Η άλλη ζωή των νησιών
Τα νησιά έχουν διπλή ζωή. Και όπως συνήθως συμβαίνει, η μια ζωή μένει στην αφάνεια, ακόμη και αν δεν είναι παράνομη, αλλά απίστευτα θελκτική. Βεβαίως, θελκτική για τον ταξιδιώτη που έχει τη δυνατότητα να διαθέσει χρόνο και όχι μια «τριήμερη απόδραση».
Οταν έχεις μετρημένα στα δάχτυλα τριήμερα ή γουικέντ σε έναν ολόκληρο χρόνο, διστάζεις να τα διακυβεύσεις σε πειραματισμούς. Οχι πως θα σε κατηγορήσει κανείς. Ολοι έχουμε ανάγκη από τις «δημοφιλείς» φωτογραφίες, τα «αξιοθέατα» ή και το νησιώτικο πανηγύρι τουδεκαπενταύγουστου που ξεσηκώνει το Αιγαίο απ’ άκρη σ’ άκρη.
Αλλά αυτή είναι η «μικρή» ζωή των νησιών, το καλοκαίρι των 40 ημερών. H μεγαλύτερη, σε διάρκεια κατ’ αρχήν, και η πιο αυθεντική και ανιδιοτελής είναι η άλλη ζωή των νησιών, αυτή που διαρκεί τις υπόλοιπες 320 ημέρες. Μια άλλη ζωή, άλλων τοπίων, άλλων εποχών, άλλων ανθρώπινων σχέσεων, εν τέλει μιας άλλης ομορφιάς.
Και η Τήνος ειδικά έχει μια πλούσια, δική της ζωή, προκλητική για τους περιηγητές όλον τον χρόνο, και χθες και σήμερα, που αρχίζει να ηρεμεί τώρα τον Σεπτέμβριο και να μπαίνει στους φυσιολογικούς ρυθμούς της.
Οχι ότι αλλάζει δραματικά το πρόσωπο του νησιού – αφού είναι γνωστό ότι θέλει να το διατηρεί καθαρό ακόμη και την «υψηλή τουριστική περίοδο», αλλά γίνεται πιο ατμοσφαιρικό και αναδεικνύονται αβίαστα τα βασικά χαρακτηριστικά του, τα παράθυρα των βουνών και οι εξώστες των χωριών και των ξωκλησιών προς το πέλαγος, τα ωραία και ζωντανά χωριά, οι περίτεχνοι περιστερώνες, η καλλιτεχνική φλέβα που διατρέχει το νησί απ’ άκρη σ’ άκρη.
Η σφραγίδα των καλλιτεχνών
Την Τήνο λες και τη φιλοτέχνησαν ολόκληρη – τα βουνά, τις ξερολιθιές, τα σπίτια, τα λιθανάγλυφα παράθυρά τους και τις βρύσες, τα ξωκλήσια, τους περιστερώνες, τα λιθάρια του Βώλακα – οι τόσοι καλλιτέχνες που γέννησε, ο Γιαννούλης Χαλεπάς, ο Νικόλαος Γύζης, ο Νικηφόρος Λύτρας, ο Αντώνιος Σώχος, ο Λάζαρος Λαµέρας.
Σίγουρα έχει πολλά να πει στον περιηγητή το νησί που δηµιουργεί και εµπνέει καλλιτέχνες. Οχι µόνο παλαιότερα, αλλά και τώρα. Γιατί η Τήνος συνεχίζει να βγάζει καλλιτέχνες, όπως την Ελένη Γλύνη από τα Υστέρνια, η οποία µας ξεναγεί µε κείµενα και ζωγραφιές στη µεριά της, από την Καρδιανή ως τον Πάνορµο, και τον Αλέκο Κυραρίνη, ο οποίος γράφει (εµπνέεται και σκιτσάρει) για την καλλιτεχνία και τη «µαρµαροσύνη» που πλανώνται σαν «ερωτόσκονη» στον αέρα της Τήνου.
