Για τη γενιά της Μεταπολίτευσης η Αλκη Ζέη είναι η συγγραφέας της παιδικής της ηλικίας. Η σύγχρονη γενιά ίσως τη φαντάζεται ως τη γλυκιά γιαγιά των ελληνικών παιδικών γραμμάτων. Αρκεί όμως να σταθείς απέναντί της και να αισθανθείς την κοφτερή γαλανή ματιά της να σε εξετάζει για να καταλάβεις ότι η 85χρονη συγγραφέας κάθε άλλο παρά παροπλισμένη ηλικιωμένη είναι. Τώρα μάλιστα που τα βιβλία της επανακυκλοφορούν όλα από νέο εκδοτικό οίκο, με εξώφυλλα που επιμελήθηκε «με πολλή αγάπη» η παλιά φίλη της Σοφία Ζαραμπούκα, νιώθει ότι «αρχίζει μια καινούργια ζωή».

Δραστήρια, αποφασιστική και πραγματίστρια, είναι μαθημένη να προσαρμόζεται στις συνθήκες από τον καιρό της Κατοχής και του Εμφυλίου, από τα χρόνια της εξορίας στην Τασκένδη και στη Μόσχα με τον σύζυγό της Γιώργο Σεβαστίκογλου και από την εποχή της δικτατορίας και της αυτοεξορίας στο Παρίσι. Τα βιβλία της εμπνέονται από τα βιώματα μιας πολιτικοποιημένης Αριστερής και αφηγούνται τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας.

Πριν από λίγους μήνες η Ακαδημία Αθηνών τη βράβευσε για το σύνολο του έργου της αλλά, όπως λέει, «το μεγαλύτερο βραβείο είναι ότι κυκλοφορούν τα βιβλία μου 50 χρόνια τώρα.Γιατί μπορεί να πάρεις ένα πολύ μεγάλο βραβείο και σε δύο χρόνια να μη σε διαβάζει κανείς». Δεν μπορεί να έχει παράπονο. Σχεδόν τις 256.000 αντίτυπα έφθαναν πέρυσι οι πωλήσεις από Το καπλάνι της βιτρίνας και περί τις 345.000 αντίτυπα είχε πουλήσει από το 1971 Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου.

Η ίδια μεγάλωσε με τα μυθιστορήματα της Πηνελόπης Δέλτα, διαβάζοντας Ιούλιο Βερν, Σέλμα Λάγκερφελντ, Κάρολο Ντίκενς και όλους τους συγγραφείς της παιδικής σειράς του Ελευθερουδάκη. Αργότερα αποστήθισε την ποιητική ανθολογία του Ρένου Αποστολίδη. Στη συγγραφή την έσπρωξε η Διδώ Σωτηρίου όταν παντρεύτηκε τον θείο της και μπήκε στην οικογένεια. Ηταν εκείνη που της έμαθε ότι μπορεί να γράφει τις σκέψεις της. Ετσι το σιωπηλό παιδί της οικογένειας, το οποίο «ίσως θεωρούσαν και λίγο κουτούτσικο», έγινε μια διάσημη συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας, που η διάρκεια της εκδοτικής επιτυχίας της έγινε αυτές τις ημέρες μήλον της Εριδος.

Στο διαμέρισμά της στην οδό Αλεξάνδρας, γεμάτο από φωτογραφίες του Σεβαστίκογλου και του Κουν, των παιδιών της και των εγγονών της, με τους τοίχους σκεπασμένους από τα αναμνηστικά μιας πολυταξιδεμένης και πλούσιας σε εμπειρίες ζωής, αφήσαμε τις εκδοτικές διενέξεις στην άκρη και την κουβέντα να κυλήσει από τα βιβλία της στους «Αγανακτισμένους» διανοούμενους και πολίτες.

