«Γεια σου,Υannis!» φωνάζει ο Μπερτράν Ταβερνιέ από το τηλέφωνο, ένα μεσημέρι στις αρχές του Ιουλίου. « Είμαι πολύ χαρούμενος που σου μιλώ». «Χαρούμενος;» λέω μέσα μου. Για ποιον λόγο μπορεί να είναι χαρούμενος; Ο γάλλος σκηνοθέτης προλαβαίνει τη σκέψη μου μιλώντας δυνατά και παθιασμένα. « Τρέφω μεγάλη αγάπη για την Ελλάδα, ξέρεις,την έχω πάρει από τη γυναίκα μου που λατρεύει τη χώρα σας.Η Σάρα πέρασε πολλά χρόνια στην Ελλάδα ως τινέιτζερ γιατί ήταν κόρη διπλωμάτη.Και την ξέρει τόσο,μα τόσο καλά!». Και αρχίζει να εγκωμιάζει την Αθήνα και τις παραλίες της Αστυπάλαιας, όπου έχει κάνει πολλές φορές διακοπές. « Είναι ερωτευμένη με την Ελλάδα » λέει επανερχόμενος στη σύζυγό του. «Μάλιστα, ένας από τους φίλους της που ήθελε να νιώσει την εμπειρία των γυρισμάτων μιας ταινίας, παίζει στην τελευταία μου. Δεν είναι ηθοποιός αλλά δικηγόρος.Ηρθε για δύο ημέρες και περάσαμε θαυμάσια. Θα πρέπει να του μιλήσετε!».

Η ταινία στην οποία ο Μπερτράν Ταβερνιέ αναφέρεται είναι η «Πριγκίπισσα του Μονπενσιέ», ένα επιβλητικό μα και σκοτεινό δράμα εποχής που προβάλλεται στις αίθουσες εδώ και μερικές εβδομάδες και ανήκει ήδη στις μεγάλες καλλιτεχνικές επιτυχίες της θερινής σεζόν. «Ενα από τα πάθη μου είναι να προσπαθώ να καταλάβω πράγματα που δεν ξέρω. Δεν είχα ιδέα για τη Γαλλία του 16ου αιώνα και δεν θα με ενδιέφερε να κάνω μια ταινία για αυτή την περίοδο αν δεν έβρισκα κάποια προέκταση στο σήμερα» λέει ο σκηνοθέτης για την ταινία η οποία είναι βασισμένη στο διήγημα της Μαντάμ ντε Λαφαγέτ . « Ανέκαθεν πίστευα ότι το πάθος που περιγράφει, η ερωτική ιστορία που βρίσκεται στον πυρήνα της αλλά και ο τρόπος που επιβαλλόταν στις γυναίκες εκείνης της εποχής να ακολουθήσουν κάποιους κανόνεςπαραμένουν επίκαιρα ζητήματα.Συνεπώς το φιλμ έχει μια εκσυγχρονισμένη έννοια γιατί,από όσο γνωρίζω,πολλές γυναίκες σε όλο τον κόσμο ζουν καταστάσεις πανομοιότυπες με αυτές που περιγράφω στην ταινία».

Οταν ο Ταβερνιέ άρχισε να επεξεργάζεται το σενάριο της ταινίας, προσέγγισε έναν ιστορικό που θεωρείται ειδήμων σε θέματα της Ανα γέννησης. Προς έκπληξή του έμαθε από αυτόν ότι καμία γυναίκα με τίτλο και αξίωμα στη Γαλλία του 16ου αιώνα δεν είχε δικαιώματα. «Μια κοντέσα ή οποιαδήποτε άλλη τιτλούχος της εποχής είχε τα ίδια ακριβώς δικαιώματα που έχει σήμερα μια 15χρονη Τουρκάλα,μια μορμόνα,μια Ισραηλινή ή οποιαδήποτε άλλη γυναίκα που προέρχεται από φονταμενταλιστική οικογένεια. Δεν μπορούσε να επιλέξει τον άνδρα που αγαπά.Ακόμη και σε δύσκολες εποχές όπως η σημερινή, είναι καλό να κοιτάζεις το παρελθόν, γιατί ανακαλύπτει ότι…δεν είναι και τόσο παρελθόν.Ο Φόκνερ έλεγε:“Το παρελθόν δεν έχει πεθάνει. Δεν είναι καν παρελθόν”.Το πιστεύω απολύτως». Το φόντο της ταινίας είναι επίσης αξιοσημείωτο: η ιστορία λαμβάνει χώρα την περίοδο των πολέμων ανάμεσα στους καθολικούς και τους προτεστάντες. « Οι θρησκευτικοί πόλεμοι παραμένουν στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων παγκοσμίως! » σημειώνει ο Ταβερνιέ.

