Στην πολυτελή σουίτα οι κουρτίνες είναι κλειστές. Ο Τζον Μπον Τζόβι είναι σκυμμένος πάνω από μια στοίβα με CDs και τα υπογράφει με μηχανικές κινήσεις. Είναι συγκεντρωμένος στο έργο του. «Ωστε είσαι από την Ελλάδα, ε;», σπάει ξαφνικά τη σιωπή. «Εχω έρθει στη χώρα σας για διακοπές με τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου. Η Αθήνα δεν μου άρεσε πάρα πολύ. Πήγαμε όμως μια κρουαζιέρα και θυμάμαι ότι η θάλασσα ήταν υπέροχη… Και τα νησιά σας είναι φανταστικά». Εχει δίκιο για τα νησιά μας, ωστόσο δεν μπορώ να τον παρακολουθήσω, διότι κάποια στιγμή περνάει τα δάχτυλά του μέσα από τα μαλλιά του, σαν τον Νίκο Κουρή σε μια πρόσφατη διαφήμιση. Η κίνηση με υπνωτίζει. Τα μαλλιά πυκνά, δυνατά, στιλπνά, τα σέβεσαι, αν μη τι άλλο, για την αντοχή τους. Θα περίμενε κανείς έπειτα από τόση ταλαιπωρία που έχουν υποστεί την περίοδο της ακμής του hair metal, έπειτα από τόση ποσότητα λακ και τόσες εργατοώρες ξυσίματος, να μην είχε μείνει ούτε τρίχα.

Οι υπερβολικές αντιδράσεις μου οφείλονταν σε κάτι που είχα διαβάσει. Πριν από περίπου τρεις μήνες, η δημοσιογράφος Πόλι Βέρνον, σε ένα άρθρο της στον βρετανικό «Observer», έπειτα από μια συνάντησή της με τον Τζον Μπον Τζόβι στη Βραζιλία, τον είχε χαρακτηρίσει «nondescript», δηλαδή αδιάφορο. Εκείνη η συνέντευξη συζητήθηκε (και αναπαράχθηκε έντονα στα blogs), κυρίως επειδή ο τίτλος ήταν κάτι σαν «αισθάνομαι χοντρός και είμαι στα πρόθυρα του αλκοολισμού». ΄Η ο Τζον έχει αλλάξει πολύ από τότε ή η Πόλι υπερέβαλε. Μόνο αδιάφορος δεν είναι. Τα 4,5 κιλά που ισχυρίστηκε ότι έχει πάρει δεν του φαίνονται, μοιάζει απολύτως νηφάλιος, το χαμόγελό του είναι εκτυφλωτικά λευκό, σαν του Τομ Κρουζ. Οταν τελειώνει με τα CDs και τις υπογραφές, τείνει το χέρι για χειραψία. Την ίδια στιγμή στον χώρο εισέρχεται ο Τίκο Τόρες, ντράμερ των Bon Jovi και πρώην σύζυγος της Εύας Χερτζίκοβα. Αυτός, ναι, αποτελεί επιτομή του nondescript. Κοντούλης με γυαλιά και χαμηλών τόνων, θα μπορούσε να δουλεύει στην ΚΑ΄ Εφορία Αθηνών. Τίποτε επάνω του δεν φανερώνει ότι είναι μέλος μιας ροκ μπάντας από το Νιου Τζέρσεϊ που έχει πουλήσει πάνω από 130 εκατομμύρια δίσκους.

