«Μέτωπο» σε πανευρωπαϊκό επίπεδο ενάντια στους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης που απειλούν να «τινάξουν» στον αέρα την προσπάθεια διάσωσης της Ελλάδας, σχηματίζεται τις τελευταίες ημέρες.
Η γερμανίδα καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ εξαπέλυσε χθες δριμεία επίθεση στις εταιρείες που απειλούν να χαρακτηρίσουν «επιλεκτική χρεοκοπία» το σχέδιο που προωθείται για την αναδιάρθρωση του χρέους, στο πλαίσιο του νέου πακέτου χρηματοδότησης του δημοσίου.
«Οι πιστωτές της Ελλάδας πρέπει να παίρνουν τις αποφάσεις τους ανεξάρτητα από τις αξιολογήσεις των οίκων» υπογράμμισε σχετικά η κυρία Μέρκελ, συμπληρώνοντας ότι εμπιστεύεται «πάνω από όλα την κρίση των τριών θεσμών (ΕΕ, ΕΚΤ, ΔΝΤ) που εποπτεύουν τη διάσωση της χώρας».
Λίγες ώρες νωρίτερα η Standard & Poor’s είχε προειδοποιήσει ότι θα θεωρήσει τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στο σχήμα βοήθειας προς την Ελλάδα ως επιλεκτική πτώχευση, ενώ η Moody’s παρά το γεγονός ότι περιμένει τις επίσημες ανακοινώσεις για να εκφέρει άποψη επί του θέματος, προέβλεψε ότι το γαλλικό σχέδιο επιμήκυνσης των ομολόγων θα επέφερε απομειώσεις για τον τραπεζικό κλάδο.
Άμεση ήταν η αντίδραση της Ευρωτράπεζας, η οποία γνωστοποίησε ότι θα συνεχίσει να αποδέχεται ως ενέχυρο τους εγχώριους τίτλους για την παροχή ρευστότητας στις ελληνικές τράπεζες, αν έστω και ένας οίκος διατηρεί τη βαθμολογία για την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας πάνω από τη βαθμίδα της χρεοκοπίας.
Ακόμη και οι άκαμπτοι Ολλανδοί εμφανίστηκαν χθες πιο επιεικείς με την Ελλάδα, διά του υπουργού Οικονομικών της χώρας κ. Γιαν Κέες ντε Γιάγκερ, ο οποίος δήλωσε ότι οι ολλανδικές τράπεζες είναι πρόθυμες να συμμετάσχουν στο σχέδιο επιμήκυνσης του ελληνικού χρέους.
Την ίδια ώρα συνεχίζονται με αμείωτη ένταση οι συζητήσεις και οι διαβουλεύσεις μεταξύ των μεγαλύτερων ευρωπαϊκών τραπεζών και ευρωπαίων αξιωματούχων, με στόχο να καταλήξουν σε μία συμφωνία για τον τρόπο μετακύλισης των κρατικών τίτλων που έχουν στην κατοχή τους οι επενδυτές.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα στον ευρωπαϊκό τύπο, η πρόταση που συζητείται περιλαμβάνει ελκυστικότερους όρους για τη συμμετοχή των ιδιωτών σε σχέση με το γαλλικό σχέδιο, τόσο ως προς το ύψος του επιτοκίου, όσο και ως προς το ποσοστό της ονομαστικής αξίας των ομολόγων που θα αναχρηματοδοτηθεί.