Θέατρο (μαύρων) σκιών απειλεί τη χώρα

Σε θέατρο μαύρων σκιών εξελίσσεται ραγδαία η πολιτική πραγματικότητα και απειλεί τη χώρα. Κι αυτό επειδή τόσο η νομιμότητα όσο και η νομιμοποίηση όχι μόνον της κυβέρνησης αλλά δυστυχώς και του κοινοβουλευτισμού αγγίζουν πλέον τα όριά τους. Υπό την πίεση του Βερολίνου, η κυβέρνηση ακροβατεί με την έκρηξη για το πιο κρίσιμο νομοθέτημα των τελευταίων δεκαετιών που όμως είναι ανεφάρμοστο. Γιατί;

Σε θέατρο μαύρων σκιών εξελίσσεται ραγδαία η πολιτική πραγματικότητα και απειλεί τη χώρα. Κι αυτό επειδή τόσο η νομιμότητα όσο και η νομιμοποίηση όχι μόνον της κυβέρνησης αλλά δυστυχώς και του κοινοβουλευτισμού αγγίζουν πλέον τα όριά τους. Υπό την πίεση του Βερολίνου, η κυβέρνηση ακροβατεί με την έκρηξη για το πιο κρίσιμο νομοθέτημα των τελευταίων δεκαετιών που όμως είναι ανεφάρμοστο. Γιατί; Γιατί πώς αλλιώς μπορεί να χαρακτηριστεί μια κατάσταση στην οποία συμβαίνουν τα εξής:

-Η νομιμοποίηση καταρρέει. Το μεγαλύτερο πρόβλημα που έχουν να αντιμετωπίσουν αυτή τη στιγμή οι βουλευτές είναι το αν η αστυνομία θα τους εξασφαλίσει τη δυνατότητα να μπουν στη Βουλή εν μέσω συγκεντρωμένου πλήθους. Όταν έχουμε φτάσει σε αυτή τη φοβερή κατάσταση, ενός κοινοβουλίου υπό τέτοια πολιορκία – και ανεξάρτητα από το πώς κρίνει κανείς τόσο τους πολιορκούντες όσο και τους πολιορκουμένους και τη στάση τους – η ουσία είναι μία: ότι η κοινοβουλευτική δημοκρατία δοκιμάζει αληθινά τα όρια των αντοχών της. Οσο για την ημέρα ψήφισης του Μεσοπρόθεσμου, το πρόβλημα αναμένεται ακόμα οξύτερο: το πρόβλημα των βουλευτών θα είναι αν θα μπορούν κυρίως να βγουν από τη Βουλή! Κι αυτό, είναι τραγικό και αδιέξοδο.

-Αλλά και η νομιμότητα βρίσκεται πια στο όριο. Η κοινοβουλευτική ομάδα του κυβερνώντος κόμματος παλεύει πλέον και τυπικά με τα όρια της δεδηλωμένης: μετά την αποχώρηση του Γιώργου Λιάνη από της τάξεις της και τη δήλωση του βουλευτή Αλ. Αθανασιάδη ότι θα καταψηφίσει το Μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα, η κυβέρνηση ξεκινά από το «ταβάνι» των 154 (δικών της) ψήφων για να περάσει το πιο κρίσιμο και αμφιλεγόμενο νομοθέτημα που ήρθε στη Βουλή τις τελευταίες δεκαετίες.

-Ηχηρές φωνές της ίδιας κοινοβουλευτικής ομάδας, όπως αυτή του Μίμη Ανδρουλάκη, κατακεραυνώνουν δημόσια το επερχόμενο σχέδιο νόμου. Κι αυτές, είναι, όπως φαίνεται, η κορυφή ενός ενδοκυβερνητικού παγόβουνου που μεταβάλλεται ταχύτατα σε… ηφαίστειο και που ουδείς γνωρίζει αν θα «εκραγεί» μέχρι την ώρα της ψηφοφορίας στη Βουλή και πόση λάβα θα ξεχυθεί από μέσα του και προς πια κατεύθυνση.

-Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι αν αυτό το νομοθέτημα περάσει τελικά όχι με τις ψήφους τις κυβερνητικής παράταξης αλλά με τη στήριξη άλλων κομμάτων, πιθανότατα θα βρεθούμε μπροστά σε μια εξέλιξη που ουδείς μπορεί να φανταστεί τις συνέπειές της: θα έχουμε μία «αποστασία απ’ την ανάποδη». Ουσιαστικά, η νομιμότητα και η νομιμοποίηση, θα βρεθούν πλέον σε τροχιά μετωπικής σύγκρουσης. Κι αυτό θα είναι ένα σενάριο που μόνο τρόμο κρύβει μέσα του.

-Τέλος, ουδείς πρέπει να λησμονεί, ότι, αυτό το κείμενο, έστω και για λόγους συνταγματικής τυπικότητας, θα πρέπει να υπογραφεί μετά και από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο οποίος, εκ των πραγμάτων, θα αντιμετωπίσει όχι νομικά, αλλά πολιτικά το ερώτημα της αναπομπής υπό το βάρος της λαικής πίεσης.

-Πέρα απ’ όλα αυτά, κι αν ακόμα δεν υπάρξουν άλλες κυβερνητικές διαρροές μέχρι την ψήφισή του, πράγμα λίαν αμφίβολο, ένα είναι απολύτως βέβαιο: ότι το Μεσοπρόθεσμο δεν είναι πια πιθανό να εφαρμοστεί, τουλάχιστον στο σύνολό του, τουλάχιστον όπως θα διαμορφωθεί ακόμα κι αν γίνει τελικά νόμος.

Αυτό, το γνωρίζει άριστα η κυβέρνηση, όπως φυσικά το γνωρίζουν πολύ καλά και εκτός Ελλάδος. Καλώς ή κακώς, το Μεσοπρόθεσμο έχει ήδη «καεί» και οι ευθύνες γι αυτό βαρύνουν σχεδόν αποκλειστικά την ίδια την κυβέρνηση, όσο κι αν κάνει ότι δεν το ξέρει: είναι το αποτέλεσμα της δικής της ανικανότητας να προχωρήσει αποτελεσματικά εδώ και ενάμιση χρόνο, στον οποίο το μόνο που έχει πράξει είναι να φορολογεί ασταμάτητα λέγοντας κάθε φορά ότι ήταν η τελευταία – και κάθε φορά, τελικά, δεν είναι. Τίποτα άλλο από εκείνα που όφειλε δεν έπραξε, παρά μόνον τα εύκολα.

Η πλήρης απώλεια αξιοπιστίας και εμπιστοσύνης προς τους κυβερνώντες, είναι ο κυριότερος λόγος που φτάσαμε ως εδώ. Αν μπορούσαν να πείσουν, θα μπορούσαν και να προχωρήσουν, όπως επί τόσο καιρό συνέβαινε. Δεν είναι τυχαίο ότι η αντίδραση φούντωσε τώρα. Κάποιοι λόγοι υπάρχουν γι αυτό. Και, ανάμεσά τους, η αναξιοπιστία και η απελπισία της κοινωνίας και, ειδικά, του παραγωγικού σκέλους της, είναι οι κυριότεροι.

-Την ίδια στιγμή, βλέπουν ξαφνικά το φως της δημοσιότητας αδιανόητα σενάρια, που όμως υποστηρίζονται από έγγραφα, τα οποία ελπίζει κανείς να είναι μακριά από την πραγματικότητα. Γιατί αν δεν είναι, παγώνουν το αίμα.