– Τα βιβλία σας εξακολουθούν να διαβάζονται από γενιές αναγνωστών. Πού αποδίδετε τη μεγάλη επιτυχία τους;

«Απορώ ακόμη πώς τα νεότερα παιδιά, που διαβάζουν όλο για βρικόλακες και μαγικά, διαβάζουν τα δικά μου βιβλία. Αυτό οφείλεται στους δασκάλους, αλλιώς τα παιδιά δεν θα διάβαζαν καθόλου. Γυρίζω την Ελλάδα από άκρη σ΄ άκρη. Πήγα στην Αστυπάλαια, στη Ρόδο, στην Κω, στην Κάλυμνο, στην Καστοριά και είναι συγκινητικό να βλέπεις σε αυτά τα μικρά μέρη δασκάλους να δίνουν την ψυχή τους για να κάνουν τα παιδιά να διαβάσουν».

– Τα πιο δημοφιλή από αυτά,«Το καπλάνι της βιτρίνας» και «Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου», διαδραματίζονται στην Ελλάδα του πρώτου μισού του 20ού αιώνα,μια εποχή πολύ μακρινή από τη σύγχρονη πραγματικότητα. Ενδιαφέρει τα σημερινά παιδιά η ελληνική ιστορία; Τι διαπιστώνετε στις συναντήσεις σας;

«Πιο πολύ τα ενδιαφέρει η ιστορία των ηρώων και όχι η ελληνική ιστορία. Με ρωτούν τι απέγιναν ο Πέτρος και οι άλλοι. Πάντως σήμερα τα βιβλία μου κυκλοφορούν πολύ περισσότερο από ό,τι αμέσως μετά τη Μεταπολίτευση, γιατί τότε ο κόσμος δεν είχε συνηθίσει το παιδικό βιβλίο να ασχολείται με τέτοια θέματα. Τοκαπλάνι της βιτρίνας εκδόθηκε το 1963 αλλά ουσιαστικά κυκλοφόρησε μετά το 1978, γιατί τότε θεωρούσαν ότι στα παιδιά δεν μπορούμε να μιλάμε για μείζονα θέματα, για τον Μεταξά, τη δικτατορία, τον βασιλιά. Ακόμη και αριστεροί φίλοι μου δεν το έδιναν τότε που πρωτοκυκλοφόρησε στα παιδιά τους. Μετά τη Μεταπολίτευση, όσο προχωρούσε ο καιρός, τα παιδιά ενδιαφέρονταν περισσότερο γι΄ αυτά τα θέματα. Σήμερα το ενδιαφέρον το κινούν οι δάσκαλοι».

– Δίνετε πολύ μεγάλη σημασία στον ρόλο του δασκάλου. Αν αυτός είναι η ελπίδα μας, τι θα γίνει τώρα με τις αλλαγές στη δημόσια εκπαίδευση, με τα σχολεία που κλείνουν και τα μαθήματα που καταργούνται;

«Εγώ φοίτησα στο ιδιωτικό σχολείο της Αηδονοπούλου, που εθεωρείτο το πιο προοδευτικό σχολείο της εποχής. Οι περισσότεροι δάσκαλοι ήταν αριστεροί και ήταν εξαιρετικοί. Θυμάμαι ότι ο φιλόλογός μας, ο Μιχάλης Αλεξίου, ξάδελφος του Καζαντζάκη, μας διάβαζε στο μάθημα των αρχαίων ελληνικών Ιψεν. Αντιθέτως, οι καθηγητές στα δημόσια σχολεία ήταν πολύ τυπικοί. Σήμερα δεν ξεχωρίζεις ένα δημόσιο από ένα ιδιωτικό σχολείο. Μπορεί να πάω στην Αστυπάλαια και οι μαθητές να είναι καλύτεροι από ό,τι στα κολέγια της Αθήνας. Η πείρα μού λέει ότι όπου υπάρχει ένας δάσκαλος που θέλει να μάθει τα παιδιά να διαβάζουν και στο πιο στραβό εκπαιδευτικό σύστημα θα βρει τρόπο και χρόνο για να το καταφέρει».

