Οκτώβριος, παραµονές του Β΄ Παγκοσµίου Πολέµου, στο Μουλέν, µια πόλη της γαλλικής επαρχίας. Μια νύχτα µε βροχή, ελάχιστα ερωτευµένα ζευγαράκια βρίσκονται στην αίθουσα του τοπικού κινηµατογράφου. Και ενώ στις τραπεζαρίες των ξενοδοχείων δειπνούν εµπορικοί αντιπρόσωποι και στους δρόµους κινούνται ελάχιστα αυτοκίνητα, ορισµένα µε προορισµό το Παρίσι, στη Νοµαρχία παρατίθεται δείπνο για 20 άτοµα, µε τους ίδιους προσκεκληµένους, την αφρόκρεµα της πόλης.

Την ίδια στιγµή, σε ένα διώροφο σπίτι µε δύο πτέρυγες και εσωτερική λιθόστρωτη αυλή που τη χωρίζει από τον δρόµο ένας ψηλός τοίχος, ο 48χρονος δικηγόρος Εκτόρ Λουρσά, γιος δικηγόρου, εγγονός ενός παλιού δηµάρχου, τρώει. Απέναντί του στο τραπέζι κάθεται η κόρη του η Νικόλ, µασώντας ήρεµα και αδιάφορα. ∆εν ανταλλάσσουν λόγια. Μόλις τελειώσουν το φαγητό τους κατευθύνονται ο καθένας στο υπνοδωµάτιό του. Αυτή την ηµέρα, όπως κάθε ηµέρα, ο Λουρσά, ο οποίος δεν αναλαµβάνει πια υποθέσεις, έχει πιει δύο µε τρία µπουκάλια κρασί Βουργουνδίας, έχει καπνίσει πολλά τσιγάρα και έχει διαβάσει βιβλία χωρίς να ολοκληρώσει την ανάγνωση. Γενικά βαριέται: ξύνεται, ξεφυσάει, βήχει και ρουφάει τη µύτη του.

Η ζωή του είναι µίζερη και άδεια. Εδώ και δεκαοκτώ χρόνια ο βίος του είναι µοναχικός, αισθάνεται προδοµένος και τιποτένιος. Και αυτό επειδή η γυναίκα του, Ζενεβιέβ, γόνος µιας από τις δέκα καλύτερες οικογένειες της πόλης, τον εγκατέλειψε. Ξαφνικά ακούει έναν πυροβολισµό. Οταν πηγαίνει στο δωµάτιο από το οποίο ακούστηκε ο κρότος βρίσκει έναν άγνωστο άνδρα νεκρό, ενώ άλλος άγνωστος φεύγει σαν κυνηγηµένος από το σπίτι. Ο Λουρσά, ο πρωταγωνιστής της ιστορίας, είναι ένας πονεµένος άνθρωπος. Πίνει για να ξεχάσει, φαίνεται µεθυσµένος µα δεν είναι. Η ανάµνηση της φυγής της γυναίκας του είναι οδυνηρή, τόσο που µε την κόρη του, την οποία µεγάλωσε µόνος του _ µαζί µε µια υπηρέτρια _, δεν τον συνδέει κανένα αίσθηµα αγάπης. Είναι δυο ξένοι στο ίδιο σπίτι. Ως πατέρας δεν νοιάζεται για το τι κάνει _ υποψιάζεται πως είναι παιδί ενός άλλου, του εραστή της γυναίκας του _, δεν ξέρει ποιοι είναι οι φίλοι της και οι εραστές της. Αδιαφορεί παντελώς για όλα και όλους. Ξέρει τα ένοχα µυστικά των συµπολιτών και των συγγενών του, τους οποίους περιφρονεί ή σιχαίνεται. Θεωρώντας ότι οι γνώσεις του, οι υψηλές ιδέες, οι φιλόσοφοι και οι ποιητές µπορούν να τον θρέψουν, έχει µείνει χωρίς φίλους. Ωστόσο δεν γνωρίζει τι συµβαίνει µέσα στο ίδιο του το σπίτι. Η δολοφονία του αγνώστου, όµως, για την οποία αρχίζουν σύντοµα ανακρίσεις, όπου προΐσταται ο εισαγγελέας Ροζισάρ, σύζυγος της εξαδέλφης του, ανατρέπει τη ρουτίνα του αλλά και την οµαλή ζωή της πόλης, αποκαλύπτοντας στα µάτια όλων τα µυστικά και τα ψέµατα που κυριαρχούν στην κοινωνία (ανάµεσα στους υπόπτους βρίσκεται και ο γιος της αδελφής του).

