Οταν στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ο Φιλοποίμην Φίνος επέλεξε την Αντίπαρο ως τόπο δραματουργίας της ταινίας του Ντίνου Δημόπουλου «Μανταλένα», το νησί δεν στηριζόταν καν από ηλεκτρικό ρεύμα. « Δουλεύαμε με γεννήτριες τις οποίες είχε στείλει ο ίδιος ο Φίνος » θυμάται σήμερα ο ηθοποιός Βασίλης Καΐλας, ο μοναδικός που ζει σήμερα από τους ηθοποιούς που υποδύονταν τους βασικούς ρόλους στη «Μανταλένα». « Ο φωτισμός προερχόταν από ρεφλεκτέρ (ανακλαστήρες) και από κάτι τεράστιους προβολείς που δούλευαν με κάρβουνο όπως και οι μηχανές προβολής στους κινηματογράφους ».
Οπως ήταν φυσικό, η ζωή στο νησί των Κυκλάδων ήταν ακόμη πρωτόγονη. Δεν θα αργούσε να πάρει τα πάνω της με το τεράστιο- για την εποχή- γεγονός ότι μια ελληνική ταινία με διάσημα ονόματα όπως η Αλίκη Βουγιουκλάκη και ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ γυριζόταν εκεί. Τα γυρίσματα της «Μανταλένας» υπήρξαν σημαντικό βήμα για την αναβάθμιση της ζωής του τόπου.
Ο Βασίλης Καΐλας ήταν μόλις έξι ετών την εποχή των γυρισμάτων της ταινίας και δεν είχε καταλάβει τον λόγο για τον οποίο ο Φίνος επέλεξε την Αντίπαρο για να γυριστεί εκεί η ταινία. « Αργότερα έπεσε στην αντίληψή μου ότι σημαντικό ρόλο της επιλογής της Αντιπάρου ήταν η καταγωγή από το νησί του Γεωργίου Ρούσσου, που έγραψε το σενάριο της ταινίας. Σίγουρα πάντως το νησί βόλευε πάρα πολύ γιατί εκείνη την εποχήτο δρομολόγιο ΠάροςΑντίπαρος γινόταν ακόμη με καΐκια με πανιά,γεγονός που εξυπηρετούσε το θέμα της “Μαντα λένας”,που ήταν ο ανταγωνισμός των δυο ιδιοκτητών καϊκιών ».
Η θρυλική πλέον ταινία του Ντίνου Δημόπουλου, η οποία κατόρθωσε να φθάσει ως το διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ Καννών το 1961, πραγματεύεται την ιστορία της Μανταλένας (Αλίκη Βουγιουκλάκη), κόρης ενός φτωχού βαρκάρη ( Λαυρέντης Διανέλλος ), η οποία μετά τον θάνατό του αποφασίζει να ανταγωνιστεί η ίδια τον καλοβαλμένο καραβοκύρη του νησιού ( Θόδωρος Μορίδης ) προκειμένου να θρέψει τα έξι μικρά αδέλφια της. Το πράγματα αρχίζουν να περιπλέκονται όταν η Μανταλένα ερωτεύεται τον Λάμπη, τον γιο του πλοιοκτήτη, τον οποίο υποδύεται ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ. Ο Καΐλας ήταν ο περίφημος Παντελάρας, ο ατίθασος, τσαμπουκάς και υπερήφανος μικρός αδελφός της Μανταλένας. «Ημουν το μοναδικό από τα αδέλφια της Μανταλένας που είχε έρθει από την Αθήνα. Ολα τα υπόλοιπα ήταν παιδιά από την Αντίπαρο» λέει.
