Το κακό και το χειρότερο

Υπάρχει κάτι πολύ χειρότερο από το να βρεθείς «βυθισμένος στα σκατά» (όπως το έθεσε ο κ. Στρος-Καν). Το χειρότερο είναι να βυθίζεσαι στην κοπρολαγνεία. Και τι άλλο, αν όχι κοπρολαγνεία, σημαίνει να απολαμβάνεις αλλοπρόσαλλες δημηγορίες ή παλινωδίες σε προ-καπιταλιστικά στάδια της κοινωνικής εξέλιξης, σαν άλμα προς το μέλλον ή σαν την «πολλή δουλειά» που θέλει «για να γυρίσει ο ήλιος»; Για να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα ενός δικτύου υπονόμων, λύση δεν είναι η επάνοδος στους βόθρους. Μόνο οι βοθροκαθαριστές και οι ανιδιοτελώς κοπρολάγνοι θα ωφεληθούν.

Μπηχτοί στη λάσπη αχούν: «Γιομάτοι κάκιες
πα στο γλυκό, το λιόχαρον αγέρα,
καπνό λυσσιάρο ανάβαμε στα σπλάχνα∙
και τώρα στο θολό θρηνούμε βούρκο».

(Δάντης, Κόλαση, VII 121-124,
μετφρ. Ν.Καζαντζάκη)

Υπάρχει κάτι πολύ χειρότερο από το να βρεθείς «βυθισμένος στα σκατά» (όπως το έθεσε ο κ. Στρος-Καν). Το χειρότερο είναι να βυθίζεσαι στην κοπρολαγνεία.

Και τι άλλο, αν όχι κοπρολαγνεία, σημαίνει να απολαμβάνεις αλλοπρόσαλλες δημηγορίες ή παλινωδίες σε προ-καπιταλιστικά στάδια της κοινωνικής εξέλιξης, σαν άλμα προς το μέλλον ή σαν την «πολλή δουλειά» που θέλει «για να γυρίσει ο ήλιος»; Για να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα ενός δικτύου υπονόμων, λύση δεν είναι η επάνοδος στους βόθρους. Μόνο οι βοθροκαθαριστές και οι ανιδιοτελώς κοπρολάγνοι θα ωφεληθούν.

Η πολυλογία της κρίσης

Μεταξύ προηγούμενης και παρούσης κυβερνήσεως, πήραμε όλοι ταχύρρυθμα μαθήματα περί οικονομίας και κρίσεων του καπιταλισμού. Μάθαμε, έτσι, μια ότι τη γλυτώνουμε, επειδή δεν έχουμε βιομηχανία, και μια ότι δεν τη γλυτώνουμε, ακριβώς επειδή δεν έχουμε βιομηχανία. Μάθαμε, πρώτα, ότι μπορούσαμε να δανειστούμε όσα θέλαμε για τα επόμενα χρόνια κι έπειτα ότι θα πτωχεύαμε, πάραυτα, αν δοκιμάζαμε να δανειστούμε όσα θέλαμε. Μάθαμε ότι το παν στην οικονομία είναι ψυχολογία φερεγγυότητας, αλλά και ότι το να ελέγχεται η φερεγγυότητα συνιστά «αψυχολόγητη απαίτηση».

Μάθαμε κι άλλα πολλά, χωρίς να τα εμπεδώνουμε. Δεν φταίει η στενοκεφαλιά μας, όμως, γι’ αυτό. Φταίνε οι φανερές αντιφάσεις της διδακτέας ύλης. Διότι αν η λεγόμενη «σοσιαλιστική» κυβέρνηση δήλωνε εξαρχής: «Δυστυχώς, πρέπει πρώτα να διασώσουμε τον καπιταλισμό και μετά να επανέλθουμε σε σοσιαλιστικά ιδεώδη», τα μαθήματα θα διέθεταν πιο βατή ύλη. Επίσης, αν η λεγόμενη «φιλελεύθερη» παράταξη δήλωνε: «Εμείς θα διασώζαμε ανετότερα ένα σύστημα της αρμοδιότητάς μας, μα, αφού βρέθηκαν οι Σοσιαλιστές υποχρεωμένοι να το κάνουν, ας τους αφήνουμε να χρεωθούν την αναλγησία», πάλι η διδακτέα ύλη θα ήταν πιο εύληπτη. Τέλος, εάν η μη αρτηριοσκληρωτική αριστερά δήλωνε: «Πιστώνουμε με λίγο χρόνο τους ανάλγητους κυβερνώντες ώστε, μόλις περάσει η άμεση απειλή πτώχευσης, να επανέλθουμε σε ό,τι μάχεται την ανισότητα, δίχως να καλλιεργεί ταξικό μίσος ή να υπόσχεται ευκαιρίες πλιάτσικου», θα ήμασταν έτοιμοι να θριαμβεύσουμε στις εξετάσεις!

Δυστυχώς, στην ταχύρρυθμη περί τα οικονομικά εκπαίδευσή μας, αντιφάσεις κι αοριστολογίες πλημμυρίζουν τον τηλεοπτικό λόγο και αδυνατούν, συνεπώς, να προσανατολίσουν οποιονδήποτε. Απόδειξη ότι μια ελληναράδικη δεξιά φέρεται σαν συνετή δεξιά, ενώ η επισήμως συνετή δεξιά σαν εθνικιστικό γκρουπούσκουλο, καθώς και ότι μια σταλινική αριστερά περιορίζεται σε συνδικαλιστικά γιουρούσια, ενώ η «ανανεωτική» δημηγορεί σαν μπολσεβίκος αγκιτάτορας. Κοντολογίς, η πολυλογία της κρίσης κατάφερε να μετατρέψει τη μειοψηφία εκείνων που βρέθηκαν σε βαθιά ανέχεια και δεν ήξεραν τι να κάνουν σε πλειοψηφία εκείνων που δεν ξέρουν πώς να σκεφτούν και είναι έτοιμοι να κάνουν οτιδήποτε.

