Η Πελαγία γεννήθηκε το 1946 στη Μυτιλήνη. Άσχημη, κουτσή, επιληπτική, έφτασε ως τα Μανιάτικα του Πειραιά κι από εκεί στο νεοκλασικό της οδού Δελφών. Δούλεψε σε ξενοδοχείο του Ξυλοκάστρου –καθάριζε αυγά για τα πρωινά– μετακόμισε στη Νέα Υόρκη όπου έκανε τα καλύτερα χοτ ντογκ, με λουκάνικα που δε μαύριζαν σαν του Ιταλού απέναντι, έφυγε κακήν κακώς, έγινε τραγουδιάρα στα μπουζούκια της Αθήνας, καλύτερη από τη Ρόζα και την Νταλιάνα και τις άλλες τις άφωνες, για να καταφέρει να γίνει η καλύτερη τσατσά της δυτικής Αθήνας.
Η Πελαγία ανοίγει την πόρτα, την αγκαλιά, αλλά δυστυχώς για ‘κείνη όχι τα πόδια της, σε ένα μικρό στρατό Πριγκίπων, ένα τσούρμο ανέστιων κι απάτριδων παλικαριών, εραστών κι ερωμένων, τους οποίους, ωσάν θηλυκή Φέιγκιν του Τσαρλς Ντίκενς, εξαπολύει προς κλοπές και λοιπές νομές – και, αφού εκείνοι κομίσουν στο νεοκλασικό την αμαρτωλή πραμάτεια τους, η Πελαγία τους πηγαίνει για προσκύνημα στον Άγιο Νεκτάριο. Πριν ξαναξεχυθούν στις ιδρωμένες, σπερματικές πομπές τους.
Θετή κόρη μάγισσας, της χθόνιας Αδαμαντίας με την αυγομαντεία και τους χρησμούς, της οχιάς-μάνας που τη χτυπούσε, την έβριζε, της Διαμάντως που ζευγάρωνε κρυφά στο μπαουλοντίβανο με τον παραγιό της, φίλη κανενός, κανενός ερωμένη, η Πελαγία ξεχύνεται σε έναν αστείρευτο μονόλογο, σε μία εξομολόγηση πέρα από τον τόπο και το χρόνο, σε ένα λυσσαλέο παραλήρημα που διαβάζεται απνευστί.
Λαϊκές αυλές, μπουρδέλα, σκυλάδικα, ψυχιατρεία και τεκέδες, Ομηρικοί ήρωες του σήμερα, βυζαντινά χωρία, πρίγκιπες, έρωτες παράνομοι και βρομεροί, βιασμοί, παρά φύσιν λυκοφιλίες, αιμοσταγείς κι απελπισμένοι δολοφόνοι. Ο Μιχάλης Γεννάρης, ετών 30, πρέπει να απόλαυσε τη συγγραφή του βιβλίου του όσο απόλαυσα κι εγώ την ανάγνωσή του.
Συγγραφικά, ο Γεννάρης δεν απολαμβάνει απλώς. Φαίνεται να μη φοβάται τίποτα. Να μη σταματάει, να μη διστάζει πουθενά. Το βιβλίο του σφύζει από αυτοπεποίθηση και σάτυρα:
«Της τα λέω κάθε μέρα: κοριτσάκι μου γλυκό και πρόστυχο, το ξέρεις πως εδώ είναι Ελλάς; Έχεις συνείδηση τι χώματα πατάς; Ελ-λάς! Λαμπρόπετρα. Θεόπετρα. Εδώ δεν παίζουμε με την καύλα του πελάτη! Έχουμε φιλότιμο!»
Κι αν κάποιοι βιάστηκαν να τον συγκρίνουν με το Μάτεσι, τη Ζατέλη, τον Ξανθούλη, ακόμη και τον Ταχτσή, οι επιρροές του Μιχάλη Γεννάρη είναι ακόμη περισσότερες. Ακόμη πιο εντυπωσιακές. Κάποιες τις μαρτύρησε ο ίδιος. Κάποιες άλλες τις έχει αφήσει στη διάθεση του αναγνώστη προς ανακάλυψη και τέρψη – όπως η αναφορά στο μύθο της Ηλέκτρας, η οποία διαπερνά το τελευταίο μέρος του καταιγιστικού του κειμένου.
Με άγρια χαρά υποψιάστηκα την αναφορά του στο μονόλογο της Ηλέκτρας στη σελίδα 167:
«Καημένε πατέρα! Κακόπρακτε! Κακορίζικε. Δύστυχε Πηλέα, κερατά! Εγώ η Πελαγία, κόρη πιστή, σύμμαχος πατέρα, έπρεπε να σ’ είχα προειδοποιήσει τι σκύλα τάιζες τόσα χρόνια στην Καλλίπολη Μυτιλήνης.»
