Η προσέγγιση μου με τον Αρη Σφακιανάκη έγινε σύμφωνα με το πνεύμα της εποχής, μέσω Facebook. Άλλωστε το νέο μέσο της κοινωνικής δικτύωσης είναι στο επίκεντρο του νέου του βιβλίου «Ου μπλέξεις» (Κέδρος, 2011). Του έκανα ένα «αίτημα φιλίας», το αποδέχθηκε και ύστερα συμφωνήσαμε να μιλήσουμε για το κατά πόσο έχει επηρεάσει την καθημερινότητά μας. Ο ήρωάς του, κάτι παραπάνω από ένα συγγραφικό alter ego, λέει ότι «βρήκε το αντίδοτο στην καθημερινότητα».
«Ο τίτλος είναι απολύτως επιτυχημένος» ξεκίνησε ο συγγραφέας. Ο ίδιος και οι εκδόσεις Κέδρος έδωσαν την ευκαιρία στους αναγνώστες να δώσουν, λίγο καιρό πριν, τον τίτλο στο βιβλίο. «Παρότι, ξέρετε, η αγαπημένη μου θα ήθελε να βάλουμε κάτι για τον εαυτό της». Έτσι πήγε και η κουβέντα με τον Άρη Σφακιανάκη. Μια διαρκής μεταπήδηση απ’ τη σοβαρότητα και την ανησυχία στην διακωμώδηση των πραγμάτων, με την ίδια ευκολία δηλαδή που μεταπηδά ο ίδιος απ’ την καθαρεύουσα στην αργκό.
«Ολα τα βιβλία μου είναι κατά το ήμισυ αυτοβιογραφικά. Αυτό όμως είναι κατά 99% βιωματικό». Τον καιρό που το έγραφε διάβαζε τα περίφημα Δοκίμια του Μισέλ ντε Μονταίν και τον είχε συνεπάρει ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόταν ο τελευταίος τον κόσμο μέσω του αισθήματος. «Έτσι αποφάσισα να αφηγηθώ την ιστορία, στο μέτρο του δυνατού, όπως ακριβώς τη βίωσα». Όσοι το έχουν διαβάσει μέχρι τώρα του λένε ότι ο ήρωάς του είναι ο άντρας της διπλανής πόρτας. Και εκείνος απαντά «ναι, εγώ είμαι ο άντρας της διπλανής σας πόρτας!».
Την περίοδο που έγραφε το προηγούμενο βιβλίο του «Η μοναξιά δεν μου ταιριάζει» (Κέδρος, 2008) «είχα πέσει στα βαθιά της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Μη νομίζετε έφτασα στα σαράντα πέντε για ν’ αρχίσω να διαβάζω σοβαρά τους αρχαίους. Προσπάθησα μ’ ένα τρικ να στρέψω το ενδιαφέρον των σύγχρονων νεοελλήνων αναγνωστών στους αρχαίους ημών, αλλά μάλλον απέτυχα».
Η ανάγνωση όμως είναι συνεχής και στην περίπτωσή του ένας εθισμός. «Τώρα διαβάζω την «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως» του Τζορτζ Φίνλεϊ και τις αναμνήσεις του αμερικανού φιλέλληνα γιατρού Σάμιουελ Χάου εκείνης της εποχής. Αλλά, πρέπει νομίζω, δια ροπάλου, όλοι οι Έλληνες να διαβάσουν τα «Aπομνημονεύματα» του στρατηγού Μακρυγιάννη! Πρέπει να επινοήσουμε ένα είδος απαγόρευσης. Να πούμε λ.χ. απαγορεύεται στους Έλληνες να διαβάσουν το «Συμπόσιον» του Πλάτωνος ή την Τριλογία του Στρατή Τσίρκα κτλ. Ίσως με την ηδονή που προκαλεί η απαγόρευση να τσιμπήσουν! Τώρα διαβάζω κάτι που έχει γραφτεί 190 χρόνια πριν. «Eμείς σκοτωνόμασταν και οι πολιτικοί τήραγαν τους σκοπούς τους» γράφει ο Μακρυγιάννης. Διαβάζεις επί της ουσίας το σήμερα. Η πατρίδα υπήρξε άτυχη. Με αυτούς τους πολιτικούς, ως φαίνεται, δεν βρήκαμε προκοπή. Το δυστύχημα της Ελλάδος είναι ότι, μετά τον Ελευθέριο Βενιζέλο, δεν είχε ποτέ πραγματικούς ηγέτες στο τιμόνι».
