ΤΟ ΒΗΜΑ/ The New York Times
Από τότε που ξέσπασε η τρέχουσα οικονομική κρίση, φαίνεται πως η βασική αρχή της οικονομικής πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών μπορεί να συνοψισθεί σε έξη μόλις λέξεις: «Φερθείτε με το μαλακό στους τραπεζίτες».
Αυτή η αρχή κατέστη εμφανής κατά τους τελευταίους μήνες της προεδρίας Μπους, όταν προσφέρθηκε μια τεράστια «σανίδα σωτηρίας» μετρητών και εγγυήσεων προς τις τράπεζες, με ελάχιστους όρους. Εξίσου εμφανής ήταν και κατά τους πρώτους μήνες διοίκησης του Ομπάμα, όταν ο Πρόεδρος των ΗΠΑ παρενέβαινε τις δεσμεύσεις της πολιτικής του καμπάνιας για «αλλαγή των νόμων περί χρεοκοπίας, ώστε να μπορέσουν οι οικογένειες να παραμείνουν στα σπίτια τους». Αλλά και σήμερα βλέπουμε την αρχή αυτή σε λειτουργία, καθώς οι ομοσπονδιακοί αξιωματούχοι πιέζουν τους γενικούς εισαγγελείς των πολιτειών να αποδεχτούν πολύ χαμηλές αποζημιώσεις από τις τράπεζες προς τα νοικοκυριά που έχασαν τα σπίτια τους λόγω της πρακτικής επιβολής «καταχρηστικών υποθηκών».
Γιατί άραγε τέτοια συμπεριφορά «με το γάντι»; Χωρίς αμφιβολία τα χρήματα και η πολιτική επιρροή παίζουν τον ρόλο τους: η Γουόλ Στρητ χρηματοδοτεί γενναιόδωρα τις προεκλογικές καμπάνιες των υποψήφιων προέδρων και, από την άλλη, οι υπηρεσίες που υποτίθεται ότι ελέγχουν τις τράπεζες συχνά καταλήγουν υπηρέτες τους. Όμως οι αξιωματούχοι της κυβέρνησης επιμένουν πως η απαλλαγή των τραπεζών από τις ευθύνες τους είναι προς το συμφέρον της συνολικής οικονομίας.
Αυτό δεν ισχύει. Η ανικανότητα να ληφθούν μέτρα πραγματικής ελάφρυνσης των καταχρεωμένων νοικοκυριών τους πρώτους μήνες της διακυβέρνησης Ομπάμα αποτελεί μία από τις βασικές αιτίες που η ανεργία παραμένει στο 9%. Τα επιχειρήματα με τα οποία οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι προσπαθούν να επιτύχουν έναν γρήγορο, ευνοϊκό για τις τράπεζες συμβιβασμό σε σχέση με το σκάνδαλο των καταχρήσεων στις υποθήκες στερούνται λογικής βάσης.
Προτού αναλύσω γιατί τα επιχειρήματα είναι παράλογα, ας περιγράψω εν συντομία το χάος που επικρατεί με τις υποθήκες. Το προηγούμενο φθινόπωρο πληροφορηθήκαμε πως πολλές τράπεζες επιδίδονταν σε παράνομες κατασχέσεις οικιών. Χαρακτηριστικά, μάθαμε ότι υπάλληλοι πιστοποιούσαν με ταχύτατες, «αυτόματες» διαδικασίες – από όπου βγήκε και το παρατσούκλι «robo-signers», υπογραφές-ρομπότ! – πως οι τράπεζες διέθεταν τα απαραίτητα έγγραφα, ώστε να κατασχέσουν τα σπίτια, χωρίς προηγουμένως να ελέγχουν αν όντως έχουν το νομικό δικαίωμα να προχωρήσουν σε εξώσεις. Δικαίωμα το οποίο στις περισσότερες περιπτώσεις δεν είχαν.
Πόσο σοβαρές και γενικευμένες ήταν οι καταχρήσεις; Η απάντηση είναι πως αυτό παραμένει άγνωστο. Έχουν περάσει εννέα μήνες από όταν ξέσπασε το σκάνδαλο με τις παράνομες κατασχέσεις κατοικιών και παρά ταύτα δεν έχει ακόμα διεξαχθεί σοβαρή έρευνα ως προς την έκτασή του. Αυτό οφείλεται στο γεγονός, ότι οι πολιτείες, που αντιμετωπίζουν σοβαρά ελλείμματα στους προϋπολογισμούς, δε διαθέτουν πόρους για μία εκτενή έρευνα, αλλά και στο ότι οι ομοσπονδιακές αρχές , που διαθέτουν τα απαιτούμενα μέσα, επιλέγουν να μην προχωρήσουν σε τέτοια.
