«Σκοτεινός άνεµος». Ετσι θα µπορούσαµε να περιγράψουµε το ρεύµα που παρασύρει τη σοσιαλδηµοκρατία σε όλο και χαµηλότερα επίπεδα εκλογικής επιρροής. Για το σύνολο της περιόδου 1950-2009, σε 13 ευρωπαϊκές χώρες, τα σοσιαλιστικά κόµµατα έχουν απολέσει πάνω από το 20% της δύναµής τους.

Η «νεοφιλελευθεροποίηση» των σοσιαλδηµοκρατικών κοµµάτων, παρά την αναγεννητική ώθηση της αρχικής φάσης (δεκαετία του 1990), υπονόµευσε µεσοπρόθεσµα και τις εκλογικές επιδόσεις και την ιδεολογική-προγραµµατική ταυτότητα του σοσιαλισµού. Βέβαια, η σοσιαλδηµοκρατία «επανιδρύθηκε» πολλές φορές στο παρελθόν, προσαρµοζόµενη στο εκάστοτε κυρίαρχο πνεύµα ενός εξαιρετικά δυναµικού καπιταλιστικού συστήµατος. Οι παλαιές, όµως, «αναθεωρήσεις» (µεσοπόλεµος, πρώτη µεταπολεµική περίοδος) αναθεµελίωσαν το σοσιαλδηµοκρατικό σχέδιο όχι µόνον υπέρ του καπιταλισµού (που ήταν η γενική κατεύθυνση), αλλά και υπέρ των λαϊκών τάξεων – προωθώντας ένα είδος αντισταθµιστικού µεταρρυθµισµού εντός του γενικού καπιταλιστικού εκσυγχρονισµού. Αυτή η «αντισταθµιστική» όψη χάθηκε τη δεκαετία του 1990.

Πράγµατι, η αποδοχή του φιλελεύθερου µοντέλου παγκοσµιοποίησης στηρίχθηκε στην υπόθεση ότι η πλήρης απελευθέρωση των αγορών θα αύξανε τον συνολικό κοινωνικό πλούτο και, συνεπώς, θα µπορούσε εύκολα να συνδυαστεί µε τις κοινωνικές εγγυήσεις του ευρωπαϊκού µοντέλου. Στο πλαίσιο της αισιόδοξης αυτής σοσιαλδηµοκρατικής ανάλυσης «παραµελήθηκαν εγκληµατικά» , για να χρησιµοποιήσω την εύστοχη διατύπωση του γερµανού καθηγητή Βόλφγκανγκ Μέρκελ, οι πρόνοιες για τον υπερεθνικό έλεγχο της παγκοσµιοποίησης. Στο όνοµα της δηµιουργικότητας του κεφαλαίου και της µεγέθυνσης του ΑΕΠ, δύο σκληροί αξιακοί πυρήνες της ιστορικής ταυτότητας της σοσιαλδηµοκρατίας, το εξισωτικό σχέδιο και η προτεραιότητα της πολιτικής πάνω στις αγορές, εγκαταλείφθηκαν σχεδόν αµαχητί. Η κατάρρευση της Lehman Brothers και η κρίση χρέους απλώς κατέστησαν το εµφανές εκκωφαντικό: η φιλελεύθερη παγκοσµιοποίηση και η διατήρηση του ευρωπαϊκού κοινωνικού κεκτηµένου είναι αντιφατικά φαινόµενα. Συγκρούονται µετωπικά, έστω και αν συνδυάζονται προσωρινά.

Η σοσιαλδηµοκρατία της δεκαετίας του 1990 αποδέχτηκε την αλλαγή του «µεγάλου πλαισίου» χωρίς µάχη. Σήµερα είναι πολύ αδύναµη, µε δεδοµένη την παγίωση ενός παγκοσµιοποιηµένου πλέγµατος συµφερόντων και καταναγκασµών, για να πάρει πίσω αυτά που έδωσε. Η εκ νέου αλλαγή παραδείγµατος δεν µπορεί να επιτελεστεί χωρίς µεγάλο κόστος για όλους – και για τη σοσιαλδηµοκρατία. Ωστόσο, µάλλον δεν υπάρχει άλλος δρόµος.

