Από τα σημαντικότερα θέματα που ενδιαφέρουν τον άνθρωπο είναι η συμπεριφορά του· και πολλοί ρωτούν αν ακόμη και κάποια μικροσυμπεριφορικά χαρακτηριστικά τους κληρονομούνται ή όχι, καθώς ανακαλύπτουν τέτοια συγγενικά πρότυπα στους εαυτούς τους. Η συμπεριφορική διεργασία είναι εξίσου σημαντική και για άλλα ζωικά είδη, καθώς μέσω της συμπεριφοράς το ζώο θα βρει και θα πάρει την τροφή του, θα διαφύγει κινδύνους, θα βρει ταίρι και θα αναπαραχθεί. Ανάλογα όμως δεν ισχύουν και για τον Homo sapiens;
Γι’ αυτό θα πρέπει να τονίσουμε από την αρχή δύο σημεία: ότι η βασική συμπεριφορά μας έχει ως έναν βαθμό εξελικτική προέλευση και ότι διαφοροποιείται δραματικά από εκείνη των άλλων ζωικών ειδών λόγω του μοναδικού εγκεφάλου μας. Ενα άλλο σημείο που πρέπει να τονιστεί είναι πως υπάρχουν πρότυπα συμπεριφοράς που είναι ενστικτώδη, όπως τα αντανακλαστικά δηλαδή, τα οποία δεν έχουν διδαχθεί και έχουν καθαρή γενετική βάση· αλλά και πρότυπα που είναι αποτέλεσμα της μάθησης/εμπειρίας, η οποία επίσης επηρεάζεται ως έναν βαθμό από τον γενετικό οπλισμό του ατόμου, τη γενετική προδιάθεση.
Αυτός ο δυϊσμός, ένστικτο ή ανατροφή δηλαδή, υπήρξε μέτωπο έντονων αντιπαραθέσεων παλαιότερα, με τους συμπεριφοριστές λ.χ. να αποδίδουν τα πάντα στην ανατροφή, καλλιεργώντας την αντίληψη του χυδαίου περιβαλλοντικού ντετερμινισμού, και άλλους, ακόμη και σήμερα, στα γονίδιά μας, μέσω του χυδαίου γενετικού ντετερμινισμού· και επειδή η αλήθεια δεν είναι ούτε μαύρη ούτε άσπρη, ας την αναζητήσουμε στο μεσοδιάστημα.
Είμαστε και εμείς… ζώα
Το ότι πολλά πρότυπα συμπεριφοράς, από τα ενστικτώδη ως τα μαθησιακά, ως τη νοημοσύνη μας και τη συναισθηματικότητά μας, έχουν μια εξελικτική συνέχεια και δεν εμφανίστηκαν ξαφνικά στο είδος μας, καταδεικνύεται από πληθώρα ερευνών. Π.χ. οι βιολογικοί ρυθμοί, όπως ο ημερονύκτιος κατά τον οποίο προσαρμόζεται το σώμα μας με το να πεινάει, να νυστάζει κ.ά. κατά τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου, παρατηρείται, με παραλλαγές σε όλα τα ζωικά είδη που είναι ψηλά στην εξελικτική ιεραρχία. Η νοημοσύνη και η συναισθηματικότητα, κάποιας μορφής πρωτολειακή αφηρημένη σκέψη, αλλά και ορισμένα συναισθήματα καταγράφονται σε πολλά θηλαστικά· από τον σκύλο που υπερεκκρίνει ντοπαμίνη, την ορμόνη της ευχαρίστησης, όταν λ.χ. φυλάει το κοπάδι και ευχαριστείται γι’ αυτό, ως τον χιμπαντζή που κάνει «σχέδια» στο μυαλό του προκειμένου να επιτύχει τον σκοπό που θέτει, όπως εύρεση τροφής ή συντρόφου.
Το ότι επίσης υπάρχουν πρότυπα συμπεριφοράς, γενετικά ελεγχόμενα σε ζωικά είδη, είναι σαφές. Π.χ. μια μετάλλαξη στα αρσενικά της ξιδόμυγας Δροσόφιλας τα κάνει να ερωτοτροπούν με αρσενικά και όχι με θηλυκά· γονίδια για τη μνήμη, τη διαδικασία μάθησης κ.ά. έχουν απομονωθεί επίσης από την ξιδόμυγα αυτή. Ο ρυθμός ωοαπόθεσης σε ένα θαλάσσιο σαλιγκάρι, που λέγεται Aplysia, εξαρτάται από ένα νευροπεπτίδιο, προϊόν ενός γονιδίου, καθώς απομόνωση της ουσίας αυτής και ένεσή της σε αγονιμοποίητα θηλυκά σαλιγκάρια προκαλεί την ίδια συμπεριφορά που κάνει το γονιμοποιημένο θηλυκό όταν γεννά τα αβγά του, εκτυλίσσοντας δηλαδή όλο το ρεπερτόριο των απαιτούμενων κινήσεων ωοαπόθεσης που είναι ειδικό και λεπτομερές.
