Μήπως η αναστάτωση στις αγορές σας προκαλεί φόβο; Ε λοιπόν, θα έπρεπε. Είναι ξεκάθαρο πως η οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2008 δεν έχει σε καμιά περίπτωση τερματιστεί.
Υπάρχει όμως κι άλλο ένα συναίσθημα που θα έπρεπε να νιώθετε: ο θυμός. Γιατί αυτό που παρακολουθούμε σήμερα είναι αυτό που συμβαίνει όταν οι άνθρωποι που διαθέτουν επιρροή εκμεταλλεύονται μια κρίση, αντί να προσπαθούν να την επιλύσουν.
Για πάνω από ενάμιση χρόνο – από τότε που ο πρόεδρος Ομπάμα επέλεξε να εστιάσει την προσοχή του στην μείωση των ελλειμμάτων αντί για την αύξηση των θέσεων εργασίας – παρακολουθούμε ένα πολιτικό διάλογο που κυριαρχείται από ανησυχίες για τον προϋπολογισμό, ενώ ουσιαστικά αγνοεί την ανεργία.
Η υποτιθέμενη επείγουσα ανάγκη για την μείωση των ελλειμμάτων έχει κυριαρχήσει τόσο πολύ στην συζήτηση, ώστε την Δευτέρα, εν μέσω πανικού στις αγορές, ο κ.Ομπάμα αφιέρωσε τις περισσότερες αναφορές του στο έλλειμμα, και όχι στον σαφέστατο κίνδυνο μιας νέας ύφεσης. Πράγμα εντελώς παράδοξο, αφού ακόμη και οι αγορές «φωνάζουν», με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο, ότι η ανεργία και όχι τα ελλείμματα είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα στις ΗΠΑ.
Θυμηθείτε πως τα γεράκια του ελλείμματος προειδοποιούν εδώ και χρόνια ότι από μέρα σε μέρα τα επιτόκια των αμερικανικών ομολόγων θα εκτοξευθούν στα ύψη: η «απειλή» από τις αγορές ομολόγων ήταν υποτίθεται ο λόγος για τον οποίον έπρεπε να ψαλιδίσουμε το έλλειμμα «τώρα, τώρα, τώρα». Όμως η απειλή αυτή δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Και την εβδομάδα που πέρασε, μετά από μια πιστοληπτική υποβάθμιση που υποτίθεται πως θα τρομοκρατούσε τους επενδυτές των ομολόγων, τα επιτόκια δανεισμού υποχώρησαν σε επίπεδα-ρεκόρ, αντί να αυξηθούν.
Αυτό που λέει η αγορά – για να μην πούμε κραυγάζει» είναι: «Δεν ανησυχούμε για το έλλειμμα! Ανησυχούμε για την αδύναμη οικονομία!». Γιατί μια αδύναμη οικονομία σημαίνει ταυτόχρονα χαμηλά επιτόκια και έλλειψη επιχειρηματικών ευκαιριών, που με την σειρά τους σημαίνει ότι τα κυβερνητικά ομόλογα θα παραμείνουν ελκυστικά για τους επενδυτές, ακόμη και με τις σημερινές ιδιαίτερα χαμηλές αποδόσεις. Αν η υποβάθμιση του αμερικανικού χρέους είχε οποιοδήποτε αποτέλεσμα, αυτό ήταν να ενισχύσει τους φόβους ότι οι πολιτικές λιτότητας θα εξασθενήσουν ακόμη περισσότερο την οικονομία.
Πως όμως έφτασε ο διάλογος στην Ουάσιγκτον να επικεντρώνεται αποκλειστικά στο λάθος πρόβλημα; Είναι σίγουρο ότι οι σκληροπυρηνικοί Ρεπουμπλικάνοι έπαιξαν τον ρόλο τους. Αν και στην πραγματικότητα δεν νοιάζονται και τόσο για τα ελλείμματα – πράγμα που φαίνεται ξεκάθαρα όταν τους ζητάνε να αυξήσουν την φορολογία των υψηλών εισοδημάτων – έχουν διαπιστώσει ότι ο πόλεμος κατά των ελλειμμάτων είναι ένας ιδιαίτερα εύχρηστος τρόπος να επιτίθενται αδιακρίτως εναντίον όλων ανεξαιρέτως των κυβερνητικών προγραμμάτων.