Η κουζίνα στο σπίτι της γιαγιάς µου στον Πύργο της Τήνου είχε ένα µαγικό παράθυρο, από το οποίο φαινόταν όλο το χωριό από ψηλά, σαν να πετούσες. Χωριό εκτυφλωτικά λευκό τα µεσηµέρια που ο ήλιος έκανε απαγορευτική την παραµονή µας στον δρόµο. Το οποίο τα βράδια µεταµορφωνόταν σε µεταφυσικό γαλαξία, καθώς το µόνο που διέκρινα στο σκοτάδι ήταν τα φωτάκια από τα σπίτια και τα καντηλάκια στο νεκροταφείο της Σωτήρας.
Μπροστά στο παράθυρο ήταν τοποθετηµένο το τραπέζι όπου κάθε µεσηµέρι (απαραιτήτως στις 12) και κάθε βράδυ (απαραιτήτως στις 8) έτρωγα τους κεφτέδες µου. Απαραιτήτως κεφτέδες. Με αυτό το φαγητό ανατράφηκα από τα 7 ως τα 10 χρόνια µου, περίοδο κατά την οποία αρνιόµουν πεισµατικά να φάω οτιδήποτε άλλο. Και αν η µητέρα µου αντιµετώπιζε µε ψυχραιµία και στωικότητα την ιδιοτροπία µου, η γιαγιά που µε φιλοξενούσε κάθε καλοκαίρι στον Πύργο (τόπος καταγωγής και των δύο γονιών µου) ζούσε µε τη διαρκή αγωνία της κατάρρευσής µου από αβιταµίνωση, σκορβούτο και όποια άλλη αρρώστια γνώριζε.
Αγωνία την οποία εκδήλωνε τηγανίζοντας καθηµερινά τόνους κεφτέδες και υποχρεώνοντάς µε να φάω µέχρι σκασµού, «αν θέλεις να βγεις το απόγευµα και να παίξεις, γιατί εγώ νηστικό δεν σε στέλνω!». Ετσι, κάθε µεσηµέρι, στις 12, καθηλωµένος µπροστά στο παράθυρο αγωνιζόµουν να καταπιώ το… νιοστό κρεατοσφαιρίδιο κοιτάζοντας έξω τα σπίτια, τους κήπους, τους περαστικούς και φτιάχνοντας µε τη φαντασία µου ιστορίες, για να ξεχνάω το µαρτύριό µου. Ενα µαρτύριο που δεν τελείωνε αν δεν έτρωγα και τους 20 κεφτέδες που είχε το πιάτο µου. Γιατί τους µετρούσε. Ωσπου αποφάσισα να επαναστατήσω.
Εκτοτε κάθε φορά που το παράθυρο ήταν ανοιχτό πετούσα έναν-έναν τους κεφτέδες στις γάτες που περίµεναν στον κήπο, ενώ τις ηµέρες κατά τις οποίες ήταν κλειστό για να µη σπάσουν τα τζάµια από το µελτέµι, τους έκρυβα σε ένα άδειο κιούπι που βρισκόταν δίπλα στο τραπέζι. Και ήµασταν όλοι ευχαριστηµένοι: εγώ επειδή έτρωγα όσο ήθελα (δηλαδή ελάχιστα), η γιαγιά επειδή «επιτέλους, έγινες καλό παιδί». Επρεπε να περάσουν αρκετοί µήνες για να ανακαλύψει, την ηµέρα που έκανε γενική καθαριότητα, τους εκατοντάδες µουχλιασµένους κεφτέδες µέσα στο κιούπι. Και για να εισβάλει µε ένταση 9 και βάλε µποφόρ στο αθηναϊκό διαµέρισµά µας για να µε απειλήσει: «Εγώ άλλο καλοκαίρι µαζί µου δεν σε παίρνω, θα παίρνω την αδελφή σου που είναι άνθρωπος!».
