Παρατηρώ τα χέρια της. Οσο το µαγνητόφωνο γράφει, η Ρέα Γαλανάκη ανοίγει το σηµειωµατάριο µπροστά της. Χωρίζει τις λευκές σελίδες του σε οριζόντιες λωρίδες µε το στυλό της και αραδιάζει επάνω τους µεγάλα Χ που τα κυκλώνει µε σπειροειδείς µουντζούρες. Το αποτέλεσµα θυµίζει, σε άσπροµπλε, τους πολύχρωµους κύκλους που στροβιλίζονται µέσα σε αυστηρά τετράγωνα στον πίνακα του Καντίνσκι: καµπύλη και ευθεία, θηλυκό και αρσενικό, ευαισθησία και ρώµη, σκέψη και δράση, ισορροπίες. Ισορροπίες ζωής, εσωτερικές και εξωτερικές, οι οποίες, όπως µας λέει η γνωστή συγγραφέας, έχουν διαταραχθεί πάρα πολύ από τη στιγµή που εκλέχθηκε δηµοτική σύµβουλος στον ∆ήµο Αθηναίων τον περασµένο Νοέµβριο. Η υποψηφιότητα ήταν συνειδητή, η εκλογή αναπάντεχη. Πιστώνεται µε την ανανέωση του ιστορικού µυθιστορήµατος µε τον «Βίο του ΙΣµαήλ Φερίκ πασά» το 1989. Η σχέση της µε την Ιστορία ξεκινά από τις αφηγήσεις της γιαγιάς της και του πατέρα της στο οικογενειακό τραπέζι για τους πολέµους που έζησαν, µε τους Τούρκους η µεν, µε τους Γερµανούς ο δε. «Αυτά όλα δηµιουργούν µια αίσθηση χρόνου που είναι Ιστορία, γιατί φτάνουν ως εσένα». Στο τελευταίο βιβλίο της αφηγείται την προσωπική της ιστορία: τη σύγκρουση µε τους γονείς και το περιβάλλον της για να µπορέσει να βρει το πρόσωπό της, τη γεωγραφική περιπλάνηση στην Ελλάδα και την εσωτερική περιπλάνηση στον χώρο, στον χρόνο, τον Ερωτα µε Ε κεφαλαίο. Μιλάει για τους δασκάλους, για τους φίλους που έχουν τη θέση οικογένειας, για τη λογοτεχνία. «Γράφω από το δηµοτικό σχολείο και για µένα το γράψιµο είναι η ζωή µου. ∆εν µπορώ να σκεφτώ τον εαυτό µου χωρίς να γράφω». Πολιτικοποιηµένη από νωρίς, ξεκαθαρίζει ότι δεν ανήκει σε κόµµατα και οµάδες, πρόσκειται όµως στη ∆ηµοκρατική Αριστερά. Την ενοχλεί το σκληρό και απάνθρωπο πρόσωπο της Αθήνας και ο καθηµερινός ρατσισµός που διευρύνεται. Καθισµένη τώρα στην καρέκλα της προέδρου τού υπό εξυγίανση δηµοτικού ραδιοφωνικού σταθµού Αθήνα 9,84, θέση που καίει, έχει αναλάβει ευθύνες που δεν της επιτρέπουν να συγκεντρωθεί και να γράψει. «Ούτε καν να σκεφτώ τι θέλω να γράψω. Αυτό για µένα είναι ένα µεγάλο πρόβληµα» εξοµολογείται, διότι «είµαι συγγραφέας και θέλω να µείνω συγγραφέας».
– Το τελευταίο σας βιβλίο, «Από τη ζωή στη λογοτεχνία» (Καστανιώτης, 2011) είναι μια συλλογή παλαιών άρθρων και δοκιμίων που στο σύνολό τους σχηματίζουν μια ιδιότυπη αυτοβιογραφία. Τι παρακίνησε την έκδοσή της;
«Κατ’ αρχάς είµαι πια µια µεγάλη γυναίκα. Κοντεύω να κλείσω τα 64 και νοµίζω ότι µπορεί κανείς να αρχίσει να σκέφτεται συνολικά τη ζωή του. Βρίσκω ότι η αυτοβιογραφία είναι από τα πιο δύσκολα λογοτεχνικά εγχειρήµατα. Με βόλεψε λοιπόν σε αυτή τη φάση της ζωής µου να µαζέψω διάφορα άρθρα που δεν γράφτηκαν µε σκοπό να είναι αυτοβιογραφικά, ήταν παραγγελίες από περιοδικά, και όλα µαζί συγκροτούν το πλαίσιο της ζωής του ανθρώπου: η γενέτειρα, οι τόποι που έχει ζήσει, οι άνθρωποι που έχει γύρω του, γονείς, δάσκαλοι και φίλοι αγαπηµένοι, η διαδροµή µέσα στις ιδέες του».