Ολο και περισσότερο γίνεται φανερό ότι η ανακοπή της τρελής πορείας του χρηµατοπιστωτικού καπιταλισµού δεν θα γίνει µε µικρές µεταρρυθµίσεις, µε τη γλώσσα της λογικής και µε τον εξευµενισµό. Επίσης, η επαναρύθµιση της χρηµατοπιστωτικής βιοµηχανίας µέσω µιας κεντρικής συµφωνίας σε παγκόσµιο επίπεδο, επιθυµία που πολλοί ηγέτες έχουν διατυπώσει, µάλλον δεν θα πραγµατοποιηθεί ποτέ.

Τι µένει; Η δηµιουργία κρίσης ως απάντηση στην κρίση. Απέναντι στην κρίση που δηµιουργούν οι αγορές, το πολιτικό σύστηµα πρέπει να δείξει πυγµή – να παροξύνει την κρίση, αλλάζοντας το πολιτικό πλαίσιο εντός του οποίου δρουν οι οικονοµικοί πρωταγωνιστές. Να δηµιουργήσει, δηλαδή, ένα αντίστροφο σοκ ισχύος, µε στόχο τον περιορισµό της ελευθερίας κίνησης των λεγόµενων κερδοσκοπικών κεφαλαίων του χρηµατοπιστωτικού τοµέα. Μια «ρυθµισµένη ευρωπαϊκή χρηµατοπιστωτική ζώνη», µια χρηµατοπιστωτική δηλαδή βιοµηχανία περιφερειακής εµβέλειας (Φρεντερίκ Λορντόν) θα µπορούσε να διαµορφώσει συνθήκες καλύτερης προστασίας και του ευρωπαϊκού κοινωνικού κεκτηµένου και της κοινής λογικής. Υπάρχει µια φράση για αυτό: µερική αποπαγκοσµιοποίηση.

Οι Γάλλοι Σοσιαλιστές και οι Γερµανοί Σοσιαλδηµοκράτες συνεργάζονται διµερώς, εδώ και καιρό, µε στόχο το συντονισµό των πολιτικών τους, εφόσον κερδίσουν τις επόµενες εκλογές. Το Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόµµα έχει πραγµατοποιήσει, για πρώτη φορά στην ιστορία του, ένα προγραµµατικό άλµα. Αξίζει κανείς να εµπιστευτεί την ευρωπαϊκή σοσιαλδηµοκρατία; ∆υστυχώς, η απάντηση είναι µάλλον αρνητική. Οι σοσιαλδηµοκράτες έχουν συµφέρον να κερδίσουν ό,τι έχασαν στη δεκαετία του 1990: τη µάχη των οικονοµικών δοµών, που έκτοτε έγιναν ανεξέλεγκτες, και εκείνη των πολιτικών ιδεών. Ωστόσο, η πρόσφατη ιστορία τους και οι εσωτερικές διαιρέσεις τους µάλλον θα τους ωθήσουν σε λύσεις χαµηλού ρίσκου.

Αν πάντως κανείς θέλει να είναι αισιόδοξος (ο γράφων δεν ανήκει σε αυτούς) αξίζει ίσως να εµπιστευτεί την ανορθολογική δυναµική των αγορών. Ποτέ δεν πρόδωσαν, σε αντίθεση µε την σοσιαλδηµοκρατία ή την Αριστερά, τον εαυτό τους. Κάποια στιγµή θα προκαλέσουν την αντίδραση που τυφλά αναζητούν. Κάποιος «τρελός» actor θα πει το µεγάλο «όχι». Σε αυτή την περίπτωση, η πολιτική θα ξαναγίνει κυρίαρχη, απόλυτα, γυµνά και επιθετικά κυριαρχική. Και αυτός ο actor θα λειτουργήσει «σοσιαλιστικά», είτε ανήκει είτε δεν ανήκει στη σοσιαλιστική οικογένεια.

Ο κ. Γεράσιµος Μοσχονάς είναι αναπληρωτής καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήµιο.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