Ο θάνατος, που τροφοδότησε πολλές φορές τους στίχους και τις εικόνες του Γιάννη Βαρβέρη, ονοματίζοντας πριν από είκοσι πέντε χρόνια μια ολόκληρη ποιητική συλλογή του ( Ο θάνατος το στρώνει, 1986), έπληξε εντέλει τον επί μακρόν βασανισμένο οργανισμό του, βάζοντας τέρμα σε μια σταθερά ανοδική καλλιτεχνική πορεία, η οποία γνώρισε κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών τις καλύτερες και τις πλέον ώριμες στιγμές της.
Γεννημένος το 1955, ο Βαρβέρης ανήκει στους νεότερους κλώνους της πολυσυζητημένης γενιάς του 1970 και εμφανίζεται ευθύς εξαρχής απαλλαγμένος από τα ιδεολογικά δεσμά που περιόρισαν κατ΄ επανάληψη την εκφραστική ελευθερία των παλαιότερων μελών της στα αρχικά τους βήματα. Ο Βαρβέρης θα στείλει από πολύ νωρίς και προς πάσα κατεύθυνση ένα και μοναδικό μήνυμα: το μήνυμα για τα έντονα πάθη και τα αδιάκοπα παθήματα της ατομικότητας, που αγνοούν ή υπερκαλύπτουν οτιδήποτε αναφύεται έξω από την επικράτειά της. Ο φόβος του θανάτου, όπως το έλεγα και πρωτύτερα, αλλά και η επίπονη διαδικασία του πένθους, σε συνδυασμό με το χάος και την κακοδαιμονία του έρωτα, όπως και με την ηδυπαθή πλην μάταιη περιπλάνηση στην πόλη, θα αποτελέσουν τα βασικά θεματικά μοτίβα του Βαρβέρη σε όλη την πρώτη περίοδο της ποίησής του, θα ξεκινήσει με το Εν φαντασία και λόγω (1975), δημοσιευμένο στην ηλικία των είκοσι ετών, και θα συνεχιστεί με το Ράμφος (1978), το Αναπήρων πολέμου (1982), το προειρημένο OΘάνατος το στρώνει, το Πιάνο βυθού (1991), τον Κύριο Φογκ (1983) και το Ακυρο θαύμα (1996).
Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα, που προϋποθέτει μια εντελώς αντισυμβατική προσήλωση στον έντεχνο λόγο (με ακουστικά και οπτικά παιχνίδια, με λογικές υπερβάσεις και συντακτικούς αιφνιδιασμούς, καθώς και με ποικίλα ειρωνικά σχήματα), ο Βαρβέρης θα προβάλει το ποιητικό εγώ του στον καθρέφτη, δοκιμάζοντας τις πιο διαφορετικές μάσκες, αλλά και αναλαμβάνοντας τους πλέον αντιθετικούς και ετεροβαρείς ρόλους: ψυχρός εκτελεστής και ανυπεράσπιστο θύμα, δονζουανικός κυνηγός και αφοσιωμένος εραστής ή νεάζων υπερήλικος και υπερώριμος έφηβος. Ο,τι έχει να πει ο Βαρβέρης στην πρώτη φάση της παραγωγής του, θα το πει όχι με την ένταξη στα μεγάλα σύνολα και την πίστη στις υψωμένες σημαίες, αλλά με την καθημερινή τριβή και δοκιμασία του σαρκίου του: ο μόνος τρόπος για να πλησιάσει ένας ποιητής του φρονήματός του τη συλλογική αλήθεια και να συλλάβει τις έστω ωχρές αντανακλάσεις της στη φύσει μοναχική και εσωστρεφή συνείδησή του.
Το απερίφραστο αυτό δράμα, το οποίο θα μεταμορφώσει τις παλαιότερες οχλήσεις και διαψεύσεις της ατομικής περιπέτειας σε υψηλό και ολοζώντανο θρήνο (χωρίς την παραμικρή αισθηματολογική ή μελοδραματική εκτροπή) για τον τελικό προορισμό της ανθρώπινης ύπαρξης, θα είναι και η σπουδαιότερη κατάκτηση του Βαρβέρη στα χρόνια της ωριμότητάς του, που θα τον αναδείξουν σε έναν από τους σημαντικότερους ποιητές της τελευταίας τριακονταπενταετίας- και όχι μόνον αυτής.