Ματιές στα χαρακώματα

Ανέκαθεν ο Μπερτράν Ταβερνιέ ενδιαφερόταν για τη ματιά των ανθρώπων που ζούσαν από πρώτο χέρι τα γεγονότα, που βρίσκονταν μέσα στα πράγματα. « Οι περισσότερες ταινίες μου έχουν να κάνουν με τον λαό» του αρέσει να λέει. Ενας αστυνομικός που προσπαθεί να καταπολεμήσει τα ναρκωτικά, ένας πεζικάριος που είναι δάσκαλος και καλείται να πολεμήσει. «Λατρεύω να βρίσκομαι στο πλευρό των ανθρώπων που καλούνται να κάνουν τη “δουλειά” και τις περισσότερες φορές δεν έχουν ιδέα για το τι ακριβώς είναι αυτή» εξηγεί. Ακόμη και ο αξιωματικός που υποδύεται ο αγαπημένος του ηθοποιός (και συνεργάτης σε πολλές ταινίες) Φιλίπ Νουαρέ στην ταινία «Η ζωή και τίποτ΄ άλλο» δεν είναι « των σαλονιών. Χώνει τα χέρια του μέσα στη βρωμιά, πολύ κοντά στους στρατιώτες του». Το παράξενο όμως είναι ότι οι αριστερές πεποιθήσεις του 70χρονου Ταβερνιέ (γεννήθηκε στις 25 Μαρτίου 1941 στη Λυών) δεν επηρέασαν ποτέ τη δουλειά του ως κινηματογραφιστή. Ο ίδιος παραδέχεται ότι στα πρώτα χρόνια της καριέρας του υπήρξε πολύ πιο δογματικός και άκαμπτος. Οσο τα χρόνια περνούν, ωστόσο, τόσο πιο ανοιχτό βρίσκει τον εαυτό του απέναντι « στην εξερεύνηση όλων των πραγμάτων και κυρίως της ανθρώπινης φύσης. Παραδέχομαι ότι στα γονίδιά μου και στο μυαλό μου παραμένω αριστερός,αν και είμαι πολύ απογοητευμένος από την κατάληξη της Αριστεράς σήμερα» λέει. «Την ίδια ώρα θαυμάζω ανθρώπους που δεν ήταν ποτέ αριστεροί,αλλά ήταν πιο δημοκρατικοί από τους αριστερούς. Οπως ο στρατηγός Σαρλ Ντε Γκωλ.Ο Ντε Γκωλ ήταν κατά τη γνώμη μουπιο έντιμος από τον Φρανσουά Μιτεράν, για παράδειγμα. Ισως και πιο αριστερός, αν θέλετε.Είμαι τόσο πολύ απογοητευμένος από το αριστερό κόμμα σήμερα ».

