Το καλοκαίρι είναι για πολλούς η ιδανική περίοδος για τις πιο απολαυστικές και ήσυχες αναγνώσεις. Κάθε βιβλίο φέρει στις σελίδες του μια ιδιότυπη ανακωχή με τους πιεστικούς χρόνους της ζωής μας και μ’ ένα τρόπο μας ηρεμεί. Όμως, κάθε φορά που έρχεται η ώρα να φτιάξει κάποιος τη λίστα με τα βιβλία που θέλει να διαβάσει το καλοκαίρι καταφθάνει μαζί και η δυσκολία της επιλογής ανάμεσα σ’ ένα πέλαγος προτάσεων. Η καταφυγή στο σίγουρο χαρτί των κλασικών είναι πάντα μια λύση στο αδιέξοδο και κάτι τέτοιο μπορεί να επιφυλάσσει και μεγάλες αναγνωστικές συγκινήσεις.
«Το ημερολόγιο ενός περιττού ανθρώπου» του Ιβάν Σεργκέγεβιτς Τουργκένιεφ (1818-1883), ενός απ’ τους κορυφαίους πεζογράφους και θεατρικούς συγγραφείς του 19ου αιώνα, κυκλοφορεί για πρώτη φορά στα ελληνικά σ’ έναν καλαίσθητο τόμο απ’ τις εκδόσεις Ερατώ (σελ. 152, τιμή 13 ευρώ) σε μετάφραση του Βασίλη Ντινόπουλου. Το έργο αυτό δημοσιεύτηκε το 1850, την περίοδο που ο συγγραφέας δεν κατόρθωσε τελικώς να διοριστεί καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Αγίας Πετρούπολης και εν συνεχεία παραιτήθηκε απ’ τη θέση που κατείχε στη δημόσια διοίκηση. Τότε άρχισε να δημοσιεύει πεζογραφήματα στα οποία σκιαγραφεί τον τύπο του «άβουλου διανοούμενου» που χαρακτήριζε τη γενιά του. Ο χαρακτηρισμός αυτός, του περιττού ανθρώπου, έμεινε παροιμιώδης ως χαρακτηριστικό πολλών ασήμαντων, αδύναμων και άβουλων διανοούμενων, πρωταγωνιστών των έργων του Τουργκένιεφ αλλά και γενικότερα της ρωσικής λογοτεχνίας.
«Ε, λοιπόν θα διηγηθώ στον εαυτό μου όλη μου τη ζωή. Υπέροχη ιδέα!» συλλογίζεται ο ήρωας αυτού του πρώιμου αριστουργήματος που αρχίζει το ημερολόγιό του στα τριάντα του χρόνια, δυο εβδομάδες πριν πεθάνει. «Αλλά που είναι το κακό; Γιατί πόσο λιγότερες είναι δεκατέσσερις μέρες από δεκατέσσερα χρόνια ή από δεκατέσσερις αιώνες; Μπροστά στην αιωνιότητα, λένε, όλα είναι ένα τίποτα -μάλιστα. Αλλά σε αυτή την περίπτωση και η ίδια η αιωνιότητα είναι ένα τίποτα». Μια βαθιά υπαρξιακή νουβέλα για τους ανθρώπους που αποδείχθηκαν αδύναμοι και άβουλοι όταν έπρεπε να υπερασπιστούν τις επιθυμίες τους στο πέρασμα της ζωής τους. Το βιβλίο γράφτηκε μέσα σ’ ένα εχθρικό κλίμα των ανθρώπων του πνεύματος εκείνης της εποχής απέναντί του, πράγμα που τον οδήγησε στη συνέχεια να εγκαταλείψει τη Ρωσία και να εγκατασταθεί στο Μπάντεν Μπάντεν της νότιας Γερμανίας. Η ρήξη του με τον Τολστόι και τον Ντοστογιέφκσι έχει μείνει στην ιστορία.
Ο Τουργκένιεφ, γόνος πλούσιας οικογένειας, ήταν ο μοναδικός Ρώσος συγγραφέας με μια ομολογουμένως ευρωπαϊκή νοοτροπία και ευαισθησία, με δεδηλωμένες δυτικοευρωπαϊκές και φιλελεύθερες απόψεις. Σπούδασε στο Βερολίνο όπου γνωρίστηκε με τον Μπακούνιν ενώ στο Παρίσι του 1870 συνδέθηκε με τον Φλομπέρ, τους αδελφούς Γκονκούρ, τον νεαρό τότε Εμίλ Ζολά και τον Χένρι Τζέιμς. Ήταν αντίθετος στις ιδέες του σοσιαλισμού αλλά και επικριτής του τσαρικού καθεστώτος που τον φυλάκισε για ένα μήνα. Ετέθη μάλιστα σε 18μηνο κατ’ οίκον περιορισμό στο Σπάσκογιε επειδή, όπως τον κατηγόρησαν, παραβίασε με μια νεκρολογία που έγραψε για τον Γκόγκολ τους κανονισμούς της τσαρικής λογοκρισίας.
Ο Τουργκένιεφ πρέσβευε ότι το πραγματικά ωραίο είναι πολύτιμο για τη ζωή. «Αν ο Τουργκένιεφ διέφερε από τους μεγάλους συγχρόνους του», όπως σημειώνει ο Βασίλης Ντινόπουλος, «τον Ντοστογιέφσκι και τον Τολστόι, ως προς το μέγεθος του έργου του, διέφερε και κατά το ότι πίστευε ότι η λογοτεχνία δεν θα έπρεπε να δίνει «απαντήσεις» στα ερωτηματικά της ζωής». Όντως, ο Τουργκένιεφ δε δίνει απαντήσεις. Η λογοτεχνία του βοηθά όμως στο να ελέγξει ο καθένας τα ερωτηματικά που βάζει στη ζωή του, βοηθά να στο καταλάβουμε ότι, ενδεχομένως, δεν έχουμε τις απαντήσεις επειδή οι ερωτήσεις που θέτουμε είναι λανθασμένες.
Τα σημαντικότερα βιβλία του κυκλοφορούν στα ελληνικά