Εννοείται ότι και τα επόµενα καλοκαίρια µου τα πέρασα στην Τήνο, καθισµένος τα µεσηµέρια στην ίδια κουζίνα, µε τη γιαγιά να τηγανίζει κεφτέδες, το κιούπι το είχε αποµακρύνει από τον χώρο. Και µε τα µάτια µου να ταξιδεύουν έξω από το παράθυρο και να µετρούν ξανά και ξανά τα σπίτια. Με αυτές τις εικόνες τράφηκα και ανατράφηκα. Αυτές οι εικόνες µε παρηγορούν όποτε επιστρέφω. Μόνο η γιαγιά, να µε κυνηγά µε το τηγάνι στο χέρι, λείπει.
Στη διαδροµή από τη χώρα προς τα χωριά Καρδιανή, Υστέρνια και Πύργο, που βρίσκονται βορειοδυτικά, µπορεί κάποιος να απολαύσει ένα από τα πιο όµορφα τοπία του νησιού. Σηµαντικό αξιοθέατο στη βορειοδυτική διαδροµή προς Καρδιανή είναι ένα κοµµάτι βράχου λαξευµένο από τους ισχυρούς ανέµους και τη βροχή, που αποτελεί γεωλογική αποσάθρωση σε σχιστόλιθο.
Μπαίνοντας στην είσοδο του οικισµού Καρδιανή γίνεται αµέσως αισθητή η δροσιά των πλατανιών, της έντονης βλάστησης και των νερών που κυλάνε αδιάκοπα από το βουνό. Η Καρδιανή είναι κτισµένη αµφιθεατρικά στην απόκρηµνη πλαγιά του βουνού Πατέλες σε υψόµετρο 240-300 µ.
Εχει θέα στο πέλαγος και στη Σύρο και είναι ένα από τα ωραιότερα χωριά της Τήνου, στο οποίο συνυπάρχουν ορθόδοξοι και καθολικοί. Κατεβαίνοντας τα σκαλιά για την είσοδο του χωριού, συναντάµε την πλατεία της Παναγίας της Κιουράς (Κυράς).
Η πλατεία είναι φτιαγµένη εξ ολοκλήρου από µάρµαρο και στο κέντρο της υπάρχει ένα σιντριβάνι µε τέσσερις µαρµάρινους βατράχους, ενώ γύρω της δεσπόζουν ψηλά κυπαρίσσια. ∆ίπλα στην πλατεία, σε έναν υπερυψωµένο περίβολο, στέκει ο καθολικός ναός της Παναγίας της Κιουράς.
Κάτω από τον περίβολο, στο καλντερίµι απ’ όπου περνάει και ο κεντρικός δρόµος, συναντάµε µια υπέροχη µαρµαρόγλυπτη κρήνη που χρονολογείται από το 1777. Το χωριό είναι φτιαγµένο µε τη χαρακτηριστική τηνιακή αρχιτεκτονική, οι οικίες ακουµπούν η µία την άλλη, σε πολλά σηµεία συνδέονται µε καµάρες και ανάµεσά τους απλώνεται ένας ιστός από µαρµάρινα σοκάκια.
Βγαίνοντας από την Καρδιανή και συνεχίζοντας στον κεντρικό φιδωτό δρόµο σε λιγότερο από δέκα λεπτά ξεπροβάλλει το χωριό Υστέρνια, γνωστό για τους περίφηµους µαρµαρογλύπτες του. Τα Υστέρνια είναι κτισµένα σε υψόµετρο 300-340 µ. Μπαίνοντας από την επάνω είσοδο του χωριού συναντάµε το Ηρώο, ένα µαρµάρινο µνηµείο αφιερωµένο στους πεσόντες των πολέµων του 1912 και του 1940. Λίγο πιο κάτω βρίσκεται το µουσείο υστερνιωτών καλλιτεχνών που εγκαινιάστηκε το 1989. Το κτίριο ήταν το παλαιό σχολείο του χωριού. Το 1952 ανακαινίστηκε και λειτούργησε ως βιοτεχνική σχολή (υφαντουργείο). Στο µουσείο εκτίθενται έργα υστερνιωτών γλυπτών, όπως οι Λάζαρος Σώχος, Ιάκωβος Μαλακατές, Γεώργιος Φυτάλης, Αντώνιος Σώχος και Λάζαρος Μαλακατές.