Τούτη την περίοδο βρίσκεται σε μια περίοδο αγρανάπαυσης. «Αφού να φανταστείτε έχω πάει μέχρι τώρα πέντε φορές στο Σύνταγμα! Σήμερα επικρατεί η απόλυτη θλίψη, η απόλυτη μελαγχολία. Αναρωτιέμαι και λέω «τώρα τι να κάνω»; Να πάω στην πλατεία; Και τι θα γίνει; Τίποτα. Μόνο απογοήτευση. Βιώνουμε ένα απίστευτο πολιτικό κενό. Είναι απόλυτα θετικό το γεγονός ότι ο κόσμος μπαίνει σε μια διαδικασία σκέψης και κίνησης. Αλλά και πάλι είμαστε σε αδιέξοδο. Δεν υπάρχει ο σπινθηριστής που θα μας δώσει μια πολιτική ώθηση».
Ο Άρης Σφακιανάκης (γεννημένος στο Ηράκλειο το 1958) υποστηρίζει ότι «ζούμε δίπλα σε πράγματα που δε γνωρίζουμε, ζούμε δίπλα σε μια ιστορία που δε γνωρίζουμε». Ο ίδιος μένει σήμερα στην Οδό Κασομούλη στο Νέο Κόσμο. «Δεν ήξερα ποιος ήταν αυτός ο Κασομούλης, ώσπου έψαξα γι’ αυτόν από περιέργεια. Ο Κασομούλης ήταν απ’ τη Μακεδονία και με το βιβλίο του «Ενθυμήματα στρατιωτικά της επαναστάσεως των Ελλήνων 1821 – 1833» μας έδωσε πολύτιμες πληροφορίες για την καθημερινότητα της Ελληνικής Επανάστασης, είχε γράψει επιπλέον για την κατάσταση που επικρατούσε στο Μεσολόγγι πριν την μεγάλη Έξοδο. Άλλη οδός, άλλη γνώση! Οδός Φραντζή. Ο Αμβρόσιος Φραντζής ήταν ένας ιερέας που επίσης έζησε τα γεγονότα και έγραψε ενδιαφέροντα πράγματα γι’ αυτά». Το πρόβλημά μας βέβαια είναι δομικό. «Δεν έχουμε παιδεία καμιά. Δεν έχουμε την παιδεία που θα μας βοηθούσε να αποκτήσουμε μια βαθιά ιστορική συνείδηση του τόπου μας. Τότε θα ήμασταν πιο ώριμοι» συνεχίζει ο συγγραφέας εξηγώντας μου ένα ριζοσπαστικό εκπαιδευτικό σχέδιο για την κατάργηση της μέσης εκπαίδευσης. «Γιατί τόσα βάσανα χωρίς τα παιδιά να μαθαίνουν απολύτως τίποτα;».
Ο ίδιος είναι ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας. «Αν διατρίψεις στην ελληνική γραφειοκρατία παθαίνεις σοκ! Το τέρας αυτό, αλήθεια, δε μπορείς να το αντιμετωπίσεις. Η πελατειακή λογική εξαφάνισε, κατέστρεψε το επιχειρηματικό δαιμόνιο του Ελληνα. Υπάρχουν άνθρωποι στο εργασιακό μου περιβάλλον που μόνο περιφέρονται και καπνίζουν για να αμείβονται με 5.000 ευρώ το μήνα».
