Δυσκολεύοµαι να συµφωνήσω µε όσους λένε ότι η ποίηση δεν ακούγεται στις ηµέρες µας. Μπορεί να µην έχει την πρωτοκαθεδρία, µε το µυθιστόρηµα να διεκδικεί αδιαµφισβήτητα τη µερίδα του λέοντος, αλλά η παρουσία της στην εκδοτική παραγωγή, στα λογοτεχνικά περιοδικά, στις ηλεκτρονικές τοποθεσίες και στις εκδηλώσεις σε βιβλιοπωλεία, µπαρ και πολιτιστικούς χώρους µόνο ευκαταφρόνητη δεν είναι.
Ενα σηµαντικό επίσης χαρακτηριστικό της σύγχρονης ελληνικής ποίησης είναι τα υψηλά ποιοτικά χαρακτηριστικά της. Από τις ώριµες και τις µεγαλύτερες γενιές ως τους νεότερους, τους νέους και τους πρωτοεµφανιζόµενους, οι ποιητές της εποχής µας διαθέτουν έναν εύρωστο, φιλέρευνο και ανήσυχο λόγο, που είτε διευρύνει το πεδίο των παλαιότερων κεκτηµένων είτε προχωρεί σε άγνωστες σχετικώς κατευθύνσεις, ανοίγοντας άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο πρωτότυπους δρόµους.
Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο διάλεξα βιβλία που προέρχονται από τέσσερις διαφορετικές γενιές και εκφράζουν τις πιο διαφορετικές τάσεις και στάσεις. Ανατρέποντας την επετηρίδα, θα ξεκινήσω από δύο πρωτοεµφανιζόµενους, τον Γιάννη Δούκα και τον Γιώργο Χαντζή, για να συνεχίσω και να ολοκληρώσω µε δύο καθιερωµένους: την Αθηνά Παπαδάκη και τον Τάσο Ρούσσο.
Ο Γιάννης ∆ούκας είναι 30 ετών και η συλλογή του Στα µέσα σύνορα έχει µια ξεχωριστή ορµή, που εκφράζεται µε ένα σαφώς σατιρικό και αποκαθηλωτικό πνεύµα. Εχοντας µεγαλώσει σε µια κοινωνία που πρώτα φούσκωσε από τις αυταπάτες της και ύστερα κάηκε από τις αδράνειές της, ο ∆ούκας βάλλει κατά πάντων από τη θέση του ελεύθερου σκοπευτή, νιώθοντας ότι δεν έχει να δώσει λογαριασµό σε κανέναν για τα δηλητηριώδη πλήγµατά του. Τι του φταίει; Μα, όλα. Οι επαναστάτες που έγιναν µικροαστοί, το κενό που φωλιάζει σε κάθε πτυχή της καθηµερινής ζωής, µετατρέποντας και το τίποτε σε φανταχτερό σουσούµι, η δόξα του παρελθόντος που έχει µεταµορφωθεί σε ξεφτίδι του παρόντος, οι συλλογικότητες που έχουν χάσει την ενότητα και τη συνοχή τους, ακόµη και οι καλλιτέχνες που µονίµως περί άλλα τυρβάζουν.
Ο ∆ούκας ξέρει καλά τον ελληνικό ποιητικό µεσοπόλεµο, αλλά ενοφθαλµίζει στη ρίµα του και πολλά στοιχεία από τους µεταπολεµικούς ποιητές, φθάνοντας ως τις γενιές του 1970 και του 1980. Βασισµένος στις ανισοσύλλαβες ζευγαρωτές οµοιοκαταληξίες του και σπεύδοντας να τινάξει στον αέρα τις ροµαντικές και τις µεταροµαντικές καταβολές του, όποτε πάνε να σηκώσουν κεφάλι, ο ∆ούκας έχει σίγουρα πλήθος αποθέµατα: τεχνίτης που δεν διστάζει να βγάλει κοροϊδευτικά τη γλώσσα του απέναντι στα παντός είδους ιερατεία, ξεκινά µόλις τώρα την πολλά υποσχόµενη πορεία του.
