Τηλεγράφημα του γερμανικού πρακτορείου ειδήσεων dpa από το Βερολίνο με τίτλο «Το Βερολίνο αναμένει καταβολή και της επόμενης δόσης στην Ελλάδα μαζί με το ΔΝΤ», αναφέρει:
Η γερμανική κυβέρνηση θεωρεί ότι θα συμμετάσχει και το ΔΝΤ στην καταβολή της επόμενης δόσης της δανειακής βοήθειας προς την Ελλάδα. Πρόκειται για κοινό πρόγραμμα των εταίρων της Ευρωζώνης, του ΔΝΤ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, δήλωσε ο εκπρόσωπος του γερμανικού Υπουργείου Οικονομικών Martin Kotthaus σήμερα στο Βερολίνο.
«Θεωρώ επίσης ότι μόνο από κοινού μπορούμε να συνεχίσουμε τη βοήθεια – ακόμα και όσον αφορά το ζήτημα της εκταμίευσης μελλοντικών δόσεων». Έτσι ο Kotthaus διέψευσε εικασίες περί μη συμμετοχής του ΔΝΤ στην εκκρεμούσα δανειακή δόση των 12 δις ευρώ για την Ελλάδα και περί δήθεν καταβολής της μόνο από τους Ευρωπαίους. Υπόβαθρο των εικασιών αποτελεί το γεγονός ότι η Αθήνα εφαρμόζει ανεπαρκώς μόνο τα συμφωνηθέντα μέτρα δημοσιονομικής εξυγίανσης. Ο Kotthaus επανέλαβε επίσης ότι ο Υπουργός Οικονομικών Β. Σόιμπλε συνεχίζει να υποστηρίζει τη συμμετοχή των ιδιωτών πιστωτών, αν κριθούν αναγκαία νέα μέτρα, προκειμένου να δοθεί περισσότερος χρόνος στην Ελλάδα. Αν ο δημόσιος τομέας δώσει περισσότερο χρόνο, τότε και ο ιδιωτικός τομέας δεν μπορεί να αποποιηθεί των ευθυνών του, δήλωσε ο Kotthaus.
Σε περίπτωση περαιτέρω ελαφρύνσεων η Ελλάδα θα πρέπει να λάβει πρόσθετα μέτρα. Επίσης, η Αθήνα θα πρέπει να ξεκαθαρίσει πώς τα σχέδια ιδιωτικοποιήσεων μπορούν να τρέξουν «πολύ συγκεκριμένα και πολύ υλοποιήσιμα», καθώς και πώς μπορούν να εξαλειφθούν κάθε είδους καθυστερήσεις.
Ο εκπρόσωπος του Σόιμπλε δήλωσε ακόμα ότι προφανώς η Αθήνα έχει σχέδια για μια υπηρεσία τύπου Treuhand, προκειμένου να εφαρμόσει τα σχέδια των ιδιωτικοποιήσεων, αλλά μεγαλύτερη σαφήνεια ως προς αυτά αναμένεται να υπάρξει βάσει της κοινής έκθεσης ελέγχου των εκπροσώπων της Τρόικας.
Η εν λόγω έκθεση θα παρουσιαστεί το νωρίτερο – σύμφωνα με τον Kotthaus – την Παρασκευή το βράδυ, αλλά ίσως και το Σάββατο ή την Κυριακή. Σήμερα συνεδριάζει στη Βιέννη η ομάδα εργασίας της Ευρωζώνης. Εκεί αναμένεται να υπάρξουν οι πρώτες ενδείξεις για το περιεχόμενο της έκθεσης.