Στη δίκη που ακολουθεί ο Λουρσά αναλαµβάνει συνήγορος του βασικού υπόπτου για τη δολοφονία, του νεαρού Εµίλ Μανού, υπαλλήλου βιβλιοπωλείου, ο οποίος τυγχάνει ερωτικός σύντροφος της κόρης του. Η ακροαµατική διαδικασία ξυπνάει τον Λουρσά από τον τρόπο τινά λήθαργό του και τον ξανακάνει ενεργό πολίτη.

Μικροαστοί και υποκριτές

Για ακόµη µια φορά ο Σιµενόν, µέγας ανατόµος της ανθρώπινης ψυχής, καταπιάνεται µε το αγαπηµένο του θέµα, την ανάλυση του χαρακτήρα των ηρώων του (εδώ, του Εκτόρ Λουρσά), µιλώντας για τον πόνο που προκαλεί η εγκατάλειψη µα και για τις ενοχές που τους βασανίζουν. Παράλληλα εξετάζει ένα άλλο ζήτηµα, εκείνο της ψυχολογίας µια ολόκληρης πόλης, ξεσκεπάζοντας τα πέπλα της υποκρισίας που τυλίγουν τους µικροαστούς κατοίκους της, τους έχοντες και τους «δήθεν έχοντες», τους εµπόρους, τους ξενοδόχους, τους δικαστικούς, τους νοµαρχιακούς συµβούλους, δηλαδή την αφρόκρεµα της κοινωνίας της. Ο ανώνυµος αφηγητής µιλάει µε απαξίωση για την «υψηλή µπουρζουαζία», αποκαλώντας το Μουλέν «πόλη ηλιθίων» _ φτωχά ανθρωπάκια που δεν ξέρουν τι κάνουν πάνω στη γη και προχωρούν µπροστά «σαν τα βόδια στον ζυγό». Η δολοφονία δίνει την αφορµή για να φανεί θριαµβευτικά ότι τα παιδιά των καλών οικογενειών, είτε λόγω πληµµελούς φροντίδας είτε εξαιτίας κακών έξεων, κάνουν παρέα µε περιθωριακούς τύπους, γλεντοκοπούν ασύστολα, συστήνουν συµµορίες, παραβιάζουν τον ποινικό κώδικα. Είναι η αδιαφορία των γονιών, διαβάζουµε, οι οποίοι συχνάζουν στις ιαµατικές πηγές και στα καζίνα, εξαιτίας της οποίας τα παιδιά τους παίζουν επικίνδυνα παιχνίδια.

Τρεις φορές στο σινεµά

Ο Βέλγος Ζορζ Σιμενόν (1903-1989), ο διάσημος δημιουργός του επιθεωρητή Μεγκρέ, ολοκλήρωσε το μυθιστόρημα Οι άγνωστοι μέσα στο σπίτι τον Ιανουάριο του 1939.

Το βιβλίο εκδόθηκε το 1940 και δύο χρόνια αργότερα, το 1942, μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Ανρί Ντεκουέν, σε σενάριο και διαλόγους του Ανρί-Ζορζ Κλουζό, με πρωταγωνιστές τον Ρεμύ και τη Ζυλιέτ Φαμπέρ. H δεύτερη μεταφορά του στη μεγάλη οθόνη ήρθε το 1967 από τον Πιερ Ρουβ, με τους Τζέιμς Μέισον, Τζεραλντίν Τσάπλιν και Μπόμπι Ντάριν, ενώ η τρίτη το 1992 από τον Ζορζ Λοτνέρ, με τον Ζαν-Πολ Μπελμοντό στον βασικό ρόλο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