Σαν σήμερα, πριν από 75 χρόνια, ο Ιωάννης Μεταξάς κατέλυσε το δημοκρατικό πολίτευμα στην Ελλάδα για να δημιουργήσει, όπως υποστήριζε, στα πρότυπα των φασιστικών καθεστώτων της Ευρώπης της εποχής, τον «Τρίτο ελληνικό πολιτισμό»: μια ιστορία που, αν δεν ήταν τραγωδία, θα ήταν ασφαλώς κωμωδία…

Τι οδήγησε όμως στη δικτατορία της 4ης Αυγούστου; Για τα αίτιά της έχουν γραφτεί πολλά και, σίγουρα, ανάμεσά τους ήταν κυρίαρχος ο φόβος μιας ανόδου του κομμουνισμού και στην Ελλάδα, καθώς έδειχνε να αποκτά δυναμική μεγάλης επιρροής την ώρα που η νεαρή Σοβιετική Ενωση έφτανε στα 20 χρόνια της και οι ελπίδες πολλών για μια ουτοπική κοινωνία στα σοβιετικά πρότυπα ήταν ακόμα ζωντανές όχι μόνον στη Ρωσία, αλλά και στην Ευρώπη, ακόμα και στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.

Στην Ελλάδα υπήρχαν όμως κι άλλα αίτια, καθοριστικής σημασίας αν και υποτιμημένα ακόμα και σήμερα τόσο στην ιστοριογραφία όσο και στην κοινή συνείδηση.

Στις 20 Αυγούστου του ίδιου έτους, μόλις δύο εβδομάδες μετά από την επίσημη κήρυξη της δικτατορίας, δηλαδή σε «χρόνο μηδέν» για τα δεδομένα όχι μόνον της εποχής, αλλά ακόμα και τα σημερινά, ήταν που φάνηκε μια βαθύτερη και ίσως κυριότερη αιτία επιβολής της.

Στις 20 Αυγούστου ο Μεταξάς αφήνει την Αθήνα για να ταξιδέψει στην Κέρκυρα. Δεν πήγε για διακοπές. Πήγε για να ανακοινώσει προσωπικά στον Βασιλιά Γεώργιο Β΄, αλλά και στον φιλοξενούμενό του βασιλιά της Αγγλίας Εδουάρδο Η΄, ότι η κυβέρνησή του, μέσα σε δύο εβδομάδες από την κήρυξη της δικτατορίας είχε καταφέρει αυτό που δεν είχε πετύχει ούτε ο ίδιος ως κοινοβουλευτικός πρωθυπουργός μέχρι τότε, αλλά ούτε και καμία άλλη κυβέρνηση από την πτώχευση του ’32 και μετά: είχε έρθει σε συμφωνία με το Συμβούλιο των Ομολογιούχων, δηλαδή τις αγγλικές τράπεζες που είχαν δανείσει την Ελλάδα με τα δάνεια που είχαν οδηγήσει στην πτώχευση. Η δικτατορική Ελλάδα του Μεταξά είχε συμφωνήσει να καταβάλει το 40% για το έτος ’35-’36 και το 40% για το έτος ’36-’37.

Οσο κι αν οι περιστάσεις διαφέρουν ριζικά σε κρίσιμες παραμέτρους κι όσο κι αν δεν μπορεί κανείς να κάνει ευρύτερες προβολές, η ιστορία της μετάβασης από την πτώχευση του 1932 στη δικτατορία Μεταξά το 1936 μέσα από το εξωτερικό χρέος και την αυτοκτονία ενός ανάξιου των περιστάσεων πολιτικού συστήματος είναι ασφαλώς εξαιρετικά διδακτική και αξίζει να υπενθυμιστεί.

Μπορεί σήμερα να είναι η ημέρα της επετείου, όμως, δεν πρέπει κανείς να ξεχνά ότι η άνοδος του Μεταξά στην πρωθυπουργία είχε γίνει τηρώντας πάσα κοινοβουλευτική και συνταγματική διαδικασία από την ίδια τη Βουλή μερικούς μήνες νωρίτερα, στον Απρίλιο του ίδιου έτους, ακριβώς υπό το βάρος της αδυναμίας του πολιτικού συστήματος να βρει λύση στην ελληνική χρεοκοπία.

Κινητήριος πολιτική δύναμη για την επιβολή της, ήταν ο ίδιος ο Γεώργιος που μόλις είχε επιστρέψει στην Ελλάδα και τον απασχολούσε πάρα πολύ έντονα το πώς θα λυθεί το θέμα των αγγλικών δανείων, καθώς είχε υποσχεθεί στους Αγγλους που στήριξαν με πάθος την επιστροφή του τη λύση του ζητήματος. Οπως άλλωστε έχει γράψει ο ίδιος ο Μεταξάς, η πίεση που άσκησε ο βασιλιάς στον πρωθυπουργό του επ΄ αυτού ήταν τέτοια, που ο Μεταξάς απείλησε ακόμα και με παραίτηση…!

