Μας υποδέχθηκε στο αμερικανικό κολέγιο Deree της Αθήνας με ένα πλατύ χαμόγελο, φορώντας τα καλοκαιρινά του ρούχα και τα σανδάλια του. Ο βραβευμένος το 1992 με Μπούκερ Μπάρρυ Ανσγουορθ, που γεννήθηκε το 1930 σε μια οικογένεια ανθρακωρύχων στο Γουϊγκέιτ της κομητείας Ντάραμ στην Αγγλία, είναι γνωστός για την αφηγηματική του δεινότητα και την ικανότητα που έχει να ζωντανεύει ολόκληρες περιόδους του παρελθόντος με έναν ξεχωριστό τρόπο.
Εχοντας στο πλευρό του τη φινλανδή σύζυγό του Ιρα, μίλησε ευδιάθετος για τον περίπου μισό αιώνα του στη λογοτεχνία και για ένα έργο που συνεχίζεται ακάθεκτο. «Το καινούργιο μου βιβλίο με τίτλο Τhe quality of mercy θα κυκλοφορήσει τον Σεπτέμβριο στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις ΗΠΑ τον ερχόμενο Ιανουάριο. Στη δεκαετία του ΄90 ήθελα να γράψω μια συνέχεια της Ιερής πείνας (Νεφέλη, 1994), αλλά τελικά εγκατέλειψα την προσπάθεια.Είκοσι χρόνια μετάασχολήθηκα και πάλι ακολουθώντας τις τύχες ορισμένων χαρακτήρων μου από το βιβλίο που πήρε το Μπούκερ. Το να γράψεις μια τέτοια συνέχεια είναι βέβαια πολύ επικίνδυνο, επειδή ο κόσμος έχει απαιτήσεις,τη στιγμή μάλιστα που υπάρχει το “Σπάιντερμαν 1”,το “Σπάιντερμαν 2”… » αυτοσαρκάστηκε ο συγγραφέας που στη δεκαετία του ΄60 δίδαξε αγγλικά σε πανεπιστήμια της Αθήνας και της Κωνσταντινούπολης.
«Εκείνα τα χρόνια προσπαθούσα να γράψω μυθιστορήματα, αυτό κυρίως ήθελα να κάνω. Διδάσκοντας έβγαζα τα προς το ζην ώστε να μπορώ (και) να γράφω. Ως δάσκαλος είχα εγχώριους εργοδότες, δεν πληρωνόμουν από το Λονδίνο. Εργάστηκα επίσης στο Βρετανικό Συμβούλιο στην Αθήνα,στην πλατεία Κολωνακίου» .
Η Ελλάδα πέρασε μοιραία στο δεύτερο μυθιστόρημά του Οι Ελληνες έχουν τη σωστή λέξη (1967), που παραμένει αμετάφραστο. «Το βιβλίο είναι περισσότερο αποτέλεσμα της (τότε) εμπειρίας μου ως εκπατρισμένου ανθρώπου. Ηταν υπέροχο που βρέθηκα στην Αθήνα,αλλά τη συγκεκριμένη στιγμή δεν είχα σκοπό να γράψω ιστορικά μυθιστορήματα. Το βιβλίο βέβαια κοιτάζει στο παρελθόν, αναφέρεται στον Εμφύλιο της χώρας σας, αλλά αργότερα αποφάσισα να γράψω τέτοια βιβλία» μας εξήγησε ο 81χρονος σήμερα Ανσγουορθ, που έδωσε διάλεξη την περασμένη Τετάρτη στο Deree με τίτλο «Εναλλακτικές ιστορίες: η φύση της αλήθειας στο ιστορικό μυθιστόρημα».
Υπήρξε έτσι ο πρώτος συγγραφέας- ύστερα από μια σειρά νεοελληνιστών ακαδημαϊκών καθηγητών- την τελευταία δεκαετία που μίλησε εκεί για να τιμήσει τη μνήμη του καθηγητή Κίμωνα Φράιερ, μεταφραστή της Οδύσσειας του Νίκου Καζαντζάκη στα αγγλικά, ο οποίος άφησε τη βιβλιοθήκη του πολύτιμη κληρονομιά στο κολέγιο.
«Αυτό που μου έκανε εντύπωση εκείνα τα χρόνια ήταν η φοβερή φιλικότητα των Ελλήνων απέναντι στους ξένους- υποθέτω ότι παραμένει η ίδια. Αν περίμενες, ας πούμε,στη σειρά να ανέβεις σε ένα πλοίο και γνώριζαν ότι ήσουν ξένος,θα σε έπαιρναν από το χέρι και θα σε έβαζαν πρώτο μπροστά στην αποβάθρα. Δεν το είχα δει πουθενά αυτό.Οι Ιταλοί είναι αρκετά φιλικοί επίσης, αλλά όχι σε τέτοιον βαθμό. Είχα αυτή την αίσθηση τότε, ότιζώντας ανάμεσα στους Ελληνεςτα πράγματα κυλούν ήρεμα. Υπήρχαν και προβλήματα όμως, όπως η περίπλοκη γραφειοκρατία» θυμάται.