Παρ΄ ότι ακόμη νήπιο, τη χρονιά της «Μανταλένας» ο Βασίλης Καΐλας- που θα έμενε στην Ιστορία ως το παιδί-θαύμα του ελληνικού κινηματογράφου- είχε ήδη πε ρισσότερες από δέκα ταινίες στο ενεργητικό του. Πρώτη (και ίσως καλύτερη) ήταν το «Τελευταίο ψέμα» του Μιχάλη Κακογιάννη, στον οποίο άλλωστε ο ηθοποιός θα οφείλει σε όλη του τη ζωή το ότι του έδωσε τη χρυσή ευκαιρία να παίξει στον κινηματογράφο. Ο Κακογιάννης τον είχε επιλέξει αμέσως όταν τον είδε τυχαία στην πολυκατοικία της Ελλης Λαμπέτη – στο «Τελευταίο ψέμα» ο Καΐλας υποδύεται τον γιο της Ελένης Ζαφειρίου που μαζί με τη Λαμπέτη πηγαίνει στην Τήνο για να βρει τη φωνή του.
« Ολόκληρο το καλοκαίρι του 1960 το φάγαμε στην Αντίπαρο » συνεχίζει ο Καΐλας καθισμένος πίσω από το γραφείο του στην οδό Γαμβέτα και καπνίζοντας το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. « Το νεγκατίφ των γυρισμάτων της κάθε ημέρας έφευγε με το πλοίο για τον Πειραιά ώστε να ελεγχθεί στα γραφεία της Φίνος Φιλμ. Προέκυπταν προβλήματα σε καθημερινή βάση. Σκηνές που έπρεπε να ξαναγυριστούν, το φιλμ που στελνόταν πάλι στο νησί από την Αθήνα και πάλι πίσω κ.λπ. ».
Ο Καΐλας δεν είχε ξαναβρεθεί στην Αντίπαρο πριν από τα γυρίσματα της «Μανταλένας». Και δεν θα ξαναπήγαινε παρά δεκαετίες αργότερα, όταν η δημοτική αρχή της Αντιπάρου βράβευσε τους συντελεστές της ταινίας σε μια ειδική τιμητική εκδήλωση. « Μαζί μου ήταν η Καίτη Λαμπροπούλου,η Σμάρω Στεφανίδου και σε αναπηρικό καροτσάκι ο Σπύρος Καλογήρου. Η κλονισμένη υγεία του Θανάση Βέγ γου δεν του επέτρεψε να έρθει. Ημασταν οι μόνοι επιζώντες και δυστυχώςσήμερα δεν υπάρχει κανείς τους. Τότε είδα και πάλι την “οικογένειά” μου ».
Μια από τις εικόνες που έχουν εντυπωθεί στη μνήμη του Βασίλη Καΐλα παραμένει εκείνη του ηθοποιού Παντελή Ζερβού, ο οποίος ξυπνούσε από τα χαράματα και δεν περίμενε τον μακιγέρ για να τον βάψει. « O Ζερβός έπαιζε τον παπά της ιστορίας και φτιαχνόταν μόνος του για να μη χάνει χρόνο για το χόμπι του. Εβαζε τα ράσα και τα γένια του και πήγαινε στον μόλο, τον μοναδικό μόλο που υπήρχε τότε εκεί. Επειδή αγαπούσε πολύ το ψάρεμα και του άρεσε να ψαρεύει πολύ νωρίς το πρωί, προτού αρχίσουν τα γυρίσματα.Φτιαχνόταν λοιπόν για να είναι έτοιμος για αργότερα και πήγαινε να ψαρέψει. Τον ακολουθούσα κι εγώ.Δεν είχα πετονιά αλλά έναν σπάγκο με κλωστή και βελόνα γυρισμένη σαν αγκίστρι.Και ψωμοτύρι ».
Φαίνεται ότι ο Καΐλας ήταν καλός μαθητής του Ζερβού στο ψάρεμα γιατί μια μέρα ψάρεψε έναν τεράστιο κέφαλο, πολύ μεγαλύτερο από τη σοδιά του Ζερβού. « Ετρεχα σε όλη το νησί για να δείξω τον κέφαλο » λέει γελώντας ο Καΐλας. « Εκπληκτος ο Ζερβός,δεν μπορούσε να χωνέψει που ένα πιτσιρίκι τού είχε βάλει τα γυαλιά.Ο Ζερβός μού είχε τεράστια αδυναμία,όπως και εγώ ».