Πολύ πιο εσωστρεφής ο Γιώργος Χαντζής, που έχει γεννηθεί το 1972, δηµιουργεί µε το βιβλίο του Μπέλλα Μπουµ µια καθαρώς µεταµοντέρνα σύνθεση, που ενσωµατώνει στο εσωτερικό της τα πιο απρόσµενα και ετερογενή υλικά: από στοιχεία ηµερολογίου και λογοτεχνικού ή φιλοσοφικού δοκιµίου έως πολλαπλά ηχητικά και οπτικά παιχνίδια, που καταλήγουν σε µια πολυεπίπεδη έκφραση, η οποία αλλάζει συνεχώς κλίµα και τόνο, απαγορεύοντας στον αναγνώστη να εφησυχάσει έστω και µία στιγµή.
Ο Χαντζής δεν παύει σε όλο το µήκος της συλλογής του να αναρωτιέται για τις δυνατότητες και τα όρια της ποιητικής τέχνης (αν µπορούµε όντως να µιλάµε ακόµη για µια τέτοια τέχνη), µετατρέποντας τον σκεπτικισµό και τον αυτοσαρκασµό του σε οργανική παράµετρο του ύφους του. Και θέλω στο σηµείο αυτό να επισηµάνω ότι η θηριώδης αταξία µε την οποία εµφανίζεται το Μπέλλα Μπουµ αποκαλύπτει στην πραγµατικότητα τη σοφά προµελετηµένη τάξη του, που δεν έχει στερήσει από τον ποιητή ούτε κατ’ ελάχιστον τις ελευθερίες του. Ο Χαντζής καταφέρνει να κάνει ποίηση µε ιδέες και αυτό σίγουρα δεν είναι το ευκολότερο πράγµα του κόσµου.
Με την Αθηνά Παπαδάκη και το βιβλίο της Με λύχνο και λύκους περνάµε στην ποίηση της γενιάς του 1970. Στο σύµπαν της Παπα δάκη οι εικόνες της καθηµερινότητας έρχονται να εγκλιµατιστούν σε µια παγανιστική ατµόσφαιρα, στο εσωτερικό της οποίας τα πάντα συνοµιλούν µε τα πάντα: ο γυναικείος ερωτισµός µε τη µυστηριακή υπόσταση της φύσης, η ρηµαγµένη ύπαρξη µε το κοσµικό ρίγος, η παρηγοριά της µνήµης µε το άγχος της συνέχειας και του θανάτου. Τα ποιήµατα της Παπαδάκη ανακαλούν, χωρίς να το δηλώνουν ευθέως, τη λογική των χαϊκού: µικρές, στην εντέλεια σµιλεµένες γλωσσικές επιφάνειες, που κατακρατούν σκοπίµως το νόηµά τους προκειµένου να µας υποβάλουν στις πλέον παρακινδυνευµένες αλλά και προκλητικές ερµηνείες.
Το Προς Λεύκιον. Βιβλίον Δεύτερον του Τάσου Ρούσσου (γεν. 1934), το οποίο κυκλοφόρησε για πρώτη φορά προ εξαετίας, είναι µια µακρά στιχουργική αφήγηση χωρισµένη σε 157 σύντοµες ενότητες, οι οποίες πραγµατεύονται το νόηµα, τους σκοπούς και τα µέσα της ποιητικής πράξης. Ο αφηγητής, ένας ηλικιωµένος λόγιος ποιητής, απευθύνεται στον επίγονό του Λεύκιο (ή µήπως ο Λεύκιος είναι ο άλλος, απραγµατοποίητος εαυτός του;) για να του κοινοποιήσει τις παρακαταθήκες του: η ποίηση συνιστά θεϊκή έµπνευση, αλλά και αυστηρά συγκροτηµένο εργαστήριο, που δεν επιτρέπει στον δηµιουργό του να παρασυρθεί στην αισθηµατολογία και να ευτελίσει µε εύκολες λύσεις τη δουλειά του. Η ποίηση επιστρέφει εδώ στην παραδοσιακή της εικόνα, δείχνοντας το βάραθρο που χωρίζει τις γενιές οι οποίες την υπηρετούν. Ο λόγος ωστόσο του Ρούσσου είναι συγκινησιακά φορτισµένος και ενισχύει τη δοκιµιακή του διάθεση µε µιαν αφανή µουσικότητα, η οποία του προσφέρει έναν πολύ καλά ισορροπηµένο διασκελισµό.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