Η κουβέντα για την κρίση καθυστέρησε τα ερωτήματα που αφορούσαν το βιβλίο. Τι είναι γι’ αυτόν το Facebook; «Είναι για μένα, τώρα που είμαι 53 χρονών, ένας τρόπος να βγαίνω στα μπαρ όπως στη δεκαετία του 80′, να κάνω τις επαφές μου χωρίς όμως να χρειάζεται να καταναλώνω αλκοόλ. Είναι ένα εικονικό μπαρ. Είναι μια περιπέτεια γεμάτη γρίφους. Πάντως μόνο μία στις δέκα φορές η γνωριμία μέσω Facebook εκπλήρωσε την πραγματική εικόνα! Απ’ την εμπειρία μου, στο 90%, είναι πραγματικά Fakebook (βιβλίο του ψεύδους)!» παρότι, όπως λέει ο ίδιος, σου κρατάει και συντροφιά. Τα πάντα όμως με μέτρο. «Δε μπορείς να καπνίζεις τέσσερα πακέτα τσιγάρα την ημέρα», με προλαβαίνει ο Σφακιανάκης τη στιγμή που έχω έτοιμη την ένσταση. «Προφανώς, μέτρον άριστον»…
«Αυτό το νέο μέσο μοιάζει με βατήρα απ’ τον οποίο βουτάς στην πισίνα του κόσμου. Γνωρίζεις μέσω αυτού άλλους ανθρώπους. Θα μπορούσες να το κάνεις κι αλλιώς, να βγεις έξω, να πας σ’ ένα μπαρ. Νομίζω πάντως ότι σήμερα (κι αυτό δεν αφορά την παρούσα κρίση) οι άνθρωποι είναι πιο περιχαρακωμένοι για κάποιο λόγο. Υπάρχει μεγάλη μοναξιά» συνεχίζει ο συγγραφέας.
«Το Facebook είναι πλέον εκ των πραγμάτων ένα μέρος της πραγματικής ζωής. Αλλά προς Θεού πρέπει να βγαίνει κανείς και έξω!» συνεχίζει ο συγγραφέας. Του λέω πως πρόσφατα κάποιος έφτασε ακόμα και στη δολοφονία εξαιτίας ενός like (η εφαρμογή που χρησιμοποιεί κάποιος για να δείξει ότι του «αρέσει» κάτι που κάποιος άλλος «φίλος» του «ανέβασε» στο Facebook). Μάλλον ξαφνιάστηκε. «Ε, τότε πρέπει να προσέχω τα like μου!» μου λέει με τον γνωστό σαρκασμό απέναντι σε όλους και όλα. Ο ίδιος αυτοσαρκάζεται ανελέητα.
Ο ήρωάς του, ένας «φαλακρός μεσήλιξ» που μπαίνει στον θαυμαστό καινούργιο κόσμο των νέων δικτύων και γνωρίζει μια γυναίκα που τον ξετρελαίνει (σε σημείο που αποφασίζει να την επισκεφτεί στο Παρίσι) αναρωτιέται κάποια στιγμή πώς είναι δυνατόν να αρχίζεις να ζηλεύεις ένα άτομο που δεν γνωρίζεις; «Είναι η σκιά, το απείκασμα που σε κάνει να ερωτεύεσαι» μου απαντά ο συγγραφέας και σκέφτομαι ότι απ’ τη στιγμή που μπήκε το Facebook στη ζωή μας οι ερωτικές απογοητεύσεις έχουν αυξηθεί δραματικά. «Είναι αυτό που λένε οι γυναίκες «θέλω να μου κυριεύσουν το μυαλό», αυτό επιδιώκουν. Δεν τις ενδιαφέρει τόσο να τους βεβηλώσεις το σώμα, όσο το να γητεύσεις την ψυχή τους» μου λέει ο Σφακιανάκης πομπωδώς και κάπως μισοαστεία. «Είναι γεγονός, οι γυναίκες δεν έλκονται απ’ το κάλος. Δεν είναι τυχαίος ο τίτλος «Η Πεντάμορφη και το Τέρας»».