Τις λογοτεχνικές ταμπέλες τις κατανοεί ο Ανσγουορθ, αλλά μέχρις ενός σημείου. «Πιστεύω ότι ο όρος “ιστορικό” για ένα μυθιστόρημα είναι εντελώς λανθασμένος. Πολύ απλά γιατί υπάρχουν τόσο πολλές και ποικίλες φόρμες μέσα σε ένα μυθιστόρημα που διαδραματίζεται στο παρελθόν. Οταν το προσδιορίζεις ως “ιστορικό”, το υποβαθμίζεις σε ένα συγκεκριμένο είδος.Είναι σαν να λες “ένα καθολικό” ή “ένα προτεσταντικό” μυθιστόρημα.Δεν γίνεται να βάζεις μπροστά έναν επιθετικό προσδιορισμό και να μειώνεις το βιβλίο, δεν είναι έτσι τα πράγματα. Η χρήση της Ιστορίας παρουσιάζει εξαιρετική ποικιλία στο βρετανικό μυθιστόρημα.Ιδίως τα τελευταία 30-40 χρόνιαυπάρχει μια αφθονία ως προς τη διαχείριση του παρελθόντος για πάρα πολλούς λόγους : παραλληλίας,αναλογίας,για να φωτιστεί το παρόν από τις αντανακλάσεις του παρελθόντος».
Με ποιον τρόπο αντιμετωπίζει ο ίδιος τη δουλειά του; «Οι ήρωες των βιβλίων μου ζουν στα περιθώρια της Ιστορίας.Ζουν τις ζωές τους στο απομακρυσμένο βάθος των ιστορικών αλλαγών, πολλές φορές μη μπορώντας να κατανοήσουν τι ακριβώς συμβαίνει.Υπάρχουν πολλά πρότυπα για την Ιστορία,κάποια υποδείγματά της όμως παραμένουν αμετάβλητα. Αν χρησιμοποιήσεις όλα αυτά τα υποδείγματα μέσα σε μια αφήγηση,μπορείς να πεις πάρα πολλά πράγματα για το παρελθόν,που να αφορούν όμως και τη σημερινή πραγματικότητα.Το ένα πράγμα αντανακλά το άλλο.Αυτό πάντα με ενδιέφερε:να πω κάτι για το παρόν με αναφορά στο παρελθόν».
Οι συγκρούσεις ανέκαθεν μας περικύκλωναν, παραδέχεται. «Καθοριστικής σημασίας για μένα είναι η σύγκρουση ανάμεσα στην επίσημη Ιστορία και στην Ιστορία που θα μπορούσε να έχει ειπωθεί. Οταν ασχολούμαστε με το παρελθόν,βλέπουμε συνήθως την εκδοχή του παρελθόντος που αφηγούνται οι δυνατοί, οι ισχυροί,οι πλούσιοι.Πέραν όμως αυτού,ενώ αφηγούνται τη δική τους εκδοχή,προσπαθούν να καταστείλουν όλες τις ιστορίες μιας εναλλακτικής προσέγγισης και αυτό μου φαίνεται μια σύγκρουση ανάμεσα σε μια Ιστορία που ανήκει στους ισχυρούς και σε μια Ιστορία που ανήκει στους ανυπεράσπιστους. Αυτό είναι κάτι θεμελιώδες και κατά την προσωπική μου γνώμη (και ως συγγραφέα) πρέπει να δίνεται και πάλι η φωνή σε αυτούς που την έχασαν».
Ο ίδιος έχει αυτοπροσδιοριστεί όχι ως πολιτικός αλλά ως κοινωνικός συγγραφέας. Ποια ακριβώς είναι η διαφορά; «Ολα προφανώς είναι πολιτική.Δεν υπάρχει συγγραφέας που να μην είναι και πολιτικός συγγραφέας. Υπάρχει φυσικά μια πολιτική διάσταση σε αυτό που κάνω, τα βιβλία μπορεί να είναι πολιτικά φορτισμένα ή να έχουν και τέτοια μηνύματα. Αλλάδεν υπάρχει κανένα κόμμα, καμία ομάδα συμφερόντων ή τίποτε τέτοιο στο οποίο θεωρώ ότι ανήκω.Δεν επιδιώκω να προωθήσω κάποια ιδεολογία. Τα μυθιστορήματα δεν πρέπει να προωθούν τίποτε υπό αυτή την έννοια, πρέπει μόνο να θέτουν ερωτήματα. Δεν οφείλουν να δίνουν απαντήσεις» τονίζει ο Ανσγουορθ, υπογραμμίζοντας ότι το βρετανικό μυθιστόρημα, για παράδειγμα, ανέκαθεν συνδεόταν περισσότερο με ηθικά ζητήματα παρά με πολιτικά, «σε αντίθεση με το γαλλικό,που είναι πιο πολιτικό και φιλοσοφικό».