Αυτά είναι τα αναντίρρητα δεδομένα από τη μία πλευρά. Από την άλλη, υπάρχει η διαρκής επαπειλούμενη δαμόκλειος σπάθη μιας πραγματικά καταστροφικής χρεοκοπίας που διαρκώς επικρέμεται. Όμως, εκεί, προκύπτουν δύο ερωτήματα:

Πρώτον, αν πράγματι αυτό που τόσο έντονα λέγεται, ότι μια ελληνική πτώχευση θα προκαλούσε κίνδυνο καταστροφής στο ευρώ, γιατί η κυβέρνηση δεν αντιστρέφει αυτό το επιχείρημα προς τις κυβερνήσεις των χωρών των δανειστών; Γιατί δηλαδή δεν ζητάει τη διαμόρφωση κάποιων όρων που να σταματούν την οικονομική και πολιτική ασφυξία και την εξαθλίωση, προκειμένου να μπορέσει η χώρα να επανέλθει στην ομαλότητα; Δεν βλέπουν στο Βερολίνο τι συμβαίνει στην Αθήνα; Δεν διαβάζουν; Δεν ακούνε; Πού πιστεύουν ότι θα οδηγήσουν όλα αυτά;

Ασφαλώς και η Ελλάδα οφείλει και πρέπει να αποπληρώσει τα χρέη της. Ασφαλώς και πρέπει να κάνει πολλά και δύσκολα που θα πονέσουν. Κι ας πονέσουν πολύ. Αλλά άλλο ο πόνος, άλλο η κατάρρευση, που ήδη συντελείται. Γιατί για ποια Ελλάδα μιλάμε; Δεν πρέπει πρώτα να συνεχίσει να υπάρχει για να μπορέσει να τα αποπληρώσει; Γιατί λοιπόν τέτοια απόλυτη ακαμψία;

Το δεύτερο ερώτημα είναι το τι ακριβώς προσδοκούν τελικά τόσο η κυβέρνηση όσο και οι δανειστές. Ξέρουν καλά ότι, ακόμα κι αν περάσει από τη Βουλή, αυτό το λεγόμενο Μεσοπρόθεσμο δεν θα αποδώσει ούτε κατ ελάχιστον εκείνα που θα γράφει στα χαρτιά. Αυτό είναι δεδομένο, δεν αμφισβητείται πλέον από κανέναν – ή μήπως αμφισβητείται;

Αφού λοιπόν δεν θα αποδώσει, γιατί όλη αυτή η επιμονή, που, τελικά, αποτελεί πολιτική υποκρισία; Δημιουργείται η εντύπωση ότι ειδικά η κυβέρνηση, που έχει την ευθύνη της χώρας, είτε είναι εντελώς εκτός πραγματικότητος, είτε επιμένει για να κατοχυρώσει απλώς νομικά ορισμένες πρόνοιες. Γιατί; Με ποιο πραγματικό σκοπό;

Δυστυχώς, παγιώνεται πλέον η εντύπωση ότι η γερμανική πολιτική, η οποία κινεί τις εξελίξεις (και που σχεδόν δεν αφήνει μέρα να περάσει χωρίς να σπείρει ακατανόητες με λογικούς όρους αντιφάσεις), χειρίζεται το ελληνικό πρόβλημα με τον πιο ανεύθυνο, ατελέσφορο και λαικιστικό τρόπο. Κάθε αναλογία στόχων και μέσων έχει πλέον τιναχθεί στον αέρα. Λογική, δεν υπάρχει. Ούτε η Ελλάδα σώζεται έτσι (καλά, αυτό δεν τους αφορά, είναι δεδομένο), ούτε το ευρώ, αν πράγματι κινδυνεύει από την Ελλάδα.

Εκτός κι αν απλώς στη γερμανική πρωτεύουσα έχουν πια εντελώς άλλα πράγματα στο μυαλό τους. Και το θέατρο των μαύρων σκιών που εξελίσσεται στην Αθήνα και απειλεί ευθέως πλέον την Ελλάδα, δεν είναι παρά μόνον το ορατό, το απτό μέρος ενός άλλου, πολύ πιο μαύρου θεάτρου, με πραγματικό αντικείμενο τον αναθεωρητισμό του κοινού νομίσματος, που ίσως εξελίσσεται στο Βερολίνο.

gmalouchos@tovima.gr

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.