Οι Bon Jovi βρίσκονται αρχές του περασμένου Νοεμβρίου στο πεντάστερο ξενοδοχείο στο οποίο διαμένουν στη Σαλαμάνκα, την πιο αριστοκρατική περιοχή της Μαδρίτης, αφενός επειδή ετοιμάζονται να δώσουν μια συναυλία για τους πολύ φανατικούς ισπανούς θαυμαστές τους, με αφορμή την κυκλοφορία του ultimate greatest hits τους, αφετέρου διότι πρέπει να εμφανιστούν στα European MTV Awards, όπου και θα παραλάβουν το πρώτο βραβείο στην ιστορία του θεσμού με το όνομα Global Icon Award (βραβείο ειδώλου με παγκόσμια απήχηση). Η τιμητική διάκριση τους αφορά, χωρίς να τους ενθουσιάζει: «Τα βραβεία είναι υπέροχα και μη θεωρήσεις ότι δεν τα εκτιμώ, αλλά από κάποια στιγμή και μετά καταλήγουν απλώς σε ένα κουτί κάπου μέσα στο σπίτι σου. Για μένα το μεγαλύτερο δώρο είναι αυτό», λέει και δείχνει το εξώφυλλο της νέας τους κυκλοφορίας, «να βγάζουμε ξανά CDs με τις μεγαλύτερες επιτυχίες μας, να ξεπουλάνε οι συναυλίες μας, να μας αγαπάνε οι καινούργιες γενιές, αλλά δεν έχει τελειώσει τίποτε για εμάς. Βλέπω τον Κλιντ Ιστγουντ στα περιοδικά και τον θαυμάζω, φτιάχνει ακόμη ταινίες, είναι 80 ετών, έχει ένα εντεκάχρονο παιδί, είναι cool».
{{{ moto }}}
Η συζήτηση μαζί τους μοιραία στρέφεται γύρω από την οικονομική κρίση. Αλλωστε, μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες τους, τo «Livin’ on Α Prayer» είναι ένα τραγούδι που μιλάει για την αξίας της ελπίδας στους χαλεπούς καιρούς. «Καταλαβαίνω γιατί ο κόσμος αισθάνεται εξαπατημένος από τους ηγέτες του, έχουμε και εμείς πρόσφατα παραδείγματα διαφθοράς και κακοδιαχείρισης της εξουσίας στην Αμερική, είτε μιλάμε για τον Ντικ Τσένι και την εταιρεία Blackwater, είτε για το κακής ποιότητας τσιμέντο που χρησιμοποιήθηκε από την BP. Ποια είναι όμως η εναλλακτική επιλογή; Η αναρχία και το χάος; Οχι, δεν είναι αυτά η απάντηση. Πιστεύω ότι πολιτικοί που μας έμπλεξαν σε αναίτιους πολέμους και οι τραπεζίτες που ανήκουν στο διεφθαρμένο σύστημα πρέπει να αποκαλυφθούν και να πληρώσουν για ό,τι έχουν προκαλέσει» σχολιάζει ξεκαθαρίζοντας τη θέση του. Τις απαντήσεις του τις ζυγίσει προτού ανοίξει το στόμα του. Κοιτάζει το πάτωμα ή τα χέρια του την ώρα που μιλάει, τα οποία πότε είναι σταυρωμένα επάνω στα πόδια του και πότε κινούνται στον αέρα σε χειρονομίες έντονες, σαν σε χορογραφία.

Για τη δεινή θέση της χώρας μας είναι ενήμερος. Εχει και για αυτό μια απάντηση: «Τα κράτη του κόσμου είναι αλληλοεξαρτώμενα. Ο κόσμος δεν πρέπει να αφήσει την Ελλάδα ή την Ιρλανδία να καταρρεύσει. Τα επόμενα χρόνια θα είναι δύσκολα. Κυρίως γιατί θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν μπορούμε να αγοράζουμε πράγματα χρησιμοποιώντας χρήματα που δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα. Ας σκεφτούμε όλοι ποιοι είναι οι αληθινοί λόγοι που μας κάνουν να ξυπνάμε κάθε πρωί. Τα πρόσωπα που αγαπάμε και η καθαρότητα της καρδιάς μας είναι αυτά που μας δίνουν δύναμη να προχωράμε μπροστά». Αυτό είναι το μόνο σημείο στο οποίο παρεμβαίνει και ο Τίκο Τόρες, ο οποίος και κηρύσσει την αυτοδιαχείριση. «Πρέπει να σταματήσουμε να περιμένουμε από τους πολιτικούς ή το κράτος να βελτιώσουν την καθημερινότητά μας, και να πάρουμε τη ζωή μας στα χέρια μας. Οι καλά οργανωμένες κοινότητες με τη στήριξη του κράτους μπορούν να δουν αποτελέσματα». Ποιος το περίμενε ότι οι Bon Jovi θα ήταν υπέρμαχοι της κοινωνίας των πολιτών; Τελικά, μόνο ένα γράμμα χωρίζει τον Τζον Μπον Τζόβι από τον Μπόνο. Μαζί στην επανάσταση. Οχι όμως την ψηφιακή. «Στα social networks δεν έχουμε έντονη παρουσία. Χρησιμοποιούμε τα κοινωνικά δίκτυα για να μαθαίνουν οι θαυμαστές μας τα νέα μας, αλλά εγώ προσωπικά στο Τwitter δεν μπαίνω, δεν νομίζω ότι ενδιαφέρει κανέναν πόσες συνεντεύξεις δίνω την ημέρα ή πότε ταξιδεύω. Μια σελίδα στο Facebook είναι αρκετή για να μαθαίνουν οι φίλοι μας πότε κυκλοφορεί το άλμπουμ μας ή πότε και πού έχουμε συναυλία. Ολα τα άλλα είναι περιττά».

Πριν από 20 χρόνια, το 1991 συγκεκριμένα, ο Τζον επαναστάτησε και ίδρυσε τη δική του εταιρεία μάνατζμεντ. Τους κολοσσούς της μουσικής βιομηχανίας δεν τους αγάπησε ποτέ. Τώρα, μετά το σαρωτικό πέρασμα του οδοστρωτήρα που λέγεται downloading, πώς τα βλέπει τα πράγματα; «Αν με ρωτούσες πριν από έξι-επτά χρόνια για την κατάσταση της μουσικής, θα σου μιλούσα με μεγάλη απαισιοδοξία. Θα έλεγα ότι δεν είμαι σίγουρος αν ο κόσμος θα έβγαζε ξανά έναν Μπομπ Ντίλαν ή ένα συγκρότημα όπως οι Beatles επειδή έβλεπα ότι τα βιβλία, οι ταινίες, η μουσική, η τέχνη, όλα όσα διαμορφώνουν την κουλτούρα μας δηλαδή, εμπορευματοποιήθηκαν και η διαχείρισή τους έπεσε στα χέρια άπληστων ανθρώπων, οι οποίοι επιπλέον νόμιζαν ότι δεν μπορούσε να τους αγγίξει τίποτε. Τώρα συνασπίζονται για να καταπολεμήσουν την πηγή του κακού, το Internet δηλαδή. Προσωπικά πιστεύω ότι βρίσκονται στο χείλος της καταστροφής. Αντί να συνεργαστούν με το Napster, το έκλεισαν. Τα παιδιά είπαν όμως “fuck you, you ’re dead”. Θα βρεθεί ένας νεαρός σαν τον Μαρκ Ζούκεμπεργκ, θα πάρει με κάποιον τρόπο από την “παλιά φρουρά”, η οποία δεν έχει καταλάβει ότι έχει ήδη πεθάνει, την εναπομείνασα εξουσία της, π.χ., τους δισκογραφικούς καταλόγους των Beatles, θα βγάλει χρήματα από αυτούς, όχι μόνο επειδή είναι άπληστος ή φιλόδοξος, αλλά διότι αγαπάει τη μουσική και θέλει να υπάρχει τρόπος να την απολαμβάνουν όλοι. Και, για να λέμε την αλήθεια, οι καλές μπάντες όπως οι White Stripes δεν ενδιαφέρονται πια τόσο πολύ να παίζονται τα τραγούδια τους στο ραδιόφωνο, έτσι όπως το γνωρίζαμε μέχρι σήμερα, ούτε για παραδοσιακό συμβόλαιο με δισκογραφική, ούτε για συχνές εμφανίσεις στην τηλεόραση. Πιστεύω ακράδαντα ότι ο νέος Μπομπ Ντίλαν θα ξεπηδήσει από το Internet, κάποιος θα τον ανακαλύψει και θα μας τον συστήσει».

Σε ποιους όμως εναποθέτει τις ελπίδες του για τη σωτηρία της ροκ μουσικής σήμερα; «Μου αρέσουν πολύ οι Black Keys, τους είδα να παίζουν ζωντανά τις προάλλες και ενθουσιάστηκα, οι Kings of Leon, οι Alpha Rev, μια καινούργια, καταπληκτική μπάντα». Αρκετά όμως με τις νότες και το πεντάγραμμο. Διότι ο Τζον Μπον Τζόβι όλα αυτά τα χρόνια κυνηγάει και καριέρα ηθοποιού, από τον «Ερωτα στο φεγγαρόφωτο», το 1995, μέχρι γκεστ εμφανίσεις στο «Sex and the City» και στην «Ally McBeal».

«Συμμετείχατε υποδυόμενος τον εαυτό σας στο “30 Rock”, μια επιτυχημένη σειρά, της οποίας δημιουργός και πρωταγωνίστρια είναι η ελληνικής καταγωγής Τίνα Φέι» του λέω.

– «Και η Τζένιφερ Ανιστον είναι ελληνικής καταγωγής» απαντάει.

– «Το ξέρω! Τη γνωρίζετε και αυτή προσωπικά;».

– «Θέλεις να με πειράξεις ε;». (Είναι η πρώτη φορά που με κοιτάζει κατ’ ευθείαν στα μάτια.)

– «Καθόλου, θα ήθελα να μου πείτε τη γνώμη σας για τις δύο αυτές συμπατριώτισσές μου».

«H Τίνα Φέι είναι σπουδαία, είναι πανέξυπνη, είναι αστεία, απίστευτα ταλαντούχα. Ηταν τιμή μου η συνεργασία μου μαζί της. Την Τζένιφερ Ανιστον δεν την ξέρω, αλλά…», σκύβει προς το κασετοφωνάκι, «θα ήθελα πολύ να τη γνωρίσω».

Με αυτές τις κουβέντες τελειώνει η πρώτη μας συνάντηση. Δεν ήταν όμως η τελευταία. Την επομένη, κάποιες ώρες πριν από τη συναυλία τους, δόθηκε η συνέντευξη Τύπου των βραβείων του MTV. Η μπάντα, σε πλήρη απαρτία, εμφανίστηκε φορώντας μαύρα γυαλιά, χωρίς να τα βγάλει ούτε δευτερόλεπτο. Δεν αρέσει σε όλους αυτό. «Τι τρέχει και φοράτε όλοι γυαλιά; Περάσατε περισσότερο καλά από όσο θα έπρεπε χθες το βράδυ;» τους ρωτάει ένας συνάδελφος. «Ναι» απαντάει ο Ρίτσι Σαμπόρα λακωνικά. Οι υπόλοιπες απορίες περιστρέφονται γύρω από τα γνωστά θέματα, αν αισθάνονται τιμή που θα παραλάβουν το βραβείο του Παγκόσμιου ειδώλου κτλ. Οπως είναι φυσικό, δεν γλίτωσαν από την ερώτηση που απευθύνεται σε όλους ανεξαιρέτως τους σταρ το τελευταίο έτος: «Σας αρέσει η Lady Gaga;». Το μικρόφωνο παίρνει ο Τζον. «Μου αρέσει η Gaga, για την εργατικότητά της κυρίως. Είναι μια μουσικός με παιδεία, έχω δει πόσο αφοσιωμένη είναι στη δουλειά της και έχει τον αμέριστο σεβασμό μου. Αν η Μαντόνα και ο Ελτον Τζον έκαναν ποτέ παιδί, θα ήταν σαν τη Lady Gaga». Στην απονομή των βραβείων, αφού η παρουσιάστρια Εύα Λονγκόρια δήλωσε πόσο τους αγαπάει φιλώντας τους όλους σταυρωτά, εκείνοι ευχαρίστησαν το κοινό τους στα αγγλικά αλλά και στα ισπανικά.

Το προηγούμενο βράδυ οι μαδριλένοι θαυμαστές είχαν σχηματίσει από νωρίς μια τεράστια ουρά έξω από το Teatro Circo Price, όπου θα δινόταν η συναυλία. Το θέατρο σχετικά μικρό, επομένως οι Bon Jovi καλούνταν να θυμηθούν το ξεκίνημά τους, τότε που έπαιζαν σε κλαμπάκια και όχι σε στάδια. Ξεκίνησαν με το «Not Fade Away». Το κοινό παραληρεί. Με το που ακούστηκε το «Shot to the heart», εισαγωγικός στίχος του «You Give Love a Bad Name», χαμός. Θα ακολουθούσαν μία μία όλες οι μεγάλες τους επιτυχίες. Μόνη παραφωνία το καινούργιο τους single «What Do You Got» (το οποίο μοιάζει, μεταξύ μας, με άσμα του είδους που λέγεται χριστιανική ροκ, κυρίως λόγω των γλυκερών στίχων που μιλάνε για την αγάπη). Εκείνη τη νύχτα όμως οι Bon Jovi είχαν όρεξη και για πειραματισμούς και για εκπλήξεις: Φώναξαν τη Ριάνα (φλογερή κοκκινομάλλα πια) να τους συνοδεύσει στο «Livin’ on Α Ρrayer», έμπλεξαν το «Keep the Faith» με το «Sympathy for the Devil» και στο τσακίρ κέφι τραγούδησαν το «Pretty Woman» για να συνεχίσουν με τη δυναμική εκτέλεση του «Bad Medicine» («μπαδ μέδιθιν» ούρλιαζαν οι Σπανιόλοι). Κάποια στιγμή και ενόσω έδινε τη δική του, φρενήρη εκδοχή στο «Shout», ο Τζον Μπον Τζόβι θα σταματήσει λαχανιασμένος: «I’m too old for this shit» (ήτοι είμαι πολύ γέρος για αυτά). Σκέφτηκα ότι ψεύδεται. Ο Τζον Μπον Τζόβι είναι σαν τα μαλλιά του. Παρά την ταλαιπωρία και το ροκ lifestyle, βαστάει ακόμη γερά. Kudos.

* Αυτό το άρθρο δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜagazino στις 2 Ιανουαρίου 2011.