Αντί λοιπόν άλλης αναφοράς στην 4η Αυγούστου, αξίζει να θυμηθεί κανείς τι είχαν πει εκείνη την ημέρα που ο Μεταξάς έλαβε την ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής, στις 29 Απριλίου 1936, δύο σημαντικοί κοινοβουλευτικοί άνδρες, όπως αποτυπώνονται οι λόγοι τους στα πρακτικά της Βουλής. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η Βουλή όχι μόνον τον έκανε πρωθυπουργό, αλλά ανέστειλε αμέσως και τις εργασίες της μέχρι τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, δίνοντάς του μια απόλυτη «λευκή επιταγή» και γι’ αυτό ο Μεταξάς κήρυξε τη δικτατορία του σαν σήμερα, τον Αύγουστο του 1936. Τα όσα ειπώθηκαν εκείνη την ημέρα, περιγράφουν μια πραγματικότητα που, δυστυχώς, 75 χρόνια μετά, μοιάζει απελπιστικά γνώριμη.

Ο λόγος λοιπόν, χωρίς άλλα σχόλια, στον διάδοχο του Ελευθερίου Βενιζέλου Θεμιστοκλή Σοφούλη και τον βουλευτή του Λακού Κόμματος Βάσο Στεφανόπουλο, που μεταξύ άλλων, αναφέρεται και με τρόπο διορατικό στην πολυσυζητημένη αυτό τον καιρό έννοια της εθνικής κυριαρχίας:

Θεμιστοκλής Σφούλης:

«Μέσα εις την ατμόσφαιραν η οποία περιβάλλει

την ζωή μας, εισπέομεν όλοι, χωρίς να το κατα-

λάβωμεν, μία γεναίαν δόσιν υποκρισίας. Κοπτόμε-

θα πάντες και εκτραγωδούμεν τον κίνδυνον τον

απώτερον του κομμουνισμού, διά να καλύψωμεν

τον κίνδυνον τον οποίον ημείς οι ίδιοι δημιουργού-

μεν, οι προστάται δήθεν και υπερασπισταί του

αστικού καθεστώτος. Τα μίση μας, αι ασχήμιαι, η

εμπάθεια η οποία έχει αποκορυφώσει τον διχασμόν

του ελληνικού έθνους και δημιουργήσει τον κίνδυ-

νον, έναν κίνδυνον σύροντα το έθνος εις την πλή-

ρη καταστροφή και την τελείαν αποσύνθεσίν του,

αυτός είναι ο προσεχής, ο ορατός, ο απτός κίν-

δυνος. Και η καταφρόνισις προς πάσαν ηθικήν

αξίαν και προς πάσαν ηθικήν έννοιαν έχει κλονί-

σει πλέον τα θεμέλια του κοινωνικού καθεστώτος,

ώστε να μη υπολείπεται πλέον εις τους ενδεχόμε-

νους ανατροπείς του κοινωνικού καθεστώτος βαρύ

το έργον».

Βάσος Στεφανόπουλος:

«Χθες ακόμη εις μίαν μακράν ολονύκτιον συνε-

δρίασιν ηναγκάσθημεν να κηρύξωμεν την χρεοκο-

πίαν του λεγομένου κοινοβουλευτισμού. Είδομεν το

θέαμα ενός κόμματος, το οποίον ο λαός επλούτι-

σεν με 120 βουλευτάς και ένος άλλου με 80 και

ενός άλλου με 40 να μη δύναται κανέν εξ αυτών

αλλ’ ούτε, δυστυχώς, όλα μαζί, να δώσωμεν κυ-

βέρνησιν εις τον τόπον. Και εκαλέσαμε τον αξιότι-

μον αρχηγόν των ελευθεροφρόνων. Αρχηγόν κατά

πάντα βεβαίως άξιον τιμής και διά το ένδοξον πα-

ρελθόν και διά το τίμιον παρόν και διά το εύελπι

μέλλον, αλλά αρχηγόν εξ συναδέλφων εις την Βου-

λήν ταύτην και καταθέσαμεν εις τους πόδας αυτού

άλλοι την εμπιστοσύνην μας διά διαμαρτυριών,

όπως προσφυέστατα παρετηρήθη και άλλοι την

ανοχήν μας μετά χειροκροτημάτων. Και τα 240

ΝΑΙ, τα οποία εξεφώνισαν εις την αίθουσαν ημών

εις την ψήφον εμπιστοσύνης, ήσαν 240 υπογραφαί

κάτωθι της τρομεράς διαπιστώσεως ότι εχρεωκο-

πήσαμεν ως κοινοβουλευτισμός, εξεπέσαμεν ως συ-

νέλευσις, εχάσαμεν την συνείδησιν του προορισμού

μας ως εθνική κυριαρχία. Και έτι πλέον κύριοι

βουλευταί. Εχάσαμεν ίσως και τον ψυχικόν σύνδε-

σμον προς τον λαόν, τον οποίον ενετάλημεν

να διακυβερνήσωμεν.

Διότι, τι είδος ψυχικός σύνδεσμος

είναι δυνατόν να διατηρηθεί όταν ο μεν λαός φω-

νάζει “δεν θέλω να με κυβερνήσει ο κ. Μεταξάς’’,

ημείς δε αδιαφορούντες προς την κραυγήν ταύτην

απαντώμεν: “Και όμως θα σε κυβερνήσει ο Μετα-

ξάς!’’»…