Αντιθέτως, πιέζουν για συμβιβασμό με τις τράπεζες, ο οποίος σύμφωνα με δημοσιεύματα «θα απάλλασσε πλήρως τις εταιρείες που παρανόμησαν επιβάλλοντας μόνο πρόστιμα ύψους έως και 30 δισεκατομμυρίων δολαρίων και διαβεβαιώσεις πως οι εταιρείες δε θα επαναλάμβαναν παράνομες πρακτικές.»
Προς τι η βιασύνη για συμβιβασμό; Από ότι φαίνεται, προβάλλονται δύο βασικά επιχειρήματα υπέρ της ουσιαστικής απαλλαγής των τραπεζών. Ο πρώτος ισχυρισμός είναι πως η γρήγορη επίλυση του ζητήματος των υποθηκών αποτελεί το κλειδί για την ανάκαμψη της αγοράς ακινήτων. Ο δεύτερος, περισσότερο ασαφής, που δεν χρησιμοποιείται τόσο ανοιχτά, είναι πως μία πιο σκληρή στάση έναντι των τραπεζών θα υπονόμευε τις ευρύτερες προοπτικές ανάκαμψης της οικονομίας.
Κανένα από τα δύο αυτά επιχειρήματα δεν έχει λογικά ερείσματα.
Ο ισχυρισμός πως πρέπει να απομακρυνθούν τα νομικά σύννεφα που σκεπάζουν τις κατασχέσεις, προς όφελος της αγοράς ακινήτων- και συγκεκριμένα υπέρ της διατήρησης των σημερινών τιμών στα ακίνητα – με κάνει ειλικρινά να απορώ. Το μόνο που θα επιτευχθεί έτσι είναι η περαιτέρω επιτάχυνση των κατασχέσεων: και, αν περισσότερες οικογένειες διωχθούν από τα σπίτια τους, θα υπάρχουν ακόμη περισσότερα ακίνητα διαθέσιμα προς πώληση, άρα θα αυξανόταν η προσφορά. Η αύξηση στην προσφορά ενός αγαθού συνήθως οδηγεί στη μείωση της τιμής του, όχι την άνοδο. Άρα, γιατί με την αγορά ακινήτων γίνεται το αντίστροφο;
Λυπάμαι, αλλά τα επιχειρήματα υπέρ της απαλλαγής των τραπεζών δεν αντέχουν στην κριτική. Από πού και ως που θα απειληθεί η οικονομία από μια σκληρότερη στάση προς τις τράπεζες; Τι είναι αυτό που «φρενάρει» την οικονομία; Σίγουρα όχι η κατάσταση των τραπεζών. Είναι αλήθεια πως στα τέλη του 2008 και τις αρχές του 2009 οι φόβοι για κατάρρευση των τραπεζών προκάλεσαν αναταράξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Ωστόσο, οι αγορές αυτές έχουν, εδώ και καιρό, επανέλθει στην ομαλότητα, κατά κύριο λόγο διότι οι πάντες γνωρίζουν ότι οι τράπεζες θα «διασωθούν» άμεσα, αν βρεθούν σε δυσκολίες.
Προς το παρόν, το μεγάλο πρόβλημα της οικονομίας είναι ο κολοσσιαίος όγκος των χρεών των αμερικανικών νοικοκυριών, ο οποίος οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στα ενυπόθηκα δάνεια ύψους 5,6 τρισεκατομμυρίων δολαρίων που πήραν τα νοικοκυριά στα χρόνια της φούσκας. Μία σοβαρή ελάφρυνση στο βάρος των υποθηκών θα μπορούσε να αμβλύνει το πρόβλημα. Αντίθετα ένας συμβιβασμός ύψους 30 δισεκατομυρίων δολαρίων με τις τράπεζες δεν θα αλλάξει τίποτε ως προς την ρίζα του προβλήματος.
Συνεπώς, όταν οι ομοσπονδιακοί αξιωματούχοι μας λένε πως πρέπει να σπεύσουμε σε έναν συμβιβασμό με τις τράπεζες «για το καλό της οικονομίας», δε θα πρέπει να τους πιστεύουμε. Πρέπει να το κάνουμε σωστά, και να θέσουμε επιτέλους τους τραπεζίτες προ των ευθυνών τους.