Του ζητώ να μου αναπτύξει τους λόγους για τη δυσαρέσκειά του προς την Αριστερά. «Δεν μου αρέσουν οι δογματικές αποφάσεις της κυρίας Μαρτίν Ομπρί » λέει για τη γενική γραμματέα του γαλλικού σοσιαλιστικού κόμματος. « Λέει για παράδειγμα,“αν νικήσουμε θα επαναφέρω τις συντάξεις εκεί όπου ήταν πριν από τον Σαρκοζί ”.Τα πράγματα είναι πολύ πιο σύνθετα. Σίγουρα αυτό που έκανε ο Σαρκοζί με τις συντάξεις ήταν απαίσιο,αλλά δεν μπορείς επειδή δεν σου αρέσει ο τρόπος με τον οποίο έκανε κάτι να αντιτίθεσαι σε ό,τι έχει κάνει.Δεν μου αρέσει επίσης το γεγονός ότι στα σχέδια του σοσιαλιστικού κόμματος δεν υπήρχε λέξη για τον πολιτισμό.Είναι ανόητοι όσοι δεν καταλαβαίνουν ότι ο πολιτισμός είναι ένα όπλο εναντίον της άγνοιας, εναντίον του φανατισμού και της βλακείας. Κάποτε το σοσιαλιστικό κόμμα ήταν φορέας πολιτισμού.Δυστυχώς όχι πια».

Ο Μπερτράν Ταβερνιέ γνωρίζει για τον οικονομικό εφιάλτη που ζει η χώρα μας τα τελευταία χρόνια, ενώ έχει και άποψη για την αποφυγή της χρεοκοπίας: « Νομίζω ότι θα πρέπει να ακολουθήσετε το παράδειγμα της Ισλανδίας. Ενας από τους τρόπους για να ξεφύγετε από το αδιέξοδο είναι να κάνουν θυσίες και οι τράπεζες -όχι μόνο ο απλός λαός και η κυβέρνηση.Βέβαια,η κατάσταση είναι αρκετά πιο σύνθετη στην Ελλάδα από ό,τι στην Ισλανδία, γιατί είναι αλή θεια ότι εδώ και πάρα πολλά χρόνια οι Ελληνες δεν πλήρωναν τους φόρους τους».

«Φαντασία ίσον ποιότητα»

Η αγάπη του Μπερτράν Ταβερνιέ για τον κινηματογράφο δεν έχει εκφραστεί μόνο στις ταινίες του, αλλά και στα γραπτά του. Γράφει βιβλία για τον κινηματογράφο και διατηρεί blog μέσω του οποίου μοιράζεται σκέψεις και συναισθήματα με όσους τον παρακολουθούν. Στο «Αmis Αmericains: Εntretiens avec les grands auteurs d΄ Ηollywood» ο σκηνοθέτης έγραψε για τους αμερικανούς σκηνοθέτες που τον επηρέασαν περισσότερο από κάθε άλλον, αυτούς που ο ίδιος θεωρεί φίλους του. Τον Τζον Φορντ, τον Μπίλι Γουάιλντερ, τον Τζον Χιούστον αλλά και τον Μάρτιν Σκορσέζε ο οποίος μάλιστα έχει παίξει σε ταινία του Ταβερνιέ, το «Μετά τα μεσάνυχτα».

« Σε καμία περίπτωση το γράψιμο για τον κινηματογράφο δεν μπορεί να συγκριθεί με τη δημιουργία ταινιών » λέει. « Γράφοντας όμως για το σινεμά είναι σαν να εξασκώ το πάθος μου. Μου επιτρέπει να μιλώ για άλλους και να σκέφτομαι κάπως λιγότερο τον εαυτό μου. Ολοι οι καλλιτέχνες έχουν ένα αυξημένο “εγώ”.

Αυτό μπορεί να είναι κάπως γοητευτικό,αλλά μπορεί να γίνει και επικίνδυνο.Ο καλύτερος τρόπος για να το πολεμήσεις είναι να θαυμάσεις άλλους ανθρώπους ».

Ή να μπορείς να μοιράζεσαι την αγάπη σου για κάτι με τους άλλους. « Οι δικές μου ταινίες νομίζω ότι το έχουν αυτό. Κάνω βεβαίως ταινίες για τον εαυτό μου,αλλά την ίδια ώρα θέλω να μοιραστώ με τον κόσμο αυτό που ανακάλυψα ». Του αρέσει επίσης να ανακαλύπτει νέους σκηνοθέτες και να εκφράζει τον ενθουσιασμό του γι΄ αυτό. Να τους το λέει. Πριν από λίγο καιρό είδε την ταινία «Un amour de jeunesse» της Μία Ανσέν Λαβ και το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να στείλει στη νεαρή σκηνοθέτιδα ένα e-mail στο οποίο εξέφραζε τον θαυμασμό του. « Συγκινήθηκε πολύ από την κίνηση, αλλά από τη δική μου πλευρά βρίσκω πως ήταν πολύ φυσιολογική.Οταν μου αρέσει κάτι, θέλω να το λέω,όχι να το κρατώ για τον εαυτό μου ».

« Φαντασία σημαίνει ποιότητα» λέει ο Μπερτράν Ταβερνιέ, όταν του αναφέρω ότι πολύ δύσκολα μπορεί κανείς να κατατάξει κάπου τις ταινίες του- τόσο διαφορετικές μεταξύ τους είναι. « Το να μεταφέρεσαι από τη σύγχρονη Λουιζιάνα στη Γαλλία του 16ου αιώνα και από εκεί στους Βαλκανικούς Πολέμους και από εκεί στους επικίνδυνους δρόμους του Παρισιού του ΄90 και από εκεί στο Παρίσι της δεκαετίας του 1950 την εποχή που η τζαζ μεσουρανούσε, είναι ταξίδια ανεκτίμητα και πολύτιμα» λέει. Η ανταμοιβή του για αυτές τις ταινίες υπήρξε τεράστια. Ιστορικοί έχουν κατατάξει τις «Η ζωή και τίποτ΄ άλλο» (1990) και «Λοχαγός Κονάν» (1996) στις καλύτερες που έχουν γυριστεί ποτέ για τον Α Δ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το «Μετά τα μεσάνυχτα» (1986) που έφερε τον Ντέξτερ Γκόρντον στην πεντάδα των υποψηφίων για το Οσκαρ α΄ ανδρικού ρόλου, θεωρείται μια από τις καλύτερες ταινίες για την τζαζ που έχουν γυριστεί ποτέ. Για τον «Νόμο 627», όπου με εξαιρετικά ρεαλιστικό ύφος παρακολούθησε τη ζωή και τις δυσκολίες των αστυνομικών του Παρισιού, ο Ταβερνιέ άκουσε ένα από τα ωραιότερα σχόλια που έχει ακούσει ποτέ για ταινία του: « Ενας αστυνομικός είπε στο ραδιόφωνο ότι η ταινία ήταν τόσο μα τόσο αληθινή που βλέποντάς την ένιωσε ότι έκανε δύο ώρες υπερωρία! ».

Τέλος, όταν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ο Ταβερνιέ ασχολήθηκε με τον πόλεμο της Αλγερίας γυρίζοντας το ντοκυμαντέρ «La guerre sans nom» («Πόλεμος δίχως όνομα»), έλαβε περί τα 2.000 γράμματα βετεράνων του πολέμου που έλεγαν ότι με αυτή την ταινία κατάλαβαν γιατί πολέμησαν.

ΕΝΑΣ ΕΛΛΗΝΑΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΣΤΗΝ «ΑΥΛΗ» ΜΙΑΣ ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑΣ

Ο Δημήτρης Ζέππος είναι δικηγόρος της Αθήνας και δεν έχει σχέση με τον κόσμο του κινηματογράφου.Συμμετέχει ωστόσο στην τελευταία ταινία του Μπερτράν Ταβερνιέ «Η πριγκίπισσα του Μονπενσιέ» κρατώντας έναν πολύ μικρό ρόλο.Το πώς βρέθηκε στην ταινία το εξιστορεί μιλώντας στο «Βήμα».Ολα ξεκίνησαν από ένα αστείο,αλλά και από τον φιλελληνισμό της οικογένειας Ταβερνιέ.«Η γυναίκα του Ταβερνιέ,Σάρα Τιμπό,κόρη πρώην γάλλου πρέσβη στην Αθήνα,είναι φίλη παιδιόθεν του φίλου και συνεργάτη μου Γεράσιμου Γιαννόπουλου » μας είπε ο Δημήτρης Ζέππος. «Αγαπά ιδιαίτερα τη χώρα μας και την επισκέπτεται αδιαλείπτως κάθε χρόνο.Οταν μας ανακοίνωσε ότι επρόκειτο να παντρευτεί τον γνωστό γάλλο σκηνοθέτη τής είπαμε,προφανώς αστειευόμενοι,ότι αναμέναμε προτάσεις για τους πρωταγωνιστικούς ρόλους των επόμενων έργων του.Ετσι λοιπόν μια μέρα,και αφού ο Ταβερνιέ είχε ήδη γυρίσει την “Καταιγίδα στην ομίχλη” με τον Τόμι Λι Τζόουνς,βρεθήκαμε με τη Σάρα η οποία πάνω στη συζήτηση μας ανακοινώνει:“Το κανόνισα!”.“Τι κανόνισες;” της είπαμε.“Μα,να παίξετε στην επόμενη ταινία του Μπερτράν”.

