Στον λιτό και μοναδικό επικήδειο, εμφανώς θλιμμένος αλλά κύριος της συγκίνησής του, ο πρώην πρωθυπουργός μίλησε σε τόνο προσωπικό για τον «Νίκο που ξεχώριζε»: «Δεν ήταν μόνο η εκτεταμένη μόρφωση, η αγάπη στη μουσική, η ενασχόληση με τη λογοτεχνία που τον διέκριναν αλλά και η προσωπικότητά του. Έδινε σημασία στις άλλες γνώμες, αποστρεφόταν τις εμπάθειες και τους δογματισμούς, πρόσεχε τις προσωπικές πλευρές των προβλημάτων, προσπαθούσε να πετυχαίνει συνθέσεις. Αλλά ήταν ταυτόχρονα κριτικός όταν έπρεπε, καυστικός για την ιδιοτέλεια, ειρωνικός για τα μεγάλα λόγια. Πάντα σταθερά προσηλωμένος στις αξίες που πίστευε: στην αντίληψή του για μια κοινωνία που πρέπει να βελτιώνει συνεχώς το επίπεδό της, στην πεποίθησή του ότι κάθε άτομο έχει ευθύνη απέναντι στους πολίτες και γι’ αυτό είναι επιβεβλημένη η ειλικρίνεια στις ανθρώπινες σχέσεις, η εναντίωση στους άκρατους εγωισμούς, η διαμάχη με την ισοπεδωτική μετριότητα. Ήταν απόλυτα συνεπής απέναντι σε όσα πίστευε. Υπερασπιζόταν τις φιλίες του και τις επιλογές του. Ήταν ανοιχτός στον άλλο, φιλικός, πρόθυμος να βοηθήσει, ανθρώπινος». Μίλησε για τον γενναιόδωρο φίλο Νίκο, που πρόσφερε απλόχερα ιδέες και χιούμορ, για τις βραδιές ξενοιασιάς στο σπίτι του χάρη στο κέφι του, για τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία, τους «απρόσμενους και εντυπωσιακούς εαυτούς» του Νίκου, για τα βιβλία του «που αγαπήθηκαν και διαβάστηκαν από χιλιάδες αναγνώστες, γιατί μπορούσαν μέσα σε αυτά να βρουν την πάλη για τις ιδέες και το νόημα της πολιτικής πράξης, τις διακυμάνσεις και τις συγκρούσεις της εθνικής ιδεολογίας, τις ταυτότητες της ελληνικής κοινωνίας».
«Ήταν βαθιά του πεποίθηση ότι πρέπει να αναδιαρθρώσουμε τη χώρα, για να πάψουμε να είμαστε οι περιθωριακοί της Ένωσης και να μετατραπούμε σε ενεργούς πρωταγωνιστές μιας πορείας ενοποίησης» είπε ο κ. Σημίτης για τον διαφωτιστή Νίκο.
Ο επικήδειος λόγος του Κώστα Σημίτη
«Με τον Νίκο γνωρίστηκα το 1981, όταν επισκέφθηκα ως υπουργός Γεωργίας για πρώτη φορά τις Βρυξέλλες. Ηταν η αρχή μιας βαθιάς και σταθερής φιλίας, που στηριζόταν στην εκτίμηση. Ηταν πολύτιμος σαν συνεργάτης και ανεκτίμητος σαν άνθρωπος. Ζήσαμε σε καθημερινή σχεδόν επαφή 30 ολόκληρα χρόνια.
Ο Νίκος ήταν η ευρωπαϊκή ιδέα σε πράξη, ο εκσυγχρονισμός σε μαχητική έκδοση. Απέναντι στην εκτεταμένη μιζέρια της ελληνικής πολιτικής ζωής που απεχθάνεται τη μόρφωση, δυσπιστεί στην ευπρέπεια και καλλιεργεί μια επίπλαστη ευαισθησία ήταν ο σταθερός υπερασπιστής του ορθολογισμού, της παιδείας, της γνώσης, της εντιμότητας και του ήθους. Γι’ αυτόν η πολιτική δεν περιοριζόταν στη διαμάχη για την εξουσία και στη νομή της αλλά αφορούσε αξίες, οράματα, πεποιθήσεις για την κοινωνική ζωή. Ηταν σε όλους τους αγώνες χωρίς δισταγμούς, χωρίς να σκέφτεται τον εαυτό του, ακόμη και όταν η αρρώστια άρχισε να τον καταπονεί.
