Ο Πέτρος Τατσόπουλος γράφει ακόμα το καινούργιο του βιβλίο που κυκλοφορεί το φθινόπωρο. «Δεν το έχω τελειώσει ακόμα. Θα το παραδώσω πέντε λεπτά αφ’ ότου το τελειώσω» λέει αυτοσαρκαζόμενος ο ίδιος στο «Βήμα». Είναι πάγια τακτική του εδώ και 31 χρόνια, από το 1980 δηλαδή που εξέδωσε τους «Ανήλικους». Το νέο του βιβλίο με τίτλο «Γκαγκάριν – Ο κόσμος από χαμηλά», ένα αφήγημα για την cult ιστορία της μεταπολεμικής Ελλάδας, αναμένεται (το αργότερο) μέχρι τα μέσα του προσεχούς Νοέμβρη από τις εκδόσεις Οξύ.
Είναι γραμμένο όπως «Η καλοσύνη των ξένων» (πρόκειται για την ιστορία της υιοθεσίας του που κυκλοφόρησε το 2006), ακολούθησε την ίδια τακτική. «Επειδή στα ελληνικά δεν είναι δόκιμος ο όρος non-fiction novel (μη-μυθοπλαστική μυθοπλασία…) θα έλεγα πως το βιβλίο είναι ένα υβρίδιο, έχει έρευνα και ρεπορτάζ, δοκίμιο και αυτοβιογραφία, την προσωπική μου κατάθεση και μαρτυρίες ανθρώπων με τους οποίους μίλησα. Όλα αυτά μαζί, με τη λεοντή ενός μυθιστορήματος. Τα πάντα είναι αλήθεια, δεν υπάρχουν επινοήσεις» τονίζει.
Απ’ το 2005 ο Πέτρος Τατσόπουλος έχει στραφεί προς αυτή τη φόρμα που του αρέσει πολύ «χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έχω εγκαταλείψει το μυθιστόρημα». Έχει βρει μάλιστα και έναν (προσωρινό) τίτλο για το μυθιστόρημα που έχει αρχίσει να γράφει το οποίο όμως είναι σε πολύ πρώιμη φάση. Ο τίτλος είναι «Τάλε κουάλε», απ’ τα ιταλικά, μια λαϊκή έκφραση που σημαίνει «όμοιος ομοίω αεί πελάζει» ουσιαστικά. Το 2007 είχε εκδώσει τους «Νεοέλληνες», μια σειρά πορτραίτων που βασίζονταν σε συνεντεύξεις (απ’ τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο μέχρι τον Κώστα Ταχτσή) ενώ το 2009 τιμήθηκε με το Βραβείο Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το παιδικό του βιβλίο «Ο Σίσυφος στο μπαλκόνι».
Τώρα νιώθει ότι το τεράστιο πραγματολογικό υλικό που έχει στα χέρια του τον καταπλακώνει. «Αναρωτιέμαι για το τι δεν θα γράψω» λέει χαρακτηριστικά. «Το βιβλίο είναι μια προσπάθεια να συναρμόσω την επίσημη μεταπολεμική ιστορία της Ελλάδας, αυτή που ξέρουμε, τη συμβατική με την εναλλακτική, την υπόγεια ιστορία κυρίως στον χώρο του πολιτισμού. Υπάρχουν ορισμένες «αντισυμβατικές» φιγούρες που επικάλυψαν αντίστοιχες της επίσημης ιστορίας. Είμαι βέβαιος πώς αν βγείτε να ρωτήσετε τους σημερινούς εικοσιπεντάρηδες αν ξέρουν, για παράδειγμα, τον Γεώργιο Αθανασιάδη-Νόβα (που έχει μείνει στην ιστορία ως ο πρώτος «Πρωθυπουργός της Αποστασίας») ή τον Κώστα Γκουσγκούνη τα αποτελέσματα θα είναι συντριπτικά υπέρ του δεύτερου, τον πρώτο μπορεί να μην τον γνωρίζει κανείς. Αυτό είναι η εκδίκηση της γυφτιάς, η ετεροχρονισμένη επικράτηση μιας παραγνωρισμένης κουλτούρας» εξηγεί σαν χαρτοπαίκτης που ξέρει ότι έχει ποντάρει στο σίγουρο χαρτί.
Το cult τι είναι ακριβώς, πώς το αντιλαμβάνεται ο ίδιος; «Δεν είναι κάτι που μπορεί κανείς εύκολα να προσδιορίσει. Θα λέγαμε ότι είναι το καθαγιασμένο pop. Αλλά μετά πάμε στο πώς ορίζουμε το pop κ.ο.κ. Είναι, λίγο πολύ, μια σειρά από pop έργα πολιτισμού, λαϊκά πολιτισμικά έργα, που με την πάροδο του χρόνου έγιναν cult: απέκτησαν δηλαδή μια αξία που πιθανόν δεν ήταν αναγνωρίσιμη στην εποχή τους. Αυτή η αξία δεν είναι αναγκαστικά ποιοτική, μπορεί να είναι συναισθηματικής φύσεως». Ο Πέτρος Τατσόπουλος φέρνει ως παράδειγμα τις «φοβερά αντικομμουνιστικές ταινίες του Τζέιμς Πάρις που προβάλλονταν επί δικτατορίας. Οι άνθρωποι της δικιάς μου γενιάς, πενήντα ετών και πάνω, έχουν μ’ αυτές μια συναισθηματική σύνδεση. Κατανοούν απόλυτα ότι πρόκειται για φρικτές, κακοφτιαγμένες ταινίες με ηλίθια σενάρια. Επειδή όμως συνδέονται με τα παιδικά τους χρόνια, τους ανακινεί συνειρμικά μια νοσταλγία και διάφορα συναισθήματα. Που όμως είναι τελείως διαφορετικά απ’ αυτά που τους προκαλούνταν εκείνη την εποχή» καταλήγει.