– Βιογραφία ή Ιστορία; Τι προτιμάτε, για να θέσω το δίλημμα του Τ. Σ. Ελιοτ;
«Υπάρχουν ορισµένες στιγµές στη ζωή του καθενός µας, τουλάχιστον για τους ανθρώπους που έχουν παρόµοια συγκρότηση µε εµένα, κατά τις οποίες έχουµε πλήρη συνείδηση ότι ζούµε ιστορικές στιγµές. Αυτό µας κάνει να θεωρούµε την Ιστορία πρώτα από όλα µέρος της ζωής µας και έπειτα µέρος του πώς σκεφτόµαστε, του πώς συνθέτουµε την προσωπική µας ταυτότητα αλλά και τη συλλογική και προσπαθούµε, συχνά βέβαια επί µαταίω, να αντιµετωπίσουµε µέσα από τις γνώσεις του παρελθόντος το πολύ σκληρό παρόν· ενδεχοµένως, και αυτό είναι ακόµη πιο µάταιο, να προβλέψουµε το µέλλον».
– Τι σας ώθησε να εμπλακείτε στην ενεργό πολιτική;
«Με ώθησε η κατάσταση στην οποία βρίσκεται η ελληνική κοινωνία τα δύοτρία τελευταία χρόνια, µια κατάσταση που τραβάει στα άκρα, που αµφισβητεί βαθύτατα θεσµούς και ανοίγει πολλές καινούργιες και πολύ βαθιές πληγές. Στη συγκυρία αυτή φίλοι και σύντροφοι από την εποχή της δικτατορίας ξαναβρεθήκαµε αυθόρµητα. Συνέπεια των συγκεντρώσεων αυτών ήταν να κατέβω υποψήφια στις δηµοτικές εκλογές στο ψηφοδέλτιο του Γιώργου Καµίνη, υπό τον όρο ότι δεν θα έκανα απολύτως τίποτε για να εκλεγώ. Η εκλογή µου και ο αριθµός των ψήφων µε εξέπληξαν. ∆εν µετάνιωσα όµως. Η εµπειρία από τα δηµοτικά συµβούλια και τον ρόλο µου στον Αθήνα 9,84 είναι οξύτατη. Μπορώ να πω ότι µου έχει κάνει καλό το ότι βγήκα από τον κλειστό κόσµο του συγγραφέα, τουλάχιστον για την ώρα».
– Θεωρείτε τη σημερινή Αθήνα μητρόπολη συγκρίσιμη με τις μεγάλες πρωτεύουσες του εξωτερικού;
«Η Αθήνα δεν είναι µητροπολιτική πρωτεύουσα, αυτό το συνειδητοποιείς αµέσως µόλις βρεθείς σε κάποια µεγάλη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα. Το πιο σκληρό είναι η καταστροφή της Αθήνας τα τελευταία χρόνια, µε την οποία διαφωνώ κάθετα. ∆εν µε ενδιαφέρει από πού προέρχεται, το ερώτηµα είναι πολυσύνθετο και δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις. Το θεωρώ όµως απαράδεκτο να καταστρέφεται η πλατεία Συντάγµατος για να γίνουν τα µάρµαρα πέτρες. Αυτή η τακτική µε εξοργίζει και µε καταθλίβει. Αν συνεχιστεί, δεν θα έχουµε καµία σχέση µε τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Πιθανώς όµως ο σκοπός όσων τα κάνουν αυτά να είναι ακριβώς αυτό: να µην έχουµε σχέση µε τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες».
– Θα υποστηρίζατε στο δημοτικό συμβούλιο τυχόν πρόταση για απαγόρευση των διαδηλώσεων στο κέντρο της Αθήνας;
«Απαγορευτική πρόταση ποτέ. Θα συµφωνούσα ενδεχοµένως να τεθούν κάποιοι όροι που να µη βλάπτουν τις διαδηλώσεις αφενός, αλλά να προστατεύουν τους ανθρώπους του κέντρου αφετέρου. Είναι απαραίτητο να γίνουν κάποιες ρυθµίσεις. Οι άνθρωποι χάνουν τις περιουσίες τους, κάθε τρεις και λίγο τους σπάνε τα µαγαζιά, κινδυνεύει η ζωή τους, µην ξεχνάµε τους ανθρώπους που κάηκαν στην τράπεζα…».
– Πώς χαρακτηρίζετε την έξαρση της συλλογικότητας που παρατηρήσαμε στο κέντρο της Αθήνας;
«Οι “Αγανακτισµένοι” είναι ένα πάρα πολύ ενδιαφέρον κίνηµα, πρωτότυπο και µε µεγάλη δυναµική λόγω της πανελλαδικής εµβέλειάς του. Θέτουν ζητήµατα και εκτιµώ τις φιλειρηνικές εκδηλώσεις τους. Υπήρξαν βέβαια και ακραίες συµπεριφορές, που µε κάνουν να σκέφτοµαι ότι, αν οι άνθρωποι αυτοί έχουν ψηφίσει, κατ’ αρχάς θα έπρεπε να κάνουν κάτι άλλο, µια χειρονοµία προς τον εαυτό τους, γιατί δεν µπορεί όλοι αυτοί να µην έχουν ψηφίσει, ας έχουµε και αυτοσυνειδησία».
