«Να εκβληθώσι πάραυτα εκ των σχολείων και καώσι […] ως έργα ψεύδους και κακόβουλου προθέσεως» πρότειναν το 1921 στην «Έκθεσιν» τους οι έξι παιδαγωγοί και φιλόλογοι της Επιτροπείας του Υπουργείου Παιδείας ότι έπρεπε να γίνει με «Τα ψηλά βουνά» του Ζαχαρία Παπαντωνίου (1877-1940) και τα υπόλοιπα αναγνωστικά της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του 1917-1918 που προώθησε η επαναστατική κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Το βιβλίο του καρπενησιώτη συγγραφέα έπασχε, κατά τα μέτρα της Επιτροπείας, από «επιτηδευμένην ατημελησίαν του λόγου και προπετή καταφρόνησιν του συνήθους τρόπου της εκφράσεως». Όσοι εξ υμών έχετε διαβάσει «το πιο δροσερό αναγνωστικό» της ελληνικής γλώσσας μάλλον θα διαφωνείτε με τις κρίσεις της Επιτροπείας (που δημιουργήθηκε μετά την ανατροπή της κυβέρνησης Βενιζέλου) για τις προθέσεις αλλά και τη γλώσσα του συγγραφέα.
«Σταυροκοπιέμαι: αυτά, που θα ήταν δικαιότατη κρίση για τα σημερινά αναγνώσματα, γράφτηκαν για «Τα ψηλά βουνά»!» γράφει ο Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος στο επίμετρο της τριακοστής ένατης και νέας συμπληρωμένης έκδοσης του βιβλίου απ’ τις Εκδόσεις της Εστίας (Ιούλιος 2011). Τη φετινή χρονιά συμπληρώνονται ενενήντα χρόνια από τότε που δημοσιεύτηκε η περίφημη «Έκθεσις» αλλά «η συκοφαντημένη γραφή των Ψηλών Βουνών εξακολουθεί να είναι λαγαρή όσο και τότε» συνεχίζει ο συγγραφέας, φιλόλογος και εκπαιδευτικός που έχει επιμεληθεί ως γνωστόν την πεντάτομη κριτική έκδοση των Απάντων του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (Δόμος, 1981-1988).
Η εμπάθεια είναι συκοφαντικά αμετροεπής, αναφέρει ο ίδιος λ.χ. για τον Α. Σκιά, καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, κλασικό φιλόλογο και μέλος της Επιτροπείας, που ανακάλυψε στη γραφή του Παπαντωνίου «βδελυράς και βωμολόχους αστειότητας, οποίας ασμένως μεταχειρίζονται οι μόρτηδες, οι χασισοπόται, οι λωποδύται και εν γένει οι φαυλόβιοι». «Τα ψηλά βουνά» προωθούσαν επιπλέον την αθεϊα («και της θρησκείας το όνομα είναι από του βιβλίου τούτου αποκλεισμένον») και την αφιλοπατρία σύμφωνα με τους επικριτές τους.
Ακόμα και η συγγραφέας Γαλάτεια Καζαντζάκη συντάχθηκε, σ’ αυτό το επίπεδο της κριτικής (για τη γλώσσα είχε διαφορετική άποψη) με την Επιτροπεία όπως ανακάλυψε ο Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος μόλις φέτος, «γιατί το βιβλίο του Κράτους είναι αναίσθητο και άψυχο. Παραπέταξαν ως άχρηστες τις δυο έννοιες αυτές, το Θεό και το Έθνος, που μόνο μπορούσαν να του δώσουν την ανώτερη πνοή δημιουργίας που του λείπει».
«Τα ψηλά βουνά βρίσκονται μακριά από κάθε ψευτιά» εκτιμά ο συγγραφέας που με παραδείγματα αποδεικνύει γιατί όλες αυτές οι κατηγορίες, η κακοπιστία και η διαβολή, ήταν ανυπόστατες. «Η μόνη τους πρόθεση είναι να φέρουν στις αίθουσες διδασκαλίας και στις ψυχές των εννιάχρονων αναγνωστών τους το θρόισμα των πεύκων και των ελατιών, το τραγούδι του νερού και τη χαρά μιας αλλιώτικης ζωής […] και όλα αυτά με μια γραφή απόλυτα θελκτική και απροσποίητη δίχως ίχνος ακαμψίας και διδακτισμού που δεν καταπίνεται». Ο Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος επικαλείται τον αφατρίαστο πεζογράφο και εκπαιδευτικό Αντώνη Τραυλαντώνη που αναγνώρισε στο βιβλίο ότι «πάσα έκφρασις είναι εικών, πάσα διήγησις είναι ποίημα», αναδεικνύοντας την απαραίτητη ιλαρότητα που οφείλει να έχει ένα αναγνωστικό για παιδιά αλλά και την βαθιά ελληνικότητα της γραφής του συγγραφέα.
Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου αφηγείται την ιστορία μιας ομάδας 26 παιδιών που όταν τελειώνουν την τελευταία τάξη του ελληνικού σχολείου αποφασίζουν (με την άδεια των γονιών τους) να κάνουν μόνα τους διακοπές για περίπου δύο μήνες στα βουνά της Ευρυτανίας. Εκεί, μέσα στις ομορφιές της φύσης, μαθαίνοντας τις ιστορίες των ανθρώπων που συναντούν, φτιάχνουν μια κοινότητα που εξυμνεί το ομαδικό πνεύμα, την αλληλεγγύη και τον αλληλοσεβασμό, μαθαίνουν να ξεπερνούν στις δυσκολίες της ζωής μέσω της συνεργασίας και της εκτίμησης απέναντι στον άλλο, πάντα με χιούμορ και χωρίς βαρύγδουπες διδαχές.
Το 1917 πέθανε ο πατέρας του συγγραφέα (πρόκειται για τον Λάμπρο Παπαντωνίου που στο βιβλίο είναι ουσιαστικά το ομώνυμο μικρό τσοπανόπουλο το οποίο μαθαίνει τα πρώτα του γράμματα απ’ τα παιδιά) και το 1919 έχουμε την πρώτη έκδοση του βιβλίου από το Εθνικό Τυπογραφείο. Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου έγραψε «Τα ψηλά βουνά» σε συνεργασία με τους Δημ. Ανδρεάδη, Αλεξ. Δελμούζο, Π. Νιρβάνα και Μ. Τριανταφυλλίδη με εικονογράφηση του Π. Ρούμπου. Το βιβλίο, που είχε και σχέδια του ίδιου του συγγραφέα, προορίστηκε για αναγνωστικό της τρίτης τάξης του δημοτικού σχολείου.
Η επαναστατική κυβέρνηση του Βενιζέλου εξέφρασε τότε στην πράξη τις νέες εκπαιδευτικές, αισθητικές και γλωσσικές αντιλήψεις της με την καθιέρωση της δημοτικής στις τέσσερις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Το βιβλίο επαινέθηκε απ’ τον Παλαμά και τον Ξενόπουλο για την παιδαγωγική και λογοτεχνική του αξία, τη ζωντανή δημοτική γλώσσα και την τυπογραφική του καλαισθησία. «Τα ψηλά βουνά», παρά τον πρωτοποριακό τους χαρακτήρα προκάλεσαν λυσσαλέες αντιδράσεις και κάηκαν δημοσίως από τις κυβερνήσεις μετά το 1920.
Το βιβλίο, που αποτελεί κομβικό σταθμό στην ιστορία της νεοελληνικής σχολικής και παιδικής λογοτεχνίας, επέστρεψε στα σχολεία με τη νέα εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της κυβέρνησης Βενιζέλου το 1929 και το 1933. Το 1974 «Τα ψηλά βουνά» ξανατυπώθηκαν για τα δημοτικά σχολεία της Μεταπολίτευσης για ένα σύντομο διάστημα έως ότου αντικαταστήθηκαν από το βιβλίο της Αγγελικής Βαρελλά.
Ο Στέλιος Σπεράντζας είπε για «Τα ψηλά βουνά» πως «είναι από τα βιβλία που ξυπνούν τους λαούς και τους κάνουν μεγάλους». Σήμερα, μας υπενθυμίζουν, πέραν όλων των άλλων, πόσο σημαντικό είναι ο καθένας από μας ν’ αναδέχεται τις ευθύνες του. Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου απευθύνεται στα παιδιά όλων των εποχών. «Όταν βρίσκονται γενναία παιδιά σαν εσάς, ένα δάσος γίνεται αιώνιο. Κι οι άνθρωποι ζουν καλύτερα τη ζωή τους».