– Αναφερθήκατε πριν στα σύγχρονα διαβάσματα των παιδιών. Εχει μέλλον η ελληνική παιδική λογοτεχνία στην εκδοτική βιομηχανία των παγκόσμιων μπεστ σέλερ όπως ο «Χάρι Πότερ»;

«Η παιδική λογοτεχνία δεν είναι μονάχα τα μπεστ σέλερ. Εχουμε πολύ καλούς συγγραφείς και εικονογράφους υψηλού επιπέδου. Αν κρίνω από τα δικά μου βιβλία, βιβλία με θέματα ευρύτερου ενδιαφέροντος, όχι στενά ελληνικά, έχουν καλή υποδοχή στο εξωτερικό, αρκεί να βρεθεί κάποιος να τα μεταφράσει. Τα αγγλόφωνα παγκόσμια μπεστ σέλερ δημιουργούνται γιατί οι συγγραφείς, λόγω γλώσσας, έχουν άμεση επαφή με τους εκδότες. Εμείς με τα ελληνικά δεν μπορούμε να πάμε πολύ μακριά. Για να γίνει γνωστός ένας συγγραφέας πρέπει να μεταφραστεί τουλάχιστον ένα βιβλίο του στα αγγλικά. Τοκαπλάνι της βιτρίνας έχει μεταφραστεί σε 33 γλώσσες γιατί είχα την τύχη να το μεταφράσει μέσα στη χούντα, όταν η Ελλάδα ήταν στα ύψη, ένας αμερικανός συγγραφέας και μεταφραστής, ο Εντουαρντ Φέντον, ο οποίος είχε παντρευτεί μια Ελληνίδα, καθηγήτριά μου από το σχολείο, και συνεργαζόταν με μεγάλο εκδοτικό οίκο. Αυτό άνοιξε τον δρόμο για τα υπόλοιπα».

– Οι εικόνες της οθόνης της τηλεόρασης, του Ιnternet, του κινητού απειλούν το βιβλίο ή μπορούν να συνεργαστούν μαζί του;

«Μπορούν πολύ καλά να συνεργαστούν. Το ότι υπάρχουν η τηλεόραση και το Ιnternet δεν με ανησυχεί γιατί τα παιδιά μαθαίνουν και ωραία πράγματα εκεί. Αυτό που με φοβίζει είναι η γλώσσα που μεταχειρίζονται τα παιδιά για να αλληλογραφούν με τους υπολογιστές. Τα greeklish τούς έχουν γίνει συνήθεια, ανταλλάσσουν γρήγορα μηνύματα σε αυτή τη γλώσσα και αν δεν διαβάζουν παράλληλα και βιβλία δεν ξέρω πού θα οδηγήσει αυτό την ελληνική γλώσσα».

– Δεν είστε ανάμεσα στους 32 διανοουμένους που υπέγραψαν την επιστολή διαμαρτυρίας προς την Ελληνική Βουλή…

«Νομίζω ότι οι κυβερνώντες δεν δίνουν σημασία στο τι λένε οι διανοούμενοι- άλλωστε ποτέ δεν ζητούν τη γνώμη τους για τίποτε. Οι διανοούμενοι συμβάλλουν όχι με τα λόγια αλλά με το έργο τους και μέσα από το έργο τους προσπαθούν να αλλάξουν τα πράγματα. Μέσα στην Κατοχή ο Κουν ανέβασε την Αγριόπαπια του Ιψεν, ο Ελύτης κυκλοφόρησε τον Ηλιο τον πρώτο . Δεν ήταν έργα που είχαν σχέση με την Κατοχή, δεν ήταν επαναστατικά, αν θέλεις, αλλά καλλιεργούσαν την κουλτούρα του Ελληνα, τη βοηθούσαν να ανέβει».

Οι «Αγανακτισμένοι», ο Στρος-Καν και η ελληνική οικογένεια

Ποια είναι η τοποθέτηση της Αλκης Ζέη απέναντι στην τρέχουσα κατάσταση της χώρας; «Δεν γνωρίζω τίποτε από οικονομικά και δεν μπορώ να εκφέρω γνώμη, όπως αυτοί που βγαίνουν στα παράθυρα της τηλεόρασης» απαντά. «Η δικιά μου γενιά πέρασε τον Εμφύλιο, που είναι το χειρότερο από όλα. Εσείς δεν το ζήσατε και δεν ξέρετε τι θα πει να μην εμπιστεύεσαι τον φίλο σου, να κινδυνεύεις όλη την ώρα μήπως σε πιάσουν και σε σκοτώσουν. Τώρα ζούμε μια πολύ δύσκολη κατάσταση, καθαρά οικονομική, και επειδή η χώρα έμαθε να ζει κάπως καλύτερα- για να μην πούμε ότι ξεπεράσαμε το καλύτερα- είναι δύσκολο να περιμαζευτούμε. Υπάρχουν βέβαια και άνθρωποι που δεν πρέπει να περιμαζευτούν απλώς, που αντιμετωπίζουν πρόβλημα επιβίωσης. Εκανε καλά η κυβέρνηση που υπέγραψε το μνημόνιο; Αν δεν το έκανε, τι θα γινόταν; Δεν ξέρω, γι΄ αυτό σωπαίνω τελείως».