Αφού ξεκαθαρίστηκε το γεγονός ότι δεν γινόταν πλάκα,η κυρία Τιμπό εξήγησε στους Ζέππο και Γιαννόπουλο ότι η εταιρεία που ήταν υπεύθυνη για την επιλογή κομπάρσων είχε δεχθεί να τους δώσει δυο μικρούς «ρόλους».«Ο Γεράσιμος δεν μπόρεσε τελικά να έρθει στα γυρίσματα και έτσι βρέθηκα στην Μπουρζ,όπου γίνονταν τα γυρίσματα που με αφορούσαν». Αυτό που του έκανε εντύπωση ήταν η άρτια οργάνωση της όλης διαδικασίας.Η υποδοχή του κάθε συμμετέχοντος ήταν εγκάρδια.Ακολουθούσε η υπογραφή των σχετικών εγγράφων, αδειών κ.λπ.και στη συνέχεια η προετοιμασία. Εντύπωση του έκανε επίσης η προσοχή στη λεπτομέρεια. «Για παράδειγμα,οι κομμώσεις των γυναικών ήταν βασισμένες σε φωτογραφίες από πίνακες της εποχής.Ορισμένες,οι πιο περίτεχνες,απαιτούσαν πλέον των δύο ωρών για να ολοκληρωθούν.Τα κοστούμια ήταν εκπληκτικά,το ίδιο και τα κοσμήματα.Στα πλατό κυκλοφορούσαν δεκάδες διαφορετικοί επαγγελματίες με μια εντυπωσιακή- για έναν μη μυημένο- αρμονία.Βοηθοί σκηνοθέτη,κάμεραμεν,ηχολήπτες,ηλεκτρολόγοι,υπεύθυνοι φωτισμού,μακιγέρ,ενδυματολόγοι,ηθοποι οί,κομπάρσοι και άλλοι.Το σύστημα λειτουργούσε σαν ελβετικό ρολόι.Ο Ταβερνιέ ήταν ενίοτε αυστηρός αλλά συνάμα γλυκός και προσηνής».

Στο μέρος που ο κ.Ζέππος συμμετείχε προβλεπόταν μια συνομιλία με τον κόμη Ντε Σαμπάν τον όποιο υποδύεται ο Λαμπέρ Γουιλσόν, τακτικός επισκέπτης της Πάρου.«Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων ο Ταβερνιέ με έβαλε να πω τρεις (στην κυριολεξία) κουβέντες στον πρίγκιπα αναβαθμίζοντάς με αίφνης από κομπάρσο σε ηθοποιό»λέει αστειευόμενος και κλείνει τη σύντομη συνομιλία μας εκφράζοντας για άλλη μια φορά την ευγνωμοσύνη του στη Σάρα και στον Μπερτράν,που του προσέφεραν αυτή τη μοναδική εμπειρία: να ταξιδέψει σε ένα παραμύθι.

ΠΟΤΕ & ΠΟΥ

Η ταινία «Η πριγκίπισσα του Μονπενσιέ», που προβάλλεται στις αίθουσες Οασις (Παγκράτι) και Αλεξ (Θεσσαλονίκη),διανεμήθηκε στην Ελλάδα από τη Village Roadshow, η οποία συνέβαλε και στην πραγματοποίηση αυτής της συνέντευξης.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