Ενα άλλο γεγονός που θυμάται ο Καΐλας και το οποίο είχε προκαλέσει αρκετό θόρυβο τότε, είναι το ατύχημα της Αλίκης Βουγιουκλάκη κατά τη διάρκεια του γυρίσματος της σκηνής του καβγά της με τον Παπαμιχαήλ στη βάρκα. Είναι η σκηνή στην οποία τους βλέπουμε να πέφτουν στη θάλασσα. « Η Αλίκη έχασε την ισορροπία της και έπεσε χτυπώντας το πίσω μέρος του κεφαλιού της στην κουπαστή. Αν δείτε την ταινία με προσοχή,θα το παρατηρήσετε. Δεν ήταν καθόλου αστείο.Παραλίγο να μείνει,κυριολεκτικά,στον τόπο.Εχασε τις αισθήσεις της, δεν θυμάμαι αν την πήραν τα αίματα, πάντως τα γυρίσματα διακόπηκαν και επικρατούσε πανικός ».
Σε μια άλλη περίπτωση ένας παραθεριστής στη διάρκεια του γυρίσματος ήρθε να ζητήσει αυτόγραφο από την Αλίκη και επειδή δεν είχε ούτε στιλό ούτε χαρτί ούτε φωτογραφία, της είπε να του γράψει μια αφιέρωση με το κραγιόν της στην πλάτη του. « Δεν έκανε μπάνιο προκειμένου να μη χαλάσει το αυτόγραφο!» θυμάται ο Καΐλας.
Υπήρξαν και άλλες εικόνες που έμελλε να χαραχθούν στη μνήμη του Καΐλα. Σήμερα τις θυμάται και βουρκώνει. «Οι γονείς μου ήταν διά συμβολαίου διαρκώς παρόντες στο νησί. Στη σκηνή όπου πηδούν τις φωτιές στον Αϊ-Γιάννη έγινε μια πραγματική γιορτή όπου ο πατέρας μου μαζί με τον Σπύρο Καλογήρου έκαναν τους μάγους συμμετέχοντας στα τοπικά έθιμα». «Το καθετί γινόταν με ιδρώτα και αίμα» καταλήγει ο ηθοποιός. «Αλλά και με πολύ μεγάλο μεράκι, πολύ μεγάλη αγάπη:αυτό που δυστυχώςλείπει σήμερα». Τις ίδιες ευχάριστες αναμνήσεις έχει από το ίδιο το νησί, την αγνότητα των ανθρώπων του, το γεγονός ότι όλοι οι κάτοικοι είχαν αγκαλιάσει με αγάπη την ταινία.
«Ο πατέρας μου παρότρυνε διαρκώς τον θείο μου να κάνει “κάτι” για την Αντίπαρο» λέει σήμερα ο Παναγιώτης Ρούσσος για τον θείο του,δημοσιογράφο,ιστορικό και σεναριογράφο της «Μανταλένας» Γεώργιο Ρούσσο.«Ιδεολογικά όμωςο Γεώργιος Ρούσσος ήταν αντίθετος στις χάρες και στα ρουσφέτια που ενίοτε του ζητούσαν, γιατί ήξερε ότι αν ενέδιδε,αυτό θα είχε αντίκτυπο στη δουλειά του.Αυτή τη στάση του όμωςο πατέρας μου την εκλάμβανε ως άρνηση βοηθείας για την Αντίπαρο». Εν τέλει,αυτό που φάνηκε ότι μπορούσε να κάνει ο Γεώργιος Ρούσσος για την ανάδειξη του κυκλαδίτικου νησιού του ήταν να γράψει το σενάριο μιας ταινίας.Καθ΄ ότι φίλος του Φιλοποίμενος Φίνου,ο Ρούσσος ανέλαβε να γράψει το σενάριο της «Μανταλένας»,το οποίο μάλιστα είναι βασισμένο σε ένα αληθινό περιστατικό που είχε βιώσει ο συγγραφέας στα νιάτα του στην Αντίπαρο.«Στην ουσία,αυτό που ο Ρούσσος έκανε στη “Μανταλένα” ήταν μια καταγραφή της αληθινής ζωής της Αντιπάρου,η οποία παραμένει η ίδια ακόμη και σήμερα» λέει ο Παναγιώτης Ρούσσος,ο οποίος,οκτώ χρόνων την εποχή των γυρι σμάτων,έπαιξε και αυτός στην ταινία: είναι το παιδί που βρίσκεται σε καλύτερη οικονομική κατάσταση από τον Παντελάρα του Βασίλη Καΐλα και όταν του προσφέρει ψωμοτύρι εκείνος,παρ΄ ότι πεινάει,δεν το δέχεται,καθ΄ ότι υπερήφανος.