– Συντάσσεστε με τους «Αγανακτισμένους»;

«Είναι ένα πολύ υγιές φαινόμενο, αλλά μέσα μου έχω μια ανησυχία: Πού θα καταλήξει;».

– Εσείς με τι αγανακτείτε;

«Με αγανακτεί όλη αυτή η κατάσταση παγκοσμίως. Στενοχωρήθηκα με τον εξευτελισμό τουΣτρος-Καν.Θυμήθηκα τη σοσιαλιστική Γαλλία τουΜιτεράν και με θλίβει αυτή η κατάντια. Θέλω να ελπίζω όμως ότι, όπως βγήκαμε από άλλες δύσκολες καταστάσεις, θα καταφέρουμε να ξεπεράσουμε και αυτήν».

– Πού βασίζετε αυτή την ελπίδα;
«Ως λαός περάσαμε και άλλες, πιο σκληρές δοκιμασίες και αντέξαμε. Το σημαντικό εφόδιό μας σε τούτη την κατάσταση είναι η οικογένεια. Στην Ελλάδα έχουμε την υποστήριξη της οικογένειας. Εδώ τα μέλη της βοηθούν το ένα το άλλο, γιαγιάδες, θείοι βοηθούν στα καθημερινά, στα έξοδα σπουδών των παιδιών: αυτό είναι το πλεονέκτημά μας σε σχέση με τους άλλους στο εξωτερικό».

«Η Αριστερά έχει χάσει τον μπούσουλα»

Τι πιστεύει η Αλκη Ζέη για τους σημερινούς νέους; Εχουν ιδεολογίες; Είναι πολιτικοποιημένοι; «Παιδιά που χωρίς να πληρώνονται στήνουν έναν μικρό θίασογια μένα είναι παιδιά πολιτικοποιημένα που ζητάνε κάτι. Δεν υπάρχει κανένα κόμμα που να τα εμπνέει να πάνε προς τα εκεί,όπως στην εποχή μου,που δεν ξέραμε τίποτε άλλο από το Κομμουνιστικό Κόμμα και το θεωρούσαμε πολύ σπουδαίο και πιστεύαμε σε αυτό.Δεν μπορεί σήμερα να βρεθεί ένα κόμμα για να πει ένα παιδί “πιστεύω σε αυτό και πάω εκεί για να σκοτωθώ”, ας πούμε».

Οσο για την Αριστερά, έχει πάψει προ πολλού να την ικανοποιεί- πολύ περισσότερο,να την εμπνέει-, «αλλά το φαινόμενο δεν είναι μόνο ελληνικό. Αν σκεφθεί κανείς ότι οι Ιταλοί κατέληξαν να έχουν πρωθυπουργό τον Μπερλουσκόνι,τότε η Αριστερά δεν έχει απλώς χάσει τον δρόμο της,έχει χάσει τον μπούσουλα. Επρεπε, μετά την πτώση της Σοβιετικής Ενωσης, που πολλά πράγματα αναιρέθηκαν, να βρεθεί ένας φιλόσοφος να επινοήσει ένα νέο σχήμα μέσα από το παλιό. Δεν πρέπει να τα πετάξουμε όλα, αλλά δεν μπορούμε να μένουμε και κολλημένοι στην παλιά ιδεολογία που δεν χωράει καθόλου στη σημερινή πραγματικότητα. Μου φαίνεται αστείο, για παράδειγμα,μέσα στον χαλασμό που γίνεται, να τα βάζει ο “Ριζοσπάστης” με τον Παπαδιαμάντη».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