Τα Υστέρνια είναι επίσης γενέτειρα των αδελφών Φυτάλε, περίφηµων µαρµαρογλυπτών. Πολλά από τα γλυπτά του Γεώργιου και του Λάζαρου Φυτάλε βρίσκονται στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών. Κατηφορίζοντας τον κεντρικό δρόµο του χωριού το µάρµαρο κυριαρχεί παντού. Στα σπίτια επάνω από τα παράθυρα και τις πόρτες πολλές φορές τοποθετούνται φεγγίτες µε µαρµάρινα υπέρθυρα, τα οποία έχουν ανάγλυφες παραστάσεις µε λαϊκή και εκκλησιαστική θεµατολογία και επιβεβαιώνουν την ύπαρξη µιας µεγάλης καλλιτεχνικής παράδοσης.
Ο περίβολος, η εξαιρετική πρόσοψη και το τέµπλο της Αγίας Παρασκευής, καθώς και το νεκροταφείο του χωριού µαρτυρούν το υψηλό επίπεδο των µαρµαρογλυπτών και µαρµαράδων του τόπου. Στην πλατεία του χωριού (πλατεία Νικολάου Γλύνη), στην κεντρική κρήνη, υπάρχει ακόµη το σηµάδι από τη χειροβοµβίδα που πέταξε ένας Ιταλός το 1944 κατά την αποχώρηση των ιταλικών στρατευµάτων από το νησί. Πίσω από τις κολόνες της κρήνης υπάρχουν ανεξίτηλα, γραµµένα µε µολύβι, ονόµατα νεαρών µαθητριών του 1952.
Τα λατοµεία Πατέλα και Καρύκα προσφέρουν άφθονο µάρµαρο για να ντυθούν οι εκκλησίες, τα σπίτια και οι δρόµοι.
Λίγο έξω από το χωριό συναντούµε το Μοναστήρι της Καταπολιανής. Ο ναός της έχει ξυλόγλυπτο τέµπλο και µερικές εξαιρετικές εικόνες. ∆ίπλα του υπάρχουν κτίσµατα που χρησιµεύουν σαν κοιτώνες, βοηθητικοί χώροι, κουζίνα και τράπεζα όπου προσφέρεται φαγητό στους προσκυνητές τις ηµέρες της εορτής του ναού.
Περνώντας τα χωριά Πλατιά και Βεναρδάδος φτάνουµε στον Πύργο. Ο Πύργος είναι το κεφαλοχώρι και πήρε το όνοµά του από έναν βενετσιάνικο πύργο που βρισκόταν εκεί σύµφωνα µε έγγραφα του 16 ου αιώνα. Στην οδό Γιαννούλη Χαλεπά, στην αρχή του δρόµου, βρίσκονται το µουσείο τηνίων καλλιτεχνών και το σπίτι του Χαλεπά.
Στο µουσείο υπάρχουν έργα καλλιτεχνών που γεννήθηκαν στον Πύργο και στα Υστέρνια όπως οι Γιαννούλης Χαλεπάς, Λάζαρος ∆ούκας, ∆ηµήτρης Φιλιππότης, κ.ά. Το πατρικό σπίτι του µεγάλου γλύπτη Χαλεπά έχει µετατραπεί σε µουσείο. Μέσα του µπορείς να περιηγηθείς τα δωµάτια, που βρίσκονται προσωπικά του αντικείµενα, στο εργαστήριό του και στο υπνοδωµάτιο. Επίσης εκτίθενται σχέδια και γλυπτά του.
Στο χωριό υπάρχει και το πρόσφατα ανεγερθέν µουσείο µαρµαροτεχνίας που στεγάζεται σε ένα σύγχρονο κτίριο δίπλα στη Σχολή Καλών Τεχνών. Τα εκθέµατα του µουσείου διηγούνται την ιστορία του µαρµάρου από τη στιγµή της εξόρυξής του στα λατοµεία έως τη στιγµή της επεξεργασίας του από τους µαρµαρογλύπτες.
Ο Πύργος είναι επίσης τόπος γέννησης του ζωγράφου Νικηφόρου Λύτρα και καταγωγής του Γιάννη Γαΐτη και του Νίκου Σκαλκώτα. Στο δροµάκι που οδηγεί στην κεντρική πλατεία του χωριού, µε τον µεγάλο πλάτανο και τα καφενεία, υπάρχουν πολλά εργαστήρια µαρµαρογλυπτών.
Επιβλητικές είναι οι εκκλησίες των Αγίου Νικολάου και Αγίου ∆ηµητρίου. Ενας άλλος πολύ ενδιαφέρων τόπος επίσκεψης είναι το νεκροταφείο του χωριού µε επιτύµβιες πλάκες που παριστούν ανάγλυφα διάφορα λαϊκά θέµατα και κάποιες φορές αντικείµενα που αποτελούν ενδείξεις του επαγγέλµατος του νεκρού.
Ολοκληρώνοντας τη διαδροµή καταλήγουµε στο επίνειο του Πύργου, τον όρµο Πανόρµου, που κάποτε ήταν ένα από τα µεγαλύτερα λιµάνια του νησιού.
Ενας µύθος λέει ότι ο Φειδίας δίδαξε ο ίδιος τη γλυπτική στους κατοίκους της Τήνου, όταν παρασύρθηκε από δυνατούς ανέµους και αντί για τον προορισµό του που ήταν η ∆ήλος, βγήκε κατά λάθος στην Τήνο.
ΠΡΟΣΒΑΣΗ
Ακτοπλοϊκώς από τον Πειραιά, με τακτικά καθημερινά δρομολόγια με τα Blue Star Feries (τηλ. 2104121.172) σε τεσσερισήμισι ώρες και με τα High Speed (τηλ. 2104199.000) σε τρεις ώρες, καθώς και από τη Ραφήνα με το Flying Cat 3 (τηλ. 22940 26239) σε μία ώρα και 45 λεπτά και με το Super Ferry II (τηλ. 801 2224.000) σε τρεις ώρες και 15 λεπτά.
Στη Χώρα, στην παραλία του Αγίου Φωκά, στα ξενοδοχεία «Ανθεια» (τηλ. 22830 25021, www.anthia.gr) και «Golden Beach» (τηλ. 22830 22579, www.goldenbeachtinos.gr). Μέσα στη Χώρα, στα ξενοδοχεία «Αλτάνα» (τηλ. 6932 724.253, www.altanahotel.gr) και «Τήνιον» (τηλ. 22830 22261, www.tinionhotel.gr). Στα Κιόνια, στο ξενοδοχείο «Tinos Beach» (τηλ. 22830 22626, www.tinosbeach.gr). Στοπν Αγιο Ιωάννη Πόρτο, στο «Porto Tago» (τηλ. 22830 24411, www.portotago.gr).
ΦΑΓΗΤΟ
Στη Χώρα, στα ταβερνάκια «Κουτούκι τηςΕλένης» και «Ταρσανάς».
Στον Ορμο Υστερνίων, στο «Θαλασσάκι», το καλύτερο, λένε, εστιατόριο στο νησί.
Στον Πάνορμο, στην ταβέρνα της Μαρίνας.
Στον Τριαντάρο, στην ταβέρνα «Λεύκες». Στη Στενή, στον φημισμένο για τα κρέατά του Ντουάρ.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