Ο Μπάρρυ Ανσγουορθ έχει ζήσει τη μισή του ζωή έξω από την πατρίδα του.Πέρασε μερικά χρόνια στη Φινλανδία,έπειτα στην Ελλάδα και στην Τουρκία,ενώ εδώ και μία εικοσαετία διαμένει στην περιοχή της Ούμπρια στην Ιταλία.Η συζήτηση δεν αργεί να φθάσει στον πρωθυπουργό τηςΣίλβιο Μπερλουσκόνι.«Μοιάζει περισσότερο με μυθιστορηματικό χαρακτήρα. Είναι στ΄ αλήθεια απίστευτος. Ξέρετε, κάθε απόγευμα βλέπουμε ειδήσεις στο κανάλι RΑΙ 3 (που είναι υποτυπωδώς πιο ανεξάρτητο από τα άλλα τα οποία ελέγχει πλήρως) με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι περιμένοντάς τον.
Οταν εμφανιστεί, αρχίζουμε να πίνουμε, αλλιώς δεν αντέχεται. Η ανεργία των νέων είναι τρομακτική και δεν μπορείς επιπλέον να πιστέψεις απολύτως τα νούμερα, επειδή ακριβώς τα δίνει η κυβέρνησή του. Διαλύονται τα πάντα στην Ιταλία. Εχουμε βαρεθεί και θέλουμε να φύγουμε με τη γυναίκα μου. Απλά θα φύγουμε, είμαστε αρκετά μεγάλοι για να επαναστατήσουμε»εξομολογείται ο συγγραφέας των 17 μυθιστορημάτων,ο οποίος έχει μπει άλλες δύο φορές στη βραχεία λίστα για το Μπούκερ- με «Το νησί του Πασχάλη» (1980) και με το «Θρησκευτικό δράμα» (1995),που κυκλοφορούν στα ελληνικά επίσης από τις εκδόσεις Νεφέλη.
«Η εικόνα που έχουμε από τα μέσα ενημέρωσης για την Ελλάδα είναι εκείνη μιας χώρας που βυθίζεται από τις βίαιες διαμαρτυρίες στους δρόμους και τα μεγάλα οικονομικά προβλήματα» εξηγεί ο Ανσγουορθ, θα περάσει ωστόσο τις διακοπές του στην Πάρο: «Ο επισκέπτης δεν αισθάνεται την κρίση, είμαι βέβαιος όμως ότι οι συμπολίτες σας βιώνουν αυτή τη δυσανεξία».
Το τελευταίο βιβλίο του Μπάρρυ Ανσγουορθ στα ελληνικά, «Η γη των θαυμάτων», είναι ένα θρίλερ για την αδυσώπητη γεωπολιτική διαμάχη των μεγάλων δυνάμεων για ένα κομμάτι της Μεσοποταμίας, όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία άρχισε να πνέει τα λοίσθια. Επρόκειτο (και) για μια αλληγορία για τον πρόσφατο πόλεμο στο Ιράκ; «Εχετε απόλυτο δίκιο. “Ιράκ” είναι άλλωστε η τελευταία λέξη του βιβλίου.
Είναι η εποχή που η Οθωμανική Αυτοκρατορία αποσυντίθεται και οι Βρετανοί με τους Γάλλους, σαν τα όρνεα, περιμένουν να κατασπαράξουν τα μέλη της. Τότε, μέσα από αυτή τη διαδικασία του διαμελισμού, γεννήθηκε μια κρατική οντότητα που ονομάστηκε Ιράκ, αλλά που δεν υπήρξε στ΄ αλήθεια πατρίδα για κανέναν άνθρωπο, καθώς υπήρχαν πολλές διαφορετικές φυλές και κουλτούρες εκεί. Από τα μέσα του πολέμου ακόμη, το 1916, υπήρχε αυτή η καπηλεία της καταστροφής στις συμφωνίες των ισχυρών». Δεν πρέπει να ξεχνάμε, κατά τον ίδιο, ότι στο τέλος «όλες οι αυτοκρατορίες πεθαίνουν, ο κόσμος είναι φτιαγμένος πάνω στα ερείπια αυτοκρατοριών όπου και αν κοιτάξει κανείς. Το κοινό γνώρισμα των αυτοκρατοριών ήταν η πεποίθησή τους ότι θα διαρκέσουν για πάντα».
Εν τέλει, τι αποκομίζει κανείς από τα βιβλία του; Μήπως το ότι οι άνθρωποι διαχρονικά στέκονται με έναν εντυπωσιακά ίδιο τρόπο απέναντι στο χρήμα και στην εξουσία; «Είναι γεγονός, δύσκολα βλέπουμε αλλαγές. Τα πράγματα αλλάζουν ως προς τη μορφή και όχι στην ουσία τους. Η κατάχρηση της εξουσίας και η εκμετάλλευση των αδυνάτων συνεχίζεται, η ήττα μετατρέπεται σε μια φυσιολογική συνθήκη γι΄ αυτούς, αλλά το γεγονός είναι ότι συνεχίζουμε να παλεύουμε για το καλύτερο. Κόντρα σε όλα τα κυνικά μαθήματα της Ιστορίας, εξακολουθούμε να δίνουμε τις μάχες μας».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