«Αυτό που κατάλαβα γράφοντας αυτό το βιβλίο είναι ότι στην Ελλάδα, και σε άλλες χώρες φυσικά, αλλά στην Ελλάδα πρωτίστως δε λειτούργησαν τα «κουτάκια», ο διαχωρισμός, το απαρτχάιντ ανάμεσα στη σοβαρή-ποιοτική και στη λεγόμενη λαϊκή κουλτούρα» επισημαίνει ο συγγραφέας. Τον ρωτάμε αν κάτι τέτοιο είναι γενικότερα θετικό. «Νομίζω πως ναι. Υπήρξαν άλλωστε «ποιοτικά» έργα που ήταν αφάνταστα κακοφτιαγμένα και υπήρχαν πραγματικά διαμάντια στα σκουπίδια, αν θέλετε, της άλλης πλευράς. Υπήρχε μια ρευστότητα μια ελεύθερη διακίνηση ανάμεσα στον ένα και στον άλλο χώρο με αποτέλεσμα οι ιστορίες των ανθρώπων να συναντιούνται μ’ έναν αναπάντεχο τρόπο».
Ορόσημο για τον ίδιο (από κει ξεκινά μάλιστα και το βιβλίο) είναι η ομιλία του Μάνου Χατζιδάκι τον Ιανουάριο του 1949 για το ρεμπέτικο τραγούδι στο Θέατρο Τέχνης. «Ήταν η εποχή που όχι μόνο κανένας αστός δε θα διανοούταν να βάλει το ρεμπέτικο στο κάδρο, αλλά επιπλέον το είδος ήταν παράνομο, υπό διωγμό, συνδεόταν με το χασίς κτλ. Δεν υπήρχε περίπτωση ένας άνθρωπος σαν τον Χατζιδάκι να μιλήσει για το ρεμπέτικο και να μην προκαλέσει αντιδράσεις» λέει ο Τατσόπουλος. Έτσι έγινε άλλωστε στη συνέχεια. «Ο ίδιος άνθρωπος, μετά από τριάντα χρόνια, το 1979 με αρχές του 1980, κάνει την περίφημη εκπομπή στο Τρίτο Πρόγραμμα για τον Γιάννη Φλωρινιώτη. Ο τελευταίος τότε ήταν μια μορφή της pop κουλτούρας και η κίνηση του Χατζιδάκι θεωρήθηκε έγκλημα καθοσιώσεως. Αναρωτιόντουσαν πολλοί: πώς ήταν δυνατόν ο Χατζιδάκις να ασχοληθεί με κάποιον τόσο αντι-ποιοτικό; Ο Χατζιδάκις διέκρινε όμως, όπως φαίνεται, κάποια πράγματα σ’ αυτόν και γι’ αυτό ασχολήθηκε μαζί του».
Ο Χάρρυ Κλυν είναι μια κεντρική φιγούρα στο βιβλίο. «Είναι απ’ τους ανθρώπους που πάτησε με το ένα πόδι στον πάνω καλλιτεχνικό κόσμο και με το άλλο στον κάτω. Είναι απ’ τους καλλιτέχνες που μπαινόβγαινε σ’ όλους τους χώρους χωρίς κόμπλεξ και την ανάγκη του καθορισμού. Ενώ είχε και πολλά μη λαϊκά στοιχεία κατέληξε απόλυτα λαϊκός, έπαψε να είναι cult και έγινε mainstream (της δεσπόζουσας τάσης). Να σας υπενθυμίσω ότι ο Κώστας Γεωργουσόπουλος τον είχε ονομάσει «γελωτοποιό της Ρωμιοσύνης» ενώ ο Αλέκος Φασιανός έχει εκθειάσει τα ζωγραφικά του έργα» υπενθυμίζει ο Τατσόπουλος.
Ο Χάρρυ Κλυν είναι ο πατέρας του Νίκου Τριανταφυλλίδη ο οποίος είναι ο δημιουργός και η καλλιτεχνική ψυχή του «Γκαγκάριν» που αποτελεί κεντρομόλο δύναμη του βιβλίου. «Το μαγαζί αυτό στη Λιοσίων, που διοργανώνει τα cult festival κάθε χρόνο εδώ και δέκα-δώδεκα χρόνια είναι ένας πόλος έλξης που συσπειρώνει και απενοχοποιεί μια ολόκληρη γενιά η οποία βρίσκει σε αυτά τα έργα της κουλτούρας (μουσικά, κινηματογραφικά ή άλλα) κάποιες ποιοτικές ή συναισθηματικές αρετές, διασκεδάζει μ’ αυτά και ψυχαγωγείται».
Ο τίτλος όμως παραπέμπει και στον Γιούρι Γκαγκάριν. Ο σοβιετικός κοσμοναύτης, που είχε ύψος 1,57 μ, έβλεπε τον κόσμο «από χαμηλά» ανεξάρτητα απ’ το αν ήταν ο πρώτος άνθρωπος που τον είδε από τόσο ψηλά. «Φιλοδοξώ με αυτό το βιβλίο να δω έναν κόσμο και από ψηλά και από χαμηλά ταυτόχρονα» καταλήγει ο συγγραφέας, τις αντιφάσεις με άλλα λόγια της πολιτισμικής μας ιστορίας τα τελευταία πενήντα-εξήντα χρόνια.