Είναι αλλεργικός με την επιτυχία των άλλων, όπως ο ήρωάς του που θέλει να γράψει ένα best seller και να πιάσει την καλή; «Όταν βλέπεις ότι πουλάει τόσα πολλά ο διπλανός σου (ειδικά οι γυναίκες) αναρωτιέσαι «εγώ τι κάνω τώρα»; Είναι πάντως ένα στιγμιαίο τσίμπημα ζηλοφθονίας που περνάει, ειδικότερα αν έχεις πάνω στο γραφείο σου την «Αναφορά στον Γκρέκο» του Καζαντζάκη όπως εγώ».
«Γράφω πάντα κάτι το οποίο θα ήθελα να διαβάσω» εξηγεί ο Σφακιανάκης όταν του λέω πως το νέο του βιβλίο έχει μια κινηματογραφική λογική. «Μ’ αρέσει η δράση του Χόλιγουντ. Δε μένω μόνο στα διανοήματα του ευρωπαϊκού κινηματογράφου. Τώρα που το λέτε η κόρη μου, μου είπε κάποια στιγμή ότι «πρέπει να γράψεις σήριαλ να βγάλουμε και κάνα φράγκο». Προσθέτει ότι απεχθάνεται τη συγγραφική μούχλα. «Είναι αυτοί που πιστεύουν, και είναι πολλοί, ότι η συγγραφή είναι μια σοβαρή δουλειά. Όχι φίλοι μου, είναι διασκέδαση». Του επισημαίνω ωστόσο τις πάμπολλες, σοβαρές λογοτεχνικές αναφορές που υπάρχουν στο βιβλίο του, πέραν των κλασικών, απ’ τον Κνουτ Χάμσουν μέχρι τον Νόρμαν Μέιλερ. Είναι μανιώδης, παθιασμένος αναγνώστης και αυτό φαίνεται.
«Αν κάποιος ξεκινήσει να γράψει έχοντας στο μυαλό του τέρατα όπως ο Ντοστογιέφσκι, ο Τολστόι, ο Σάλιντζερ για να τους φτάσει, πάει το ‘χασε το παιχνίδι. Αυτοί μας ιντριγκάρουν. Δεν τους χρειαζόμαστε για να τους συναγωνιστούμε (δε μπορούμε) αλλά για να βάλουν το μυαλό μας σε κίνηση. Δεν πρέπει να μας καθηλώνουν, πρέπει να μας παρασέρνουν. Η προστριβή μαζί τους μας κάνει να θέλουμε να γράφουμε» καταλήγει ο Σφακιανάκης που έχει και αρκετά μεγάλο, για τα δεδομένα ενός έλληνα συγγραφέα, μεταφραστικό έργο. «Σταμάτησα τη μετάφραση μολονότι τη γουστάρω πολύ. Θέλω να έχω περισσότερο χρόνο για ανάγνωση».
Ο Σφακιανάκης μου λέει, μέσα σ’ άλλα ωραία που αφορούν την εκδοτική πραγματικότητα, ότι έχει διαβάσει το «Το σπίτι δίπλα στο ποτάμι» της Λένας Μαντά. «Η περίπτωση της Μαντά δεν είναι τυχαία. Υπάρχει μέσα σ’ αυτό το βιβλίο συγκίνηση. Το να βγάλεις συγκίνηση είναι μεγάλο πράγμα, είναι ωστόσο μια συγκίνηση εύκολη, πρωτόγονη». Τον ρωτάω αν κάτι τέτοιο είναι κατακριτέο. «Όχι, αλλά υπάρχει και συγκίνηση για πιο γκουρμέ ουρανίσκους» μου απαντά και έτσι συνεννοηθήκαμε.