Αλλά ο πολιτικός διάλογος δεν θα ξεστράτιζε τόσο, αν η κρίση δεν είχε γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης και από άλλους ανθρώπους με επιρροή, που την «απήγαγαν» για να προωθήσουν τις προϋπάρχουσες ατζέντες τους. Ρίξτε μια ματιά στα άρθρα γνώμης όλων των μεγάλων εφημερίδων η ακούστε τα ραδιοτηλεοπτικά τοκ-σόου, και είναι βέβαιο πως θα πετύχετε κάποιον που αυτοπροσδιορίζεται ως κεντρώος να διακηρύσσει πως δεν υπάρχουν βραχυπρόθεσμες λύσεις στις οικονομικές μας δυσκολίες, πως το σωστό είναι να επικεντρώσουμε στις μακροπρόθεσμες λύσεις, και ιδιαίτερα στην «συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση» – δηλαδή στις περικοπές των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης και περίθαλψης. Τέτοιοι άνθρωποι είναι, δυστυχώς, ένας από τους βασικότερους λόγους που βρισκόμαστε σήμερα σε τόσο μεγάλους μπελάδες.
Στην πραγματικότητα, η οικονομία μας χρειάζεται επειγόντως ένα βραχυπρόθεσμο «μπάλωμα». Όταν αιμορραγείς ανεξέλεγκτα από μια ανοιχτή πληγή, χρειάζεσαι έναν γιατρό που αμέσως θα την επιδέσει – όχι έναν γιατρό που θα σου κάνει κήρυγμα για την σημασία της υγιεινής ζωής και διατροφής καθώς μεγαλώνεις. Και, όταν εκατομμύρια πρόθυμοι και ικανοί εργαζόμενοι παραμένουν άνεργοι, και όλο αυτό το τεράστιο οικονομικό δυναμικό, αξίας ως και 1 τρις., δολαρίων τον χρόνο, πετιέται στα σκουπίδια, έχεις ανάγκη από πολιτικούς ηγέτες που εργάζονται για μια ταχεία ανάκαμψη, όχι από ανθρώπους που κάνουν κήρυγμα για την ανάγκη μακροπρόθεσμης δημοσιονομικής βιωσιμότητας.
Δυστυχώς, τα κηρύγματα για την μακροπρόθεσμη δημοσιονομική βιωσιμότητα είναι πολύ της μόδας στην Ουάσιγκτον: αυτό κάνουν οι άνθρωποι που θέλουν να φαίνονται σοβαροί, προκειμένου να επιδείξουν την σοβαρότητα τους. Έτσι, όταν ξέσπασε η κρίση και οδήγησε σε μεγάλα δημόσια ελλείμματα – διότι αυτό συμβαίνει όταν μια οικονομία συρρικνώνεται και τα δημόσια έσοδα καταρρέουν – πολλά μέλη της πολιτικής μας ελίτ φάνηκαν πρόθυμα να ξεχάσουν την ανεργία και να επιστρέψουν στο αγαπημένο τους θέμα – ενώ η οικονομία συνέχιζε να αιμορραγεί.
Ποια θα μπορούσε να είναι μια ρεαλιστική αντίδραση στα προβλήματα μας; Πρώτα από όλα χρειάζονται μεγαλύτερες και όχι μικρότερες δημόσιες δαπάνες – με τόσο υψηλή ανεργία και τόσο χαμηλά επιτόκια δανεισμού, θα έπρεπε σήμερα να ξαναχτίζουμε τα σχολεία, τους δρόμους και τα δίκτυα ύδρευσης, και τόσες ακόμη υποδομές της χώρας μας. Θα έπρεπε να υιοθετούμε επιθετικά μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους που πνίγει τα νοικοκυριά, μέσω παραγραφής τόκων και υποθηκών και αναχρηματοδότησης των δανείων.
Πάνω από όλα θα έπρεπε η Ομοσπονδιακή Τράπεζα Fed να έκανε ότι περνούσε από το χέρι της για να επανεκκίνησει την οικονομία, θέτοντας μάλιστα ως ξεκάθαρο στόχο της την πρόκληση υψηλότερου πληθωρισμού, ώστε να ελαφρυνθεί περαιτέρω το πρόβλημα του χρέους.
Οι συνήθεις ύποπτοι θα αποκηρύξουν φυσικά τέτοιες ιδέες ως «ανεύθυνες». Ξέρετε όμως τι είναι πραγματικά ανεύθυνο; Να «απαγάγεις» τον διάλογο για μια κρίση ώστε να προωθήσεις τα ίδια ζητήματα που προωθούσες και πριν από αυτήν, ενώ αφήνεις την οικονομία να χαροπαλεύει.