«Σας μαθαίνω πράγματα που είναι πολύ προχωρημένα για την ηλικία σας» λέει η δεσποινίς Τζην Μπρόντι στον «κύκλο» της. Η Σάντυ, η Τζένυ, η Μαίρη, η Μόνικα, η Γιούνις και η Ρόουζ αποτελούν την «κρεμ ντε λα κρεμ» των επιλογών της από έναν κύκλο μαθητριών των μικρότερων τάξεων στη Σχολή Θηλέων Μάρσια Μπλέιν στο σκοτεινό Εδιμβούργο του Μεσοπολέμου και του καλβινισμού. Η Τζην Μπρόντι, μια δασκάλα με πολύ αντισυμβατικά μυαλά για το συντηρητικό και αυστηρό σχολείο στο οποίο διδάσκει, έχει τις κοπέλες αυτές της αστικής τάξης υπό την προστασία της και, όπως λέει η ίδια, τους δίνει την ευκαιρία να ωφεληθούν από την «ακμή» της: τις εμπειρίες, τις ιδέες και τον συναισθηματικό της κόσμο.
«Κρατήστε τα βιβλία σας ψηλά, σε περίπτωση που έχουμε ενοχλητικές παρουσίες. Εάν εμφανιστεί κάποιος κάνουμε μάθημα ιστορίας…ποίηση… γραμματική… Εν τω μεταξύ θα σας πω για τις καλοκαιρινές διακοπές μου στην Αίγυπτο… για το πώς να φροντίζετε το δέρμα και τα χέρια σας… για τον Γάλλο που γνώρισα στο τρένο για το Μπιαρίτς και πρέπει να σας πω και για τους ιταλικούς πίνακες που είδα» εκμυστηρεύεται το φθινόπωρο του 1930 στον νεανικό, προσωπικό της γυναικωνίτη αυτή η ανήσυχη εκπαιδευτικός, η πλέον γνωστή ηρωίδα της σκωτσέζας συγγραφέως Μύριελ Σπαρκ. Το σύντομο μυθιστόρημά της Η δεσποινίς Τζην Μπρόντι στην ακμή της (1961), που θεωρείται από την πλειονότητα της κριτικής το αριστούργημά της και την καθιέρωσε ανάμεσα στις επιφανέστερες γυναικείες λογοτεχνικές «φωνές» της αγγλικής γλώσσας του προηγούμενου αιώνα, κυκλοφορεί πλέον και στα ελληνικά.
«Για μένα εκπαίδευση σημαίνει να οδηγείς προς την επιφάνεια ό,τι ήδη υπάρχει στην ψυχή των μαθητών. Για τη δεσποινίδα Μακάυ σημαίνει να τους γεμίζεις με πράγματα που δεν τα έχουν μέσα τους, κι αυτό το αποκαλώ εισβολή» τονίζει η δεσποινίς Μπρόντι για την εκπαιδευτική λογική της δεσποινίδος Μακάυ, της αρτηριοσκληρωτικής διευθύντριας του σχολείου που προσπαθεί να υπονομεύσει την ενθουσιώδη επιρροή που έχει η δασκάλα στις μαθήτριές της.
Η Μακάυ αντιπροσωπεύει τον θεσμό της εκπαίδευσης αλλά και το κομφορμιστικό πνεύμα των ιδεών της εποχής εκείνης (εμμονή στις παραδόσεις, θρησκόληπτη σεμνοτυφία) και κάνει τα πάντα για να αντιμετωπίσει τα «καινά δαιμόνια» που έχει φυτέψει στα μυαλά των κοριτσιών η δεσποινίς Μπρόντι. Η τελευταία στηλιτεύει την υποκριτική στάση των συναδέλφων της λόγω της προσκόλλησής τους σε ξεπερασμένες ιδέες, αλλά όταν πρόκειται κάποιος να την επικρίνει για τις δικές της, δεν δέχεται μύγα στο σπαθί της. Ρωτούσε η ίδια τα κορίτσια «ποιος είναι ο σπουδαιότερος ιταλός ζωγράφος;» και όταν αυτά απαντούσαν «ο Λεονάρντο ντα Βίντσι, δεσποινίς Μπρόντι» εκείνη τους αντιγύριζε «λάθος, η σωστή απάντηση είναι ο Τζιότο,αυτός είναι ο αγαπημένος μου». Αυτές ακριβώς οι αντιφάσεις κάνουν την κεντρική ηρωίδα ξεχωριστή.