«Το κακό με την αθεΐα», έγραφε ο Τζ. Κ. Τσέστερτον, «δεν είναι ότι, έτσι, κανείς δεν πιστεύει πια σε τίποτε, αλλά ότι διατίθεται να πιστέψει σε οτιδήποτε». Κι όπου η αμφισβήτηση του θεού οδηγεί σε πιο ασυνάρτητους μυστικισμούς, το κακό δεν είναι ίσως μεγάλο. Στην αμφισβήτηση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, όμως, ελλοχεύουν πολύ χειρότεροι κίνδυνοι.

Από εξαγορασμένοι «αγανακτισμένοι»

Όταν η περίφημη συναυλία του Γούντστοκ απειλήθηκε από βροχή, το πλήθος αποφάσισε να συγκεντρώσει τη σκέψη του ώστε να διώξει τα σύννεφα. Τα σύννεφα απομακρύνθηκαν, πράγματι. Μόνο που κάτι τέτοιο θα γινόταν και από μόνο του. Τα πλήθη στην πλατεία Συντάγματος ή Λευκού Πύργου, όσο και αν συγκεντρώσουν τη σκέψη τους, δεν μοιάζει πιθανό να διώξουν το ενδεχόμενο χρεοκοπίας.

Πιο παραγωγικό θα ήταν να συγκεντρώσει τη σκέψη του ο καθένας χωριστά, σε μια προσπάθεια αυτεπίγνωσης, αντί να προσπαθούν, όλοι μαζί, να ξορκίσουν το Δ.Ν.Τ.. Για να έχει νόημα το να συ-σκεπτόμαστε, πρέπει να μπορούμε να σκεπτόμαστε ο καθένας μόνος του. Προτού, λοιπόν, κατεβεί κάποιος σε πλατείες αγανακτισμένων, καλό θα ήταν να συλλογιστεί, λ.χ., αν τον μισθό ή τη σύνταξη που του περικόπτουν τα δικαιούται λόγω αποδοτικής εργασίας ή επειδή διορίστηκε ως ψηφοφόρος κάποιου κόμματος και περνά ή περνούσε κλάσμα μόνο του ωραρίου του στον τόπο δουλειάς. Ομοίως, πριν κατεβούν εκεί οι φοιτητές, καλό θα ήταν να συλλογιστούν μήπως τους ενοχλεί περισσότερο το ότι χάνουν ώρες χαβαλέ σε ακριβές καφετέριες παρά ώρες ανάγνωσης σε πλούσιες βιβλιοθήκες. Ακόμη, πολλοί από όσους αγανακτούν επειδή περιστέλλονται δραματικά οι μικρές ανέσεις τους, καλά θα έκαναν να αναλογιστούν πόσο εύλογο ήταν να αποκτήσουν, μέσα σε μία γενιά, εξοχικά σπίτια και σκάφη (έστω φουσκωτά) ή αυτοκίνητα για κάθε μέλος της οικογένειας και τα μέσα για σχεδόν καθημερινά γλεντοκοπήματα.

Το πρώτο που χρειάζεται να εξετάσουν οι «αμεσοδημοκρατικές» συνελεύσεις των πλατειών είναι, πιστεύω, τα κίνητρα των μελών τους. Κι αν μετά από ένα τέτοιο ξεκαθάρισμα περισσέψουν αρκετοί υπάλληλοι ή συνταξιούχοι που δουλεύουν ή είχαν δουλέψει ευσυνείδητα και τώρα χάνουν αποδοχές, αν περισσέψουν αρκετοί ελεύθεροι επαγγελματίες ή μικροεπιχειρηματίες, που ενώ πλήρωναν εντίμως φόρους βρίσκονται στα όρια της πείνας, ή περισσέψουν πτυχιούχοι, πολυμαθείς και ταλαντούχοι, αλλά άνεργοι επειδή δεν επεδίωξαν εύνοιες, τότε αυτούς (που ασφαλώς θα περισσέψουν) να τους ακούσουμε με ευλάβεια και σεβασμό. Αυτούς ειδικά, όμως. Όχι κάθε λογής εξαγορασμένους οι οποίοι έγιναν αγανακτισμένοι μόλις το σύστημα που ενθέρμως υπέθαλπαν, ώστε να εξαγοράζονται συμφερτικότερα, έχασε πλέον τη δυνατότητα να τους διαφθείρει.

Η προοπτική του τρόμου

Καταφέραμε μεταξύ 1944-49 σε αυτή τη χώρα, ενώ σε όλη τη δυτική Ευρώπη τα μίση καταλάγιαζαν και οικοδομούνταν ένας νέος μεταπολεμικός κόσμος, εμείς να μακελευόμαστε άλλα πέντε χρόνια. Κι εξακολουθήσαμε να το κάνουμε, σε ηπιότερες παραλλαγές, μέχρι το 1974-75. Εκείνο που με τρομάζει λοιπόν, στα μαζέματα των «αγανακτισμένων», είναι ότι στη χώρα μας εμμένουμε στις παραδόσεις. Ιδίως σε αυτές των μακελειών.

Ο κ. Πέτρος Μαρτινίδης είναι αναπλ.ηρωτής καθηγητής Τμήματος Αρχιτεκτόνων Α.Π.Θ.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.