Καθώς η δημοσιονομική κρίση εισέρχεται σε νέα δραματική φάση κάποιοι σκέπτονται ως λύση την επιστροφή στη δραχμή. Το βασικό επιχείρημα είναι ότι η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα, σε συνδυασμό με μια «γενναία» υποτίμηση, θα αυξήσει την ανταγωνιστικότητα της Ελληνικής οικονομίας, με συνέπεια την ταχεία έξοδο από την ύφεση, επιστροφή σε ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης και μείωση τόσο του δημοσιονομικού ελλείμματος όσο και του δημόσιου χρέους.
Η παραπάνω άποψη είναι λανθασμένη για τουλάχιστον έξι λόγους.
1. Μια τέτοια εξέλιξη θα είχε απροσδιόριστες συνέπειες για τη ρευστότητα της ήδη δεινοπαθούσας ελληνικής οικονομίας καθώς θα επιτάχυνε την έξοδο των καταθέσεων από τις ελληνικές τράπεζες. Οι έλληνες καταθέτες, λόγω της προκαλούμενης μείωσης της αγοραστικής δύναμης της δραχμής έναντι του ευρώ (και των λοιπών νομισμάτων), θα έσπευδαν να αποσύρουν τις οικονομίες τους από τις ελληνικές τράπεζες αναζητώντας ασφάλεια στο εξωτερικό.
2. Συχνά αναφέρεται ότι πιθανή έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, με μία ταυτόχρονη υποτίμηση του εθνικού της νομίσματος, θα ωφελούσε τα μέγιστα τις ελληνικές εξαγωγές καθώς η πλειοψηφία αυτών καταλήγει στην Ευρωζώνη. Σε αυτή την περίπτωση όμως, η υποτίμηση θα οδηγούσε σε περαιτέρω έκρηξη του εγχώριου πληθωρισμού και κατά συνέπεια σημαντική απώλεια στα όποια οφέλη της ανταγωνιστικότητας, πόσο μάλλον που ο πληθωρισμός σήμερα όχι μόνον υπερβαίνει τον μέσο όρο της Ευρωζώνης περισσότερο από μια ποσοστιαία μονάδα, αλλά και εξακολουθεί να εμφανίζει βραδεία αποκλιμάκωση σε πείσμα της συνεχιζόμενης ύφεσης.
3. Πιθανή έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη θα ενίσχυε τις προσδοκίες ανάλογης «τύχης» για την Πορτογαλία και την Ιρλανδία τη στιγμή που τα ασφάλιστρα κινδύνου (credit default swaps) ήδη «δείχνουν» πιθανότητα χρεοκοπίας για τις χώρες αυτές της τάξης του 42%. Σε αυτή την περίπτωση, η πτώση του ίδιου του ευρώ θα ήταν μάλλον ανεξέλεγκτη εξουδετερώνοντας κατά συνέπεια τα όποια οφέλη από την υποτίμηση του εθνικού μας νομίσματος. Ηδη η Moody’s απειλεί ότι μια πιθανή χρεοκοπία θα οδηγήσει σε μείωση της πιστοληπτικής ικανότητας και άλλων ευρωπαϊκών κρατών που έχουν επενδύσει σε ομόλογα της Ελλάδας, της Πορτογαλίας και της Ιρλανδίας.
4. Η είσοδος στο ευρώ επέτρεψε τον χαμηλό δανεισμό, τόσο της Ελλάδας όσο και των λοιπών χωρών της περιφέρειας, σε συνθήκες οικονομικής σταθερότητας. Πράγματι, η διαφορά απόδοσης (spread) μεταξύ των 10ετών ελληνικών και των αντίστοιχων γερμανικών ομολόγων ήταν ιδιαίτερα χαμηλή την περίοδο 2001-2008, παρουσιάζοντας αυξητική τάση μόνο από το 2009 και μετά (υποβοηθούμενη από το μέγεθος των δημοσιονομικών μας ανισορροπιών).
5. Σημαντικό κομμάτι του χρέους είναι σε ευρώ. Πιθανή υποτίμηση συνεπάγεται και αύξηση του χρέους.
6. Οι υποστηρικτές της υποτίμησης λησμονούν ότι προηγούμενες υποτιμήσεις της δραχμής (15,5% το 1983 και 15% το 1985) κάθε άλλο παρά βελτίωσαν την ανταγωνιστικότητα.
Με άλλα λόγια, πιθανή έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ θα οδηγούσε το ήδη απαγορευτικό κόστος δανεισμού σε ακόμα υψηλότερα επίπεδα, δυσκολεύοντας τα μέγιστα κάθε ελπίδα οικονομικής ανάκαμψης. Συνεπώς, η επιστροφή στη δραχμή δεν αποτελεί λύση, συνιστά καταστροφή.
* Ο κ. Κ. Μήλας είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο University of Keele και ο κ. Θ. Παναγιωτίδης είναι επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης Research Fellow στο Hellenic Observatory του LSE.