Από το 1996, ως επικεφαλής του πρωθυπουργικού μου γραφείου, ήταν ακούραστος μαχητής για την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ. Ηξερε να χαράζει στρατηγικές σε μόνιμη αντιπαράθεση με τις τακτικές των υποσχέσεων που δεν πραγματοποιούνται, των ενεργειών που δήθεν αλλάζουν τα πράγματα αλλά διατηρούν το παλιό. Ηταν βαθιά του πεποίθηση ότι πρέπει να αναδιαρθρώσουμε τη χώρα, για να πάψουμε να είμαστε οι περιθωριακοί της Ενωσης και να μετατραπούμε σε ενεργούς πρωταγωνιστές μιας πορείας ενοποίησης. Οι άμεσοι συνεργάτες όλων των πρωθυπουργών της Ενωσης τον ήξεραν, συνεργάζονταν μαζί του, ήταν φίλοι του και άκουγαν τη γνώμη του. Είχαμε διαμορφώσει ένα δίκτυο συνεννόησης που έδειξε την αποτελεσματικότητά του σε όλες τις μεγάλες στιγμές της ευρωπαϊκής πορείας στο διάστημα 1996-2004: στην ένταξη στην ΟΝΕ, στο Ελσίνκι, στην ένταξη της Κύπρου, αλλά και στις αποφάσεις της Λισαβώνας για μια νέα πιο ανταγωνιστική Ενωση. Στη διάρκεια της ελληνικής προεδρίας του 2003 ο Νίκος βοήθησε αποφασιστικά να ξεπεραστούν οι διαμάχες που ακολούθησαν την επέμβαση των Αμερικανών στο Ιράκ και να αναδειχθεί η Ελλάδα ως εγγυητής μιας κοινής πορείας.
Κάθε Αγίου Νικολάου καλούσε σπίτι του για ένα δείπνο που μαγείρευε εξαιρετικά ο ίδιος. Ηταν ένα χαρούμενο βράδυ ξενοιασιάς χάρη στο κέφι του. Ο Νίκος προσέφερε απλόχερα τόσο σε μένα όσο και σε όλους που δούλευαν μαζί του, με χιούμορ, με ιδέες. Η σταθερή συμπαράσταση της Μαριάννας τον βοηθούσε και τον στήριζε τόσο στην πολιτική όσο και στη λογοτεχνία. Κέρδισα πολλά από τη φιλία μας. Ηταν ένα αποφασιστικό στοιχείο στην προσπάθειά μου.
Ο Νίκος είχε, πέρα από το πρόσωπο που όλοι γνώριζαν από τις πολιτικές του δραστηριότητες, και άλλους εαυτούς απρόσμενους και εντυπωσιακούς. Για αρκετά χρόνια ασχολήθηκε με τη ζωγραφική και έχει αφήσει μεγάλο αριθμό πινάκων με συμβολικά υπαρξιακά θέματα.
Τα βιβλία του χαρακτηρίστηκαν δικαιολογημένα ως μανιφέστα εκσυγχρονισμού. Ηταν βιβλία οραματικά που αγαπήθηκαν και διαβάστηκαν από χιλιάδες αναγνώστες, γιατί μπορούσαν μέσα σε αυτά να βρουν την πάλη για τις ιδέες και το νόημα της πολιτικής πράξης, τις διακυμάνσεις και τις συγκρούσεις της εθνικής ιδεολογίας, τις ταυτότητες της ελληνικής κοινωνίας.
Ολοι απόρησαν πώς μπορούσε ο Νίκος να ασχολείται εξίσου επιτυχημένα σε δύο τόσο διαφορετικούς τομείς, από τη μια μεριά με τη λογοτεχνία, που απαιτεί ευαισθησία στο ανθρώπινο περιβάλλον, διαρκή εσωτερική αναζήτηση, συνεχή ερωτήματα και μια γενικευμένη αμφιβολία, και από την άλλη μεριά με την πολική, που προϋποθέτει ισχυρές αντιλήψεις, επιμονή στους στόχους και τη δυνατότητα να ξεπερνάς ευαισθησίες. Ο Νίκος όμως ήταν διαφορετικός, πιο σύνθετος, μπορούσε να επικοινωνεί με πολλούς άμεσους αλλά και έμμεσους τρόπους, να διατυπώνει τους προβληματισμούς του. Ηταν έντονα δημιουργικός».