– Στο «Από τη ζωή στη λογοτεχνία», έργο αυτοσυνειδησίας, θα βρει ο αναγνώστης όλα τα κλειδιά για να ερμηνεύσει τη ζωή και το έργο σας;
«Η ζωή και το έργο είναι ακόµη ρευστά, διαµορφωνόµενα. Πριν από τρία χρόνια, για παράδειγµα, δεν γνώριζα ότι σήµερα θα βρισκόµουν σε αυτό το γραφείο, ήταν µια έκπληξη. Στο βιβλίο µιλώ για πολλά· όµως, όπως ο καθένας, αποσιωπώ πολλά άλλα. Κατά συνέπεια, ο αναγνώστης θα µπορέσει να σχηµατίσει για µένα έναν σκελετό στοιχειώδη αλλά ευάλωτο και ελλιπή. Είµαι όλα αυτά που ξέρετε και πολλά άλλα που δεν ξέρετε».
Η αυτοβιογραφία δεν είναι από τα είδη που φύονται άφθονα στον ελληνικό λογοτεχνικό λειμώνα. Τα περισσότερα από τα πρόσφατα δείγματα του είδους συγκεντρώνονται στη σειρά η «Κουζίνα του δημιουργού» (εκδόσεις Πατάκη), που επιμελείται ο συγγραφέας Μισέλ Φάις. Ο Αλέξης Πανσέληνος, η Μάρω uni0394ούκα, η Αθηνά Κακούρη και ο Πέτρος Μάρκαρης, μεταξύ άλλων, άνοιξαν κατά παραγγελία τα χαρτιά της ζωής και του έργου τους.
Δημιουργοί ενεργοί, και όχι απόμαχοι που επιχειρούν απολογισμό της ζωής τους. Αυτό άλλωστε ήταν ένα από τα στοιχήματα της σειράς, μας λέει ο Μισέλ Φάις, η οποία επεκτάθηκε και σε χώρους εκτός λογοτεχνίας. Η λειτουργία της διττή: να αυτοσυστηθεί με ένα εξομολογητικό κείμενο ο δημιουργός σε όσους δεν τον γνωρίζουν και να δώσει την ευκαιρία σε εκείνους που είναι εξοικειωμένοι με το έργο του να τον προσεγγίσουν από μια άλλη οπτική. Η Σώτη Τριανταφύλλου αναρωτήθηκε, όταν της έγινε η πρόταση, για τη χρησιμότητα ενός τέτοιου εγχειρήματος. «Αποδείχτηκε όμως» μας εξηγεί «εκτός από την αυτονόητη ευκαιρία να θυμηθώ και να σκεφτώ τα γεγονότα της ζωής μου (καθώς και της ζωής των ανθρώπων που γνώρισα), μια ευκαιρία για έναν διαφορετικό τρόπο γραφής». Είναι η νεότερη της σειράς· μήπως ήταν νωρίς για μια αυτοβιογραφία; τη ρωτήσαμε.
«Δεν ήταν νωρίς. Στα 50 μας συνηθίζουμε να κοιτάμε πίσω. Με το “Ο χρόνος πάλι” βρήκα την αφορμή να μιλήσω για διάφορα ζητήματα, όπως οι πολιτικές μου ιδέες, οι φιλολογικές μου προτιμήσεις, και για το πώς όλα μου τα προτερήματα είναι δυνάμει ελαττώματα». Ο σκηνοθέτης Νίκος Παναγιωτόπουλος αντιστεκόταν καιρό στο αίτημα του Φάις. Οταν τελικά υπέκυψε, του βγήκε σε καλό. «uni0394εν είχα ποτέ την πρόθεση να γράψω ένα αυτοβιογραφικό κείμενο.
Μόλις ξεκίνησα να γράφω, το βιβλίο βγήκε μόνο του μέσα σε 20 ημέρες. Ηταν αφορμή να στοχαστώ πάνω στην τέχνη μου και στο τι έχω κάνει, ένας τρόπος να βγάλω από μέσα μου αποσπάσματα μνήμης, εμμονές, σκέψεις». Απόλαυσε τόσο τη διαδικασία, που το «Από το καλάθι των αχρήστων» θα το ακολουθήσει σύντομα και δεύτερος τόμος με τίτλο «Κόκκινο παλτό».
Τι κινεί το ενδιαφέρον των αναγνωστών; ρωτήσαμε τον επιμελητή. Μήπως από τη στιγμή που ο συγγραφέας σήμερα έχει αποκτήσει το status της διασημότητας αυξάνεται η περιέργεια για μυστικές λεπτομέρειες της ζωής του; «uni03A9ς επιμελητή με ενδιαφέρει το χνάρι που αφήνει ένα δημόσιο πρόσωπο στον χώρο του. Οι αναγνώστες, όμως, ναι, συχνά ελκύονται από το εκτόπισμα της προσωπικότητας και όχι από το εκτόπισμα του έργου».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