Ο Γεννάρης δε βιάστηκε. Χρειάστηκαν περισσότερες από 20 σελίδες για να επαληθευτεί το προαίσθημά μου. Εδώ η μοιχός μάνα διηγείται:
«Είπαν πως πέθανε ο άντρας στα ξένα. Δεν το πιστεύω. Κακός ο κόσμος […] Ωστόσο, επειδή βρέθηκαν πολλοί μαρτύροι που είπαν πως αληθινά πέθανε πάνω στο καράβι, συναίνεσα εγώ με τη γνώμη του πλήθους, και ποια είμαι για ν’ αντιταχθώ;»
50 σελίδες αργότερα, λίγο πριν το τέλος του βιβλίου, ο Γεννάρης σφραγίζει την αναφορά με τον πιο δυνατό τρόπο – τα λόγια της Πελαγίας:
«Ήταν καπάτσα η Μυτιλινιά […] Τον Πηλέα, ο Τασούλης τον τσάπισε. Μέσα στο βαρέλι τον έβαλαν και τον έθαψαν. Είπανε μετά πως ερωτεύθηκε μια Προτεστάντισσα κι έφυγε μαζί της στην Αμερική.»
Αισχύλος, Σοφοκλής κι Ευριπίδης χωνεμένοι κι ενσωματωμένοι τέλεια σε ένα κείμενο-ποταμό.
Στη μοναδική συνέντευξη του Γεννάρη που μπόρεσα να βρω, ο ίδιος περιγράφει το βιβλίο του ως «queer μυθιστόρημα». Μάλλον είναι μετριόφρων: το Πρίγκιπες και Δολοφόνοι (εκδ. Ίνδικτος) είναι μία νεορεαλιστική ηθογραφία με στοιχεία ψυχογραφίας αλλά και πολιτικού σχολιασμού (η πραγματική μάνα της Πελαγίας, κομουνίστρια, χόρεψε βαλς με το νεογέννητο μωρό της πριν στηθεί στο απόσπασμα, και δάγκωσε το πόδι του αρνούμενη να το αφήσει από την αγκαλιά της λίγο πριν φάει μία σφαίρα στην καρδιά: έτσι εξηγεί ο Γεννάρης το λόγο για τον οποίο η Πελαγία κουτσαίνει. Καταπληκτικό).
Η δομή σύνθετη, αρχικά δυσκολεύει, οι σχέσεις και οι χαρακτήρες, ακόμη και οι βασικότεροι εξ’ αυτών, παρουσιάζονται σταδιακά, με το σταγονόμετρο. Η πλοκή υφαίνεται σε έναν καμβά που μόνο στο τέλος αποκαλύπτεται ολοκληρωτικά. Κι αν αρχικά φαίνεται ότι κάτι χάνεις, να επιμείνεις. Θα αποζημιωθείς με το παραπάνω, πίστεψέ με.
Με μία γλώσσα-κράμα, περίτεχνη όσο και μεγαλειωδώς ελληνική, ο Γεννάρης ξεσκονίζει λέξεις, βγάζει από το μπαούλο εκφράσεις ξεχασμένες, και τις παντρεύει αριστοτεχνικά σε δύο γυναικείους μονολόγους –της Πελαγίας και της τρανσεξουαλικής Σαλώμης. Οι λέξεις ασελγείς, εμπνευσμένες, σύνθετες, ακομπλεξάριστες. Το σύστημα πολυτονικό. Το αποτέλεσμα σχεδόν εικαστικό, ξεπερνά όλα όσα έχουμε συνηθίσει να διαβάζουμε από νέους Έλληνες συγγραφείς.
Ο Μιχάλης Γεννάρης πήρε φέτος το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού Διαβάζω, και φαίνεται να μπήκε στην ελληνική λογοτεχνία όπως άλλοι εισέρχονται στο ίδιο τους το σπίτι. Εφοδιασμένος με μεγάλα αποθέματα παρατηρητικότητας και αδιαφορίας για τις δομές και τις συμβάσεις στις οποίες μας έχουν συνηθίσει οι νεότεροι συγγραφείς, Έλληνες ή ξένοι, με ένα εξαιρετικό αισθητήριο της γλώσσας, ο Γεννάρης έγραψε ένα βιβλίο που θα μείνει, ακόμη κι αν γράψει κι άλλα, παρόμοια ή μη.