταθερή επιδίωξή του είναι να βγάλει λεφτά χωρίς να κοπιάσει.
Οσάκις µε την απάτη δεν τα καταφέρνει, η εύκολη λύση που µας διδάσκει ως καταφύγιο είναι η κλοπή. Αλλωστε το µακρύ χέρι του είναι το σταθερό σύµβολο της µόνης δεξιοτεχνίας που τον χαρακτηρίζει: να δέρνει και κυρίως να κλέβει. Και προσέξτε το κι αυτό – όχι από τους πολλά έχοντες, αλλά από τα εύκολα θύµατα. Εκείνον που συνήθως κατακλέβει είναι ο πιο στενός του φίλος, ο Χατζηαβάτης. Ετσι εξευτελίζει και την υψηλή ανθρώπινη αρετή της φιλίας.
Ενα τέτοιο βρωµερό υποκείµενο είναι πολύ φυσικό να χαρακτηρίζεται από τη µέχρις αηδίας ταπεινοφροσύνη απέναντιτων ισχυρών και τη βάρβαρη και µέχρι µοχθηρίας µεταχείριση των αδυνάτων. ∆έρνει ασταµάτητα τον Χατζηαβάτη και όποιον άλλον αδύναµο γύρω του, χωρίς να φείδεται ούτε των παιδιών του, ενώ η κακοµεταχείριση της γυναίκας του είναι ό,τι ταπεινωτικότερο για το ασθενές φύλο. Είναι φυσικά και άδικος. Οσάκις κονοµήσουν κάτι µε τον Χατζηαβάτη αναλαµβάνει τη µοιρασιά κατά τη γνωστή ρήση: “Τα δικά σου δικά µου και τα δικά µου δικά µου”. Ακόµη, αρέσκεται να χλευάζει τους αφελείς, όπως ο µπαρµπαΓιώργος, τον οποίον επίσης εξαπατά.
Ετσι, εκτός από την ασέβεια προς τουςγηραιότερους συγγενείς, το πρότυπο Καραγκιόζης µάς ωθεί να κοροϊδεύουµε κι από πάνω αυτούς που εξαπατούµε. Να µην ξεχάσω και τον ρόλο του Καραγκιόζη ως οικογενειάρχη. Γιατί δεν αρκείται να δείχνει το κακό παράδειγµα. Το διδάσκει κιόλας. Παραδίνει ανελλιπώς στα παιδιά του µαθήµατα κλοπής και απάτης ως µέσο πλουτισµού µε χλευασµό της εργασίας, της εντιµότητας, των γηρατειών.
Ο Καραγκιόζης σε οποιαδήποτε άλλη χώρα του κόσµου θα ήταν το κορυφαίο πρότυπο του παραδείγµατος προς αποφυγήν. Και όµως στην Ελλάδα (ανεξάρτητα και πέρα από το εύλογο λαογραφικό και ιστορικό ενδιαφέρον του µύθου) έχει υιοθετηθεί από πλείστους παιδαγωγούς και από τα κρατικά µέσα ενηµέρωσης ως κατάλληλο πρότυπο για τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών µας. Πώς αλλιώς να εξηγηθεί η τόσο ενθουσιώδης προβολή στα παιδιά, αν δεν θέλαµε να τα διδάξουµε εξ απαλών ονύχων την κλοπή, την απάτη, την αδικία, το ψέµα, την απανθρωπιά, τη βαναυσότητα, το γλείψιµο των ισχυρών και το κλωτσοπάτηµα των αδυνάτων. Μήπως τελικά είµαστε ένα έθνος καραγκιόζηδων;».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