«Φώναζε «κλέφτης κλέφτης», τι να έκανα;». Αυτή την εξήγηση για τη στυγερή δολοφονία του 44χρονου Μανώλη Καντάρη έδωσε σε αλλοδαπό καταστηματάρχη της περιοχής ο ένας εκ των δύο Αφγανών κατηγορουμένων για την υπόθεση, όταν ο καταστηματάρχης τον επέκρινε ότι σκότωσαν έναν άνθρωπο για μία βιντεοκάμερα.
Το στοιχείο αυτό, όπως και άλλα που δεν είχαν γίνει γνωστά, περιέχεται στη δικογραφία για την δολοφονία του 44χρονου στο κέντρο της Αθήνας.
Οι δύο κατηγορούμενοι έλαβαν προθεσμία για να απολογηθούν το πρωί της Τετάρτης.
Σύμφωνα με τη δικογραφία της υπόθεσης, προκύπτει ότι οι τρεις δράστες-ο ένας εκ των οποίων καταζητείται-παρακολούθησαν τον 44χρονο αμέσως μόλις κατέβηκε από το σπίτι του και ότι επίσης εκτός από την κάμερα, του πήραν και χρήματα από το πορτοφόλι του, το οποίο έψαξαν όταν το θύμα ήταν ήδη αιμόφυρτο στο έδαφος.
Στα στοιχεία που έχουν συγκεντρωθεί, περιλαμβάνεται υλικό από κάμερες ασφαλείας, που βρίσκονται σε επτά διαφορετικά σημεία στην περιοχή.
Τέσσερις μέρες μετά τη δολοφονία, λαμβάνοντας καταθέσεις από κατοίκους, οι αστυνομικοί εξέτασαν και έναν αλλοδαπό καταστηματάρχη, ο οποίος τους είπε πως μετά το τραγικό γεγονός ο ένας εκ των δραστών πήγε στο μαγαζί του την κάμερα του Μανώλη Καντάρη, λέγοντάς του πως θα περνούσε κάποιος να την πάρει.
Όταν ο καταστηματάρχης τον επέκρινε πως αφαίρεσαν μία ζωή για την κάμερα, ο Αφγανός του είπε πως μαχαίρωσαν τον 44χρονο επειδή φώναζε «κλέφτης κλέφτης», προσθέτοντας: «Τι να έκανα;».
Στις 16 Μαΐου η Ασφάλεια δέχθηκε τηλεφώνημα αγνώστου, ο οποίος τους έδωσε τον αριθμό του κινητού ενός εκ των δραστών.
Για τη στυγερή δολοφονία του 44χρονου, ο εισαγγελέας έχει απαγγείλει κατηγορίες για ανθρωποκτονία από πρόθεση, απλή συνέργεια σε ανθρωποκτονία και ληστεία από την οποία προήλθε θάνατος, κατά συναυτουργία, καθώς και για παράνομη οπλοφορία, οπλοχρησία και οπλοκατοχή.