Με διαφορετικό όμως εγκέφαλο…
Στον άνθρωπο όμως εν γένει οι συμπεριφορές είναι γενετικά πιο περίπλοκες, ιδιαίτερα όσες αφορούν την ευφυΐα μας στη διαμόρφωση της οποίας συμμετέχει πληθώρα γονιδίων. Οσο όμως περισσότερα γονίδια συμμετέχουν στην έκφραση ενός χαρακτηριστικού τόσο πιο έντονη είναι και η επίδραση του περιβάλλοντος, της μάθησης και της εμπειρίας εν προκειμένω· ανάλογα ισχύουν και για τη μορφοποίηση της προσωπικότητάς μας, καθώς ο εγκέφαλός μας είναι προ-προγραμματισμένος γενετικά, αλλά η μορφοποίησή του επιτυγχάνεται από τα μαθησιακά, παιδαγωγικο-εκπαιδευτικά ερεθίσματα που δέχεται. Αν πρόκειται όμως για μαθησιακές δυσκολίες όπως λ.χ. η δυσλεξία, η υπερκινητικότητα, ο αυτισμός κ.ά., τότε η γενετική συμμετοχή είναι καθοριστική.
Η διαφορά του ανθρώπου από τα ζώα ως προς την επεξεργασία της σκέψης είναι η ύπαρξη φαντασίας και δημιουργικότητας, αποτέλεσμα εξελικτικών βημάτων του παρελθόντος. Κάποιες όμως γενετικές ή τραυματικές εγκεφαλικές βλάβες μπορεί να αλλάξουν αυτές τις δυνατότητες.
Η σύντομη αυτή προσπάθεια ανεύρεσης της απάντησης στο βασικό ερώτημα που θέσαμε καταλήγει στο συμπέρασμα ότι άλλα πρότυπα συμπεριφοράς μας κληρονομούνται, όπως οι αντανακλαστικές κινήσεις και αντιδράσεις, αλλά και άλλες φυσιολογικές συμπεριφορές, όπως οι βιορυθμοί μας, ή ακόμη και ορισμένες παθολογικές συμπεριφορές, ενώ άλλα πρότυπα είναι συνάρτηση της αλληλεπίδρασης των γονιδίων και του περιβάλλοντος, όπως λ.χ. η νόηση, η προσωπικότητα, ορισμένες μορφές παραβατικότητας και επιθετικότητας, ο τραυλισμός, ακόμη και η σχιζοφρένεια κ.ά. Αλλες πάλι συμπεριφορές είναι επίκτητες, εξαρτώνται δηλαδή μόνο από την εμπειρία και τη μάθηση, από το κοινωνικό εν γένει περιβάλλον, όπως λ.χ. η έκφραση ορισμένων συναισθηματικών εκφάνσεων, η μίμηση κάποιων προτύπων συμπεριφοράς, ορισμένες περιπτώσεις επιθετικότητας, εγκληματικότητας κ.ά.
Πέραν δηλαδή ορισμένων ακραίων περιπτώσεων στις οποίες τα γονίδια έχουν τον κύριο λόγο, τα περισσότερα πρότυπα συμπεριφοράς μας διαμορφώνονται από την ανατροφή, την εκπαίδευση και την παιδεία μας· είναι δηλαδή επίκτητα με ό,τι σημαίνει αυτό για την ευθύνη γονιών, εκπαιδευτικών και πολιτικών· με όλα να αρχίζουν από το σπίτι και το σχολείο για να κατανοούμε και αυτό που λένε πολλοί ότι πρέπει να αλλάξει ο Ελληνας κουλτούρα προκειμένου να βγούμε από την κρίση. Η κουλτούρα όμως αλλάζει από τις μικρές ηλικίες· αυτό που μπορούν να επιχειρήσουν οι μεγάλοι είναι η κατανόηση της πραγματικότητας και να συμβάλουν με την επίκτητη αυτή συμπεριφορά τους τόσο στην καλύτερη ποιότητα της ζωής τους όσο και στη συλλογικότερη και υπευθυνότερη συστοίχισή τους πίσω από τα γενικότερα προβλήματα της χώρας.
Ο Σ. Ν. Αλαχιώτης είναι καθηγητής Γενετικής