Οπως ήταν φυσικό,το γύρισμα της «Μανταλένας» στην Αντίπαρο σήμανε πολλά για τους κατοίκους του νησιού οι οποίοι ούτε αυτοκίνητο είχαν ξαναδεί να κυκλοφορεί στους δρόμους του νησιού.«Ενα τζίπ του Φίνου ήταν το πρώτο αυτοκίνητο που ήρθε ποτέ στην Αντίπαρο,για να γυρνούν όλο το νησί για τις ανάγκες της ταινίας » λέει ο Παναγιώτης Ρούσσος.Ηταν η πρώτη φορά που ολόκληρο το συνεργείο της Φίνος Φιλμ αναγκάστηκε να μεταφερθεί εκτός στούντιο για τα γυρίσματα μιας ταινίας.
Το τζιπ είχε έρθει με καΐκι στο νησί,όπως άλλωστε και το πιάνο τουΜάνου Χατζιδάκι . Του το μετέφεραν με εμπορικό καΐκι από το Κερατσίνι στην Αντίπαρο.«Καθετί σε αυτή την ταινία έγινε σε προσωπικό επίπεδο» συνεχίζει ο κ.Ρούσσος.«Ο Χατζιδάκις ήταν επίσης πολύ φίλος του θείου μου και έμεινε στην Αντίπαρο καθ΄ όλη τη διάρκεια των γυρισμάτων της “Μανταλένας” για να γράψει τη μουσική της ταινίας.Είχε έρθει πολύς κόσμος στα γυρίσματα.Ο Μάριος Πλωρίτης,για παράδειγμα,ήταν κάθε 15 ημέρες στην Αντίπαρο».Μάλιστα,ο Πλωρίτης θα έγραφε αργότερα για την ταινία: «Δεν είναι βέβαια έργο τέχνης,αλλά ταινία εμπορική,που δείχνει όμως τι μπορεί να επιτευχθεί και σε αυτόν τον τομέα όταν οι δημιουργοί της σέβονται το κοινό και μοχθούν πραγματικά για να ανεβάσουν τη στάθμη του ελληνικού κινηματογράφου». Το παντοπωλείο του πατέρα του Ρούσσου το οποίο πρόσφερε και κρασί ήταν το καθημερινό σημείο συνάντησης των ηθοποιών μετά το πέρας των γυρισμάτων.Ο Καΐλας το αποκάλεσε «ορμητήριο» της παραγωγής.«Επιναν και τα έλεγαν» λέει ο κ.Ρούσσος «και ήταν όμορφο να τους βλέπεις όλους μαζί. Ζερβός, Καλογήρου, Βέγγος, Παπαμιχαήλ. Ολοι ήταν εκεί.Σαν μια οικογένεια».«Η ταινία όντως βοήθησε πολύ το νησί γιατί όλοι οι κάτοικοί του δούλεψαν στη “Μανταλένα”» σημειώνει ο κ.Ρούσσος.Στην Ελλάδα το φιλμ στην πρώτη προβολή του πλησίασε τις 200.000 εισιτήρια ενώ η διαδρομή του στο εξωτερικό έκανε γνωστή την Αντίπαρο σε πολύ κόσμο.«Από την επόμενη κιόλας χρονιάο κόσμος που ερχόταν στην Αντίπαρο ήταν πολύς.Ο κόσμος της Αντιπάρου άρχισε να νοικιάζει τα σπίτια του και έτσι σιγά-σιγά άρχισαν να κτίζονται ξενοδοχεία.Από τη “Μανταλένα”,ουσιαστικά,ξεκίνησε ο τουρισμός μας».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