Ενώ λοιπόν μοιράζεται με τον «κύκλο» της όλα όσα την απασχολούν και μιλάει για την τέχνη, την ερωτική επιθυμία και την τεράστια σημασία της ανεξάρτητης σκέψης, δεν κρύβει τον θαυμασμό της για τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι, τη στιγμή μάλιστα που αντιτάσσεται στο «ομαδικό πνεύμα» που «καταπιέζει την ατομικότητα». Η Μύριελ Σπαρκ (μ΄ ένα χρονικό και αφηγηματικό πρωθύστερο) φορτίζει την ιστορία της με το βάρος της προδοσίας που την απασχολεί γενικότερα στα έργα της, είναι άλλωστε η άλλη όψη της πίστης.
Οταν πλέον οι σεξουαλικές αναζητήσεις των κοριτσιών πολλαπλασιάζονται (προς πάσα κατεύθυνση) και η ερωτική ζωή της δεσποινίδος Μπρόντι περιπλέκεται (και συνδέει απροσδόκητα τις μαθήτριες) με τον Τέντυ Λόυντ, τον παντρεμένο συνάδελφό της των Καλών Τεχνών, μία απ΄ αυτές θα την προδώσει, θα ενημερώσει τη διεύθυνση του σχολείου για το ότι, ας πούμε, έδειξε μέσα στην τάξη, όταν επέστρεψε από ένα ταξίδι στην Ιταλία, μια φωτογραφία των μελανοχιτώνων να παρελαύνουν και εξύμνησε τον Μουσολίνι που έλυσε τότε το πρόβλημα της ανεργίας.
Η Μύριελ Κάμπεργκ γεννήθηκε το 1918 στο Εδιμβούργο από πατέρα σκωτσέζο εβραίο και μητέρα αγγλικανή διαμαρτυρόμενη. Το 1935 αποφοίτησε από το James Gillespie΄s Ηigh School for Girls, που αποτέλεσε και το μοντέλο για τη Σχολή Θηλέων του μυθιστορήματος. Εκεί είχε μια δασκάλα, ονόματι Christina Κay, η οποία αργότερα την ενέπνευσε να δημιουργήσει τη δεσποινίδα Μπρόντι, καθώς επρόκειτο «για χαρακτήρα που αναζητούσε τον συγγραφέα του».
Η Μύριελ σε ηλικία δεκαεννέα χρόνων έφυγε για τη Ροδεσία (Ζιμπάμπουε), όπου παντρεύτηκε τον μαθηματικό Σίντνεϊ Σπαρκ και μαζί του απέκτησε το 1938 έναν γιο (με τον οποίο δεν τα πήγε ποτέ καλά). Υστερα διαπίστωσε ότι ο σύζυγός της έπασχε από μανιοκατάθλιψη και χώρισαν. Το 1944 επέστρεψε στη Βρετανία και άρχισε να δουλεύει για την αγγλική αντικατασκοπία στην Ιntelligence Service. Το 1954 αποφασίζει να γίνει καθολική (ύστερα από προτροπή του συγγραφέα Γκράχαμ Γκριν) και οι κριτικοί θεωρούν ότι αυτό συνέβαλε στη μετέπειτα συγγραφική της πορεία που της επεφύλαξε πολλές σημαντικές διακρίσεις.
Ως το τέλος της ζωής της (13 Απριλίου 2006), στην Τοσκάνη της Ιταλίας, ήταν παραγωγική. Το 1992 η αυτοβιογραφία της Curriculum Vitae κέρδισε το βραβείο T. S. Εlliot. Η μετάφραση του Νίκου Γριπιώτη συντονίζεται με τη λεπτότητα του ύφους της Σπαρκ και το προλογικό του σημείωμα τοποθετεί ουσιαστικά τον αναγνώστη στις λογοτεχνικές και ιστορικές συντεταγμένες του έργου.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