Ποιητής, μάχιμος θεατρικός κριτικός, δοκιμιογράφος, αλλά και μεταφραστής, ο Γιάννης Βαρβέρης στάθηκε πάντα στην πρώτη γραμμή της καλλιτεχνικής δράσης, καλύπτοντας πολύ διαφορετικά μεταξύ τους πεδία. Από τις πολλαπλές του ιδιότητες ξεχωρίζει οπωσδήποτε, εκτός από την ιδιότητα του θεατρικού κριτικού, η ιδιότητα του μεταφραστή, υπό την οποία μετέφερε στα ελληνικά κομμάτια από την παράδοση του αγαπημένου του γαλλικού τραγουδιού (Λεό Φερέ και Ζορζ Μπρασένς), λογοτεχνικές πρωτοπορίες όπως η Λεονόρα Κάριγκτον και ο Ζακ Πρεβέρ, αλλά και ποιητικά μεγέθη όπως ο Μπλεζ Σαντράρ ή ο Γουόλτ Γουίτμαν. Διακεκριμένη θέση στις μεταφραστικές επιλογές του Βαρβέρη θα διεκδικήσει και το θέατρο: Μρόζεκ, Μολιέρος και Μαριβό, αλλά και Μένανδρος και Αριστοφάνης, που θα καταλάβουν ως εκπρόσωποι της αρχαιοελληνικής και της ελληνιστικής κωμωδίας το μεγαλύτερο μέρος της μεταφραστικής του απασχόλησης κατά τη διάρκεια των δέκα τελευταίων ετών.
Ο Βαρβέρης έχει ακόμη στο ενεργητικό του (μαζί με τον Κώστα Γ. Παπαγεωργίου) την Ελληνική ποιητική ανθολογία θανάτου του 20ού αιώνα , η οποία κυκλοφόρησε το 1996, για να συμπληρωθεί με τον τόμο λογοτεχνικών δοκιμίων Σωσίβια λέμβος (1999), με μια μελέτη για τον ποιητή Κρίτωνα Αθανασούλη (2001), όπως και με το πεζό Κόψε (2004), μια ξενάγηση στον κόσμο του ρίσκου και της πράσινης τσόχας, που συγκινούσε τον Βαρβέρη από τα νιάτα του.
Η επίμονη ειρωνεία, που κάποτε αποκτά τα χαρακτηριστικά ενός διαπεραστικού σαρκασμού, οι δισυπόστατες ή τρισυπόστατες ανθρώπινες φιγούρες, μέσω των οποίων καλείται να εκδηλωθεί ο πολυδιασπασμένος ποιητικός εαυτός, αλλά και τα υποβλητικά ταξίδια στα αθηναϊκά τοπία, τα οποία προβάλλουν στις σκιές της πόλης τις σκιές της εσωτερικής σκοτεινιάς και αταξίας, θα υποχωρήσουν από το έργο του Βαρβέρη με το πέρασμα στον 21ο αιώνα, δίνοντας τη θέση τους (βλέπε τις συλλογέςΣτα ξένα, 2005, καιO άνθρωπος μόνος, 2009) σε έναν ήρωα καταπλακωμένο από βαριές, εξαιρετικά δραματικές περιπέτειες.
Πρόκειται για έναν ήρωα ο οποίος θα στροβιλιστεί πανικόβλητος στον αέρα και θα υποχρεωθεί να μείνει μακριά από τη γενέθλια γη του, βλέποντας σαν ξένος όλες τις αλλοτινές του επιθυμίες. Ενας ξένος τόσο στον τόπο της εξορίας όσο και στον δικό του τόπο, εγκαταλελειμμένος στον ίλιγγο του κενού:Ημουν μικράκι/κι όλο έκανα σκοινάκι. /Πηδούσα χαρωπά από τον ένα/στον άλλο και στον άλλο ήχο/ψηλά με το σκοινάκι είχα το νου/αλλά το άφησα/μου έπεσε/στη μέση τα΄ ουρανού./Τώρα ήχο, ήχο/στη στρατόσφαιρα/στα αζήτητα/το σκοινάκι/πήρε μαζί του/και τη